«Παλαιότερα, οι ορυκτοί πόροι αναφέρονταν ως ορυκτός πλούτος. Αυτή η έκφραση έχει μεγάλη σοφία μέσα της, σήμερα όμως λίγοι τολμούν να τη χρησιμοποιήσουν, αφού η έννοια «πλούτος» σοκάρει πολλούς. Τους σοκάρει γιατί φαντάζονται τον ορυκτό πλούτο σαν πλούτο για τον εκμεταλλευτή επιχειρηματία, παρά το ότι η μεταλλευτική αξία μοιράζεται κατά το μεγαλύτερο μέρος σε κόστος μισθών, ασφαλιστικών εισφορών, καυσίμων, ενέργειας γενικότερα, μηχανημάτων κλπ. άρα είναι πλούτος για τη χώρα και τους πολίτες της. Αλλωστε, ο ορυκτός πλούτος καθίσταται πλούτος μόνο εάν η κοινωνία αποφασίσει την αξιοποίησή του, διαφορετικά αποτελεί απλά ένα βιβλιογραφικό δεδομένο…»
Τα παραπάνω αναφέρονται –μεταξύ άλλων- σε μήνυμα του προέδρου του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (ΣΜΕ), στο Διεθνές Συνέδριο με θέμα «5th International Forum on Mineral Resources in Greece», που πραγματοποιήθηκε προ ημερών στην Αθήνα.
Η αλήθεια των ανωτέρω ισχυρισμών είναι αδιαπραγμάτευτη. Εντούτοις, αν εξετάσουμε την φρασεολογία με κατεξοχήν γλωσσικά/ετυμολογικά κριτήρια, θα διαπιστώσουμε δύο «λάθη» στο ανωτέρω απόσπασμα της ομιλίας. Κι επειδή έχουμε κουραστεί να αναφερόμαστε στην αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου αυτής της χώρας, χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα ως προς την περαιτέρω υλοποίησή της, ας επιτραπεί να κάνουμε δύο παρατηρήσεις ετυμολογικού χαρακτήρα, ώστε να μάθουμε τουλάχιστον να χρησιμοποιούμε ορθά τους σχετικούς όρους:
Α) O συχνότατα και από όλους μας χρησιμοποιούμενος όρος «ορυκτοί πόροι» είναι -κατά μία έννοια- λανθασμένος. Ορθότερος είναι ο όρος «Ορυκτές Πρώτες Υλες». Η ετυμολογική προέλευση της λέξεως «πόρος» είναι από το ρήμα «πείρω» (διαπερνώ, τρυπώ πέρα ως πέρα) και δηλώνει «κίνηση» (οδοιπόρος, αεροπόρος, ποντοπόρος κλπ), «κατεύθυνση» (πορεία, πέρασμα, πορθμείο), και «ανανεωσιμότητα» (οικονομικός πόρος δηλ. που η λήψη του επαναλαμβάνεται). Συνεπώς θεωρώ1 ότι η ορθή χρήση του όρου «φυσικός πόρος» θα πρέπει να περιορίζεται στους ανανεώσιμους πόρους και όχι στους ορυκτής προέλευσης τέτοιους που δεν χαρακτηρίζονται από την ιδιότητα αυτή, παρά μόνο σε «γεωλογική» κλίμακα. Κατόπιν των ανωτέρω, ο μόνος συσχετιζόμενος με τον ορυκτό πλούτο «πόρος», θα πρέπει να θεωρείται ο «γεωθερμικός πόρος», διότι αυτός αποτελεί μια καθαρά Ανανεώσιμη Μορφή Φυσικού Ενεργειακού Πόρου.
Β) Ο όρος «εκμεταλλευτής» μεταλλείων (ή λατομείων) είναι επίσης ένας όρος διφορούμενος που έχει αποκτήσει αρνητική έννοια και καλόν είναι να αποφεύγεται. Ορθότερος είναι ο όρος «μεταλλευτής» ή «αξιοποιητής» ή έστω «επιχειρηματίας ορυκτών πρώτων υλών». Εννοιολογικά η “εκμετάλλευση” έχει δύο σημασίες: α) “Εξαγωγή μεταλλεύματος από μεταλλείο ή εξόρυξη άλλων υλών” και β) “Την επιδίωξη κέρδους από κοινωνικό θεσμό, ιδεολογία, αισθήματα ή από εργασία κάποιου”.
Πολλοί πιστεύουν ότι οι δύο έννοιες ταυτίζονται και συνεπώς η έννοια του εκμεταλλευτή μεταλλείων είναι αρνητική και έχει την ερμηνεία της επιδίωξης κέρδους και μόνον. Για το λόγο αυτό θεωρούν αποφευκτέα τη χρήση της λέξης, όπως άλλωστε κι εμείς προτείνουμε την αποφυγή της λόγω της αρνητικής σημασίας που έχει αποκτήσει.
Εντούτοις, νομίζω, κάνουμε όλοι ένα λάθος, ετυμολογικού χαρακτήρα. Με την ευκαιρία μιας ενδιαφέρουσας ομιλίας για το γλωσσικό ζήτημα από τον κ. Γιάννη Λεονάρδο , θεωρώ ότι θα πρέπει να επαναξιολογηθεί και αποενοχοποιηθεί ο όρος “εκμεταλλευτής μεταλλείων”. Η ετυμολογία, η αναζήτηση δηλαδή της προέλευσης των λέξεων, μας δίνει αυτή τη δυνατότητα. Αξίζει να ανατρέξει κανείς στη σχέση του ουσιαστικού «μέταλλο» και του ρήματος «εκμεταλλεύομαι», καθώς αμφότερα προέρχονται από το αρχαίο ρήμα «μεταλλῶμαι», που σημαίνει «ερευνώ/ψάχνω κάτι προς αξιοποίηση»
Άρα, ο εκμεταλλευτής μετάλλων (ή μεταλλείων ή λατομείων) δεν σκοπεύει να κερδοσκοπεί επωφελούμενος την ανάγκη ή την ιδιότητα κάποιου, ή γενικότερα που εκμεταλλεύεται προσποριζόμενος υλικά αλλά είναι μεταλλευτής δηλ. “ψάχνει με σκοπό την αξιοποίηση” των Ορυκτών Πρώτων Υλών
http://oryktos.blogspot.gr/, του Πέτρου Τζεφέρη, διδάκτορα ΕΜΠ- συγγραφέα, διευθυντή ΥΠΕΚΑ