Καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο!
Με γνώμονα την ευημερία, η έννοια της ανάπτυξης, διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από το πέρασμα διαφόρων πολιτισμών. Μέσα από το πρίσμα μιας γραμμικής αντίληψης του χρόνου, ως διαδοχή γεγονότων, η ιδέα της ανάπτυξης ταυτοποιείται μέσα από διάφορα επάλληλα, αναδυόμενα στάδια.
Πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του;
Στο στάδιο λοιπόν του πρώιμου καπιταλισμού, όπου ολοένα και αυξάνονται τα προς κατανάλωση αγαθά στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, στη φάση της επικράτησης ενός συστήματος εμποροκρατισμού -ή μερκαντιλισμού, με βάση την αγγλική ορολογία- εδραιώνεται μία υλιστική θεώρηση της έννοιας της προόδου, ως σταδιακής διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης. Εν συνεχεία, η έννοια της ανάπτυξης, μέσα από μία πορεία συνεχούς και καθολικής αύξησης των ρυθμών παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, φθάνει στις μέρες μας να ταυτίζεται με τη φρενήρη διασπάθιση του φυσικού αποταμιεύματος της ανθρωπότητας και, τελικά, δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ψευδεπίγραφη μεγέθυνση συσσωρευμένου πλούτου.
Αποκύημα αυτής της πορείας είναι το κρίσιμο πρόβλημα της εποχής μας, το οποίο, με απλά λόγια, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του.
Κάπως έτσι φθάνουμε στο 1972, όπου επιστήμονες θέτουν ανοιχτά το πρόβλημα των ορίων της ανάπτυξης, με την ανησυχία τους να δικαιώνεται με τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον. Ως γνωστόν, για να υπερακοντιστεί μια ιδεολογία, χρειάζεται να γεννηθεί η διάδοχός της. Έτσι φθάνουμε στο 1992 και στη Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον, η οποία είναι αξιομνημόνευτη γιατί κατόρθωσε να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα νέο όραμα: To όραμα της Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Διακήρυξη του Ρίο, 1992: έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κλπ
Η αρχική ανησυχία για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα συνακόλουθα περιβαλλοντικά προβλήματα και οι επιπτώσεις τους στην υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, διαμόρφωσαν τελικά την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους ανάπτυξης, που επιδιώκει να μας εξοικειώσει με όρους όπως η βιωσιμότητα και η αειφορία; Τι εννοούμε τελικά όταν μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη;
Πολλά έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα και διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί, οι οποίοι παρουσιάζουν ορισμένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Σε ένα σημείο, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σύγκλιση: Στο ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την πράσινη ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι προφανώς υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στους δύο όρους και πολλά κοινά σημεία. Η πράσινη ανάπτυξη εστιάζει ειδικότερα στην ενέργεια, δίνοντας έμφαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών (τις γνωστές ΑΠΕ), αλλά και ευρύτερα στη διαχείριση του ενεργειακού ζητήματος σε σχέση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως από τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, έχει αποτελέσει δε κεντρικό άξονα της πολιτικής οικολογίας. Στο σημείο αυτό, απλά αναφέρουμε ότι και οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ, αποτελούν και αυτές βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες δεν είναι αθώες και άνευ επιπτώσεων στο περιβάλλον.
Από τους πολλούς και διάφορους ορισμούς της βιώσιμης ανάπτυξης, επιλέγεται ο ορισμός του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, σύμφωνα με τον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένα οργανικώς ενιαίο σύνολο δημοσίων πολιτικών, οι οποίες προς το παρόν μεν κατατείνουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των πάσης φύσεως ανθρωπογενών συστημάτων και των οικοσυστημάτων, στο μέλλον δε διασφαλίζουν την σταθερή συνεξέλιξη αμφοτέρων. Πρακτικώς, ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι εφεξής καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Υπό την έννοια αυτή, η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια θεμελιώδης πολιτιστική αλλαγή, η οποία διατρέχει όλους τους θεσμούς της κοινωνίας και επιβάλλει την προσαρμογή τους προς τις αρχές της.
Είναι δηλ. η βιώσιμη ανάπτυξη (αλλιώς και «βιωσιμότητα») για το Δίκαιο του 21ου αιώνα, ό,τι ήταν τα ατομικά δικαιώματα για τον 18ο και 19ο αιώνα και τα κοινωνικά δικαιώματα για τον 20ο αιώνα. Σε σχέση προς αυτά, δηλ. τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η βιωσιμότητα ίσως είναι μια ευρύτερη ηθική αρχή, διότι περιλαμβάνει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα οικοσυστήματα (φυσικό κεφάλαιο), τις σχέσεις του με το πολιτιστικό του παρελθόν (πολιτιστικό κεφάλαιο), καθώς και τις σχέσεις αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους του (κοινωνικό κεφάλαιο). Επιπλέον, το εύρος της ηθικής αυτής αρχής εκτείνεται σε βάθος χρόνου, εφ’ όσον προσδιορίζει την ευθύνη του ανθρώπου όχι μόνο προς τις παρούσες, αλλά και προς τις μέλλουσες γενεές. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφράζει έτσι το μέτρο που πρέπει να διέπει τις ανθρώπινες παρεμβάσεις τόσο στο φυσικό όσο και στο ανθρωπογενές περιβάλλον, και, υπό την έννοια αυτή, συνιστά πράγματι επάνοδο της ανθρωπότητας στην ιδέα της Δικαιοσύνης. Παρά τις διάφορες εννοιολογήσεις της, ένα είναι σίγουρο: ότι το δόγμα της βιώσιμης ανάπτυξης εγκαινίασε μία περίοδο μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην Agenda 21 (δηλ. τα πρακτέα κατά τον 21ο αιώνα), η οποία συμπλήρωσε την Διακήρυξη του Ρίο (Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον, 1992). Σύμφωνα με αυτήν, η βιώσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζεται ως η παγκόσμια στρατηγική συγχώνευσης της περιβαλλοντικής προστασίας με τις αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές προσαρμογές, μια στρατηγική η οποία βασίζεται στην συνολική θεώρηση ότι έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κ.λπ., και η οποία ενσωματώνει αξίες όπως η δικαιοσύνη, το μέτρο, το γενικό συμφέρον. Η Agenda 21 απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, πολίτες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις κ.ο.κ., εναποθέτει όμως το κύριο βάρος της ευθύνης για τη βιώσιμη ανάπτυξη στο κράτος, το οποίο οφείλει να αυξήσει την κυβερνητική του ικανότητα (capacity building) στο νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαιοδοτικό πεδίο προς το σκοπό αυτό. Μόνον έτσι το κράτος μπορεί να είναι και το ίδιο βιώσιμο και άρα χρηστό και ικανό για βιώσιμη ανάπτυξη. Στους δύσκολους καιρούς που διάγουμε, με ένα δημόσιο χρέος «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των πολιτών της Ελλάδας, αλλά και «καπέλο» πάνω από την άσκηση όλων των δημόσιων πολιτικών της χώρας, η έννοια της βιωσιμότητας, πιο επίκαιρη από ποτέ, εκφράζεται χαρακτηριστικά στο βασικό ερώτημα των ημερών μας: είναι το χρέος βιώσιμο; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…
[ΠΗΓΗ: www. oryktosploutos.net, της Αλεξίας Κωνσταντινίδου, από tvxs.gr, 19/8/2018]