Εκτός από τα νοικοκυριά που είναι «υπό χρεοκοπία», θα φθάσει σύντομα και το κράτος «υπό χρεοκοπία», με τόσο πολλές επιδοτήσεις.
Το 2023 θα είναι ένα έτος κατά το οποίο θα γίνει αισθητή η κρίση κόστους διαβίωσης, καθώς στον πληθωρισμό του 2022, που ανήλθε περίπου στο 10%, θα προστεθεί ο πληθωρισμός αυτού του έτους. Μέχρι σήμερα δεν φαίνεται ν’ αυξάνεται η παραγωγή φυσικού αερίου, του οποίου η ζήτηση παρέσυρε από το 2021 τις τιμές στα ύψη. Παρ’ όλο που η τιμή του έχει μειωθεί πάνω από 80% από τον περασμένο Αύγουστο, οι τιμές των αγαθών εξακολουθούν να παραμένουν υψηλές και κυρίως οι τιμές των τροφίμων.
Η ζήτηση για φυσικό αέριο έχει μειωθεί τους τελευταίους μήνες, κυρίως επειδή έχει μειωθεί σημαντικά η ανάπτυξη της Κίνας, οπότε δεν ζητάει μεγάλες ποσότητες ενέργειας. Επίσης έχει μειωθεί λόγω των εξαιρετικά καλών καιρικών συνθηκών που κρατούν τ’ αποθέματα φυσικού αερίου για τον χειμώνα σε επίπεδα πάνω από 80%, ενώ πέρσι αυτή την εποχή τ’ αποθέματα ήταν κάτω από 50%. Η άρση των απαγορευτικών –λόγω κορωνοϊού της Κίνας- έχει ως αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να μολύνεται ολοένα και μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού, καθώς απ’ ότι φαίνεται τα τρία τελευταία χρόνια δεν κατάφερε να κτίσει τείχος ανοσίας, ούτε με το εμβόλιο, αλλά ούτε με τη φυσική νόσηση. Ακόμα και οι λιγότερο επιβλαβείς μεταλλάξεις της όμικρον δημιουργούν συμφόρηση στα νοσοκομεία, θανάτους και απουσίες από την εργασία, με αποτέλεσμα να υπολειτουργούν τα εργοστάσια και να μην εφοδιάζεται ομαλά η παγκόσμια αγορά.
Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση της ζήτησης για ενέργεια από την Κίνα θα ξεκινήσει τον Απρίλιο, μετά το πανδημικό χειμερινό κύμα. Μετά τον Απρίλιο όμως θα υπάρχει αυξημένη ζήτηση για ν’ αναπληρωθούν τα αποθέματα φυσικού αερίου που θα καταναλωθούν τον φετινό χειμώνα. Η συνδυασμένη αυτή ζήτηση θα έχει ως αποτέλεσμα ν’ αυξηθούν και πάλι οι τιμές του φυσικού αερίου, αφού οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου και επομένως σε αύξηση της τιμής του δεν έχουν εξαλειφθεί.
Δυστυχώς, ο σχεδιασμός για να σώσουμε το οικοσύστημά μας -ενώ πρέπει να είναι πρώτης προτεραιότητας- έγινε εντελώς πρόχειρα και κυρίως όσον αφορά στη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια. Η προχειρότητα καταδεικνύεται από το αποτέλεσμα που είχαν οι προσπάθειες 15 ετών, οι οποίες παρέδωσαν στους Ευρωπαίους πολίτες την ακριβότερη ενέργεια στον κόσμο κι έφεραν τα νοικοκυριά λίγο πριν τη χρεοκοπία· εάν δεν επιδοτούνταν οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού ρεύματος από το κράτος (δηλαδή από τα λεφτά των φορολογουμένων) θα ήταν αδύνατο να πληρωθούν.
Δυστυχώς, ακόμα δεν γίνεται παραδοχή των αιτίων που οδήγησαν στην αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου. Και, το σπουδαιότερο, δεν γίνεται παραδοχή του γεγονότος, ότι ηλιακή και αιολική ενέργεια δεν είναι βιώσιμες, εάν δεν επιδοτηθούν.
Οι επιδοτήσεις δίνονται είτε άμεσα, με τη δωρεάν παροχή χρημάτων στους επενδυτές, είτε έμμεσα, όταν οι παραγωγοί πωλούν σε προκαθορισμένες υψηλές τιμές. Την έλλειψη βιωσιμότητας παραδέχτηκε πρόσφατα και η έκθεση του ΟΟΣΑ για την Ελλάδα, στην οποία τονίζεται η αναγκαιότητα των επιδοτήσεων των παραγωγών αιολικής και ηλιακής ενέργειας, αλλά προτείνεται, αντί να λαμβάνουν κατευθείαν επιχορηγήσεις από το κράτος, να λαμβάνουν δάνεια οι παραγωγοί. Ωστόσο, με υψηλές τιμές ενέργειας δεν μπορεί να υπάρξει οικονομική ανάπτυξη.
Η αιολική και η ηλιακή ενέργεια δεν μπορούν να τροφοδοτούν συνεχόμενα και με σταθερή ποσότητα ενέργειας το δίκτυο διανομής, επειδή δεν παράγουν σταθερή ποσότητα για να διατίθεται στο δίκτυο.
Η αιολική και ηλιακή ενέργεια παράγει μόνο το 30-40% της εγκατεστημένης ισχύος, λόγω των καιρικών συνθηκών. Για τις ώρες και μέρες που δεν παράγεται ηλιακή και αιολική ενέργεια, θα πρέπει να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια από τις μονάδες φυσικού αερίου.
Η χώρα μας το 2010 παρήγαγε το 54% της ηλεκτρικής ενέργειας από τον λιγνίτη, ενώ το 2022 παρήγαγε περίπου το 6%. Δηλαδή, μια μείωση κατά 48%, η οποία όμως αντικαταστάθηκε μόνο κατά 20% από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Το υπόλοιπο 28% αύξησε τη ζήτηση φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
(Φωτό: CRAIG HASTINGS VIA GETTY IMAGES)
[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr/, του Δρ. Γιώργου Σ. Ατσαλάκη, Αν. Καθηγητή Πολυτεχνείου Κρήτης – Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης, 28/02/2023]