Tag Archives: βιώσιμη ανάπτυξη

ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο!

Με γνώμονα την ευημερία, η έννοια της ανάπτυξης, διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από το πέρασμα διαφόρων πολιτισμών. Μέσα από το πρίσμα μιας γραμμικής αντίληψης του χρόνου, ως διαδοχή γεγονότων, η ιδέα της ανάπτυξης ταυτοποιείται μέσα από διάφορα επάλληλα, αναδυόμενα στάδια.

Πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του;

Στο στάδιο λοιπόν του πρώιμου καπιταλισμού, όπου ολοένα και αυξάνονται τα προς κατανάλωση αγαθά στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, στη φάση της επικράτησης ενός συστήματος εμποροκρατισμού -ή μερκαντιλισμού, με βάση την αγγλική ορολογία- εδραιώνεται μία υλιστική θεώρηση της έννοιας της προόδου, ως σταδιακής διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης. Εν συνεχεία, η έννοια της ανάπτυξης, μέσα από μία πορεία συνεχούς και καθολικής αύξησης των ρυθμών παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, φθάνει στις μέρες μας να ταυτίζεται με τη φρενήρη διασπάθιση του φυσικού αποταμιεύματος της ανθρωπότητας και, τελικά, δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ψευδεπίγραφη μεγέθυνση συσσωρευμένου πλούτου.

Αποκύημα αυτής της πορείας είναι το κρίσιμο πρόβλημα της εποχής μας, το οποίο, με απλά λόγια, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του.

Κάπως έτσι φθάνουμε στο 1972, όπου επιστήμονες θέτουν ανοιχτά το πρόβλημα των ορίων της ανάπτυξης, με την ανησυχία τους να δικαιώνεται με τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον. Ως γνωστόν, για να υπερακοντιστεί μια ιδεολογία, χρειάζεται να γεννηθεί η διάδοχός της. Έτσι φθάνουμε στο 1992 και στη Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον, η οποία είναι αξιομνημόνευτη γιατί κατόρθωσε να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα νέο όραμα: To όραμα της Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Διακήρυξη του Ρίο, 1992: έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κλπ

Η αρχική ανησυχία για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα συνακόλουθα περιβαλλοντικά προβλήματα και οι επιπτώσεις τους στην υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, διαμόρφωσαν τελικά την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους ανάπτυξης, που επιδιώκει να μας εξοικειώσει με όρους όπως η βιωσιμότητα και η αειφορία; Τι εννοούμε τελικά όταν μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη;

Πολλά έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα και διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί, οι οποίοι παρουσιάζουν ορισμένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Σε ένα σημείο, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σύγκλιση: Στο ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την πράσινη ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι προφανώς υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στους δύο όρους και πολλά κοινά σημεία. Η πράσινη ανάπτυξη εστιάζει ειδικότερα στην ενέργεια, δίνοντας έμφαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών (τις γνωστές ΑΠΕ), αλλά και ευρύτερα στη διαχείριση του ενεργειακού ζητήματος σε σχέση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως από τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, έχει αποτελέσει δε κεντρικό άξονα της πολιτικής οικολογίας. Στο σημείο αυτό, απλά αναφέρουμε ότι και οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ, αποτελούν και αυτές βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες δεν είναι αθώες και άνευ επιπτώσεων στο περιβάλλον.

Από τους πολλούς και διάφορους ορισμούς της βιώσιμης ανάπτυξης, επιλέγεται ο ορισμός του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, σύμφωνα με τον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένα οργανικώς ενιαίο σύνολο δημοσίων πολιτικών, οι οποίες προς το παρόν μεν κατατείνουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των πάσης φύσεως ανθρωπογενών συστημάτων και των οικοσυστημάτων, στο μέλλον δε διασφαλίζουν την σταθερή συνεξέλιξη αμφοτέρων. Πρακτικώς, ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι εφεξής καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Υπό την έννοια αυτή, η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια θεμελιώδης πολιτιστική αλλαγή, η οποία διατρέχει όλους τους θεσμούς της κοινωνίας και επιβάλλει την προσαρμογή τους προς τις αρχές της.

Είναι δηλ. η βιώσιμη ανάπτυξη (αλλιώς και «βιωσιμότητα») για το Δίκαιο του 21ου αιώνα, ό,τι ήταν τα ατομικά δικαιώματα για τον 18ο και 19ο αιώνα και τα κοινωνικά δικαιώματα για τον 20ο αιώνα. Σε σχέση προς αυτά, δηλ. τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η βιωσιμότητα ίσως είναι μια ευρύτερη ηθική αρχή, διότι περιλαμβάνει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα οικοσυστήματα (φυσικό κεφάλαιο), τις σχέσεις του με το πολιτιστικό του παρελθόν (πολιτιστικό κεφάλαιο), καθώς και τις σχέσεις αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους του (κοινωνικό κεφάλαιο). Επιπλέον, το εύρος της ηθικής αυτής αρχής εκτείνεται σε βάθος χρόνου, εφ’ όσον προσδιορίζει την ευθύνη του ανθρώπου όχι μόνο προς τις παρούσες, αλλά και προς τις μέλλουσες γενεές. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφράζει έτσι το μέτρο που πρέπει να διέπει τις ανθρώπινες παρεμβάσεις τόσο στο φυσικό όσο και στο ανθρωπογενές περιβάλλον, και, υπό την έννοια αυτή, συνιστά πράγματι επάνοδο της ανθρωπότητας στην ιδέα της Δικαιοσύνης. Παρά τις διάφορες εννοιολογήσεις της, ένα είναι σίγουρο: ότι το δόγμα της βιώσιμης ανάπτυξης εγκαινίασε μία περίοδο μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην Agenda 21 (δηλ. τα πρακτέα κατά τον 21ο αιώνα), η οποία συμπλήρωσε την Διακήρυξη του Ρίο (Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον, 1992). Σύμφωνα με αυτήν, η βιώσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζεται ως η παγκόσμια στρατηγική συγχώνευσης της περιβαλλοντικής προστασίας με τις αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές προσαρμογές, μια στρατηγική η οποία βασίζεται στην συνολική θεώρηση ότι έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κ.λπ., και η οποία ενσωματώνει αξίες όπως η δικαιοσύνη, το μέτρο, το γενικό συμφέρον. Η Agenda 21 απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, πολίτες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις κ.ο.κ., εναποθέτει όμως το κύριο βάρος της ευθύνης για τη βιώσιμη ανάπτυξη στο κράτος, το οποίο οφείλει να αυξήσει την κυβερνητική του ικανότητα (capacity building) στο νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαιοδοτικό πεδίο προς το σκοπό αυτό. Μόνον έτσι το κράτος μπορεί να είναι και το ίδιο βιώσιμο και άρα χρηστό και ικανό για βιώσιμη ανάπτυξη. Στους δύσκολους καιρούς που διάγουμε, με ένα δημόσιο χρέος «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των πολιτών της Ελλάδας, αλλά και «καπέλο» πάνω από την άσκηση όλων των δημόσιων πολιτικών της χώρας, η έννοια της βιωσιμότητας, πιο επίκαιρη από ποτέ, εκφράζεται χαρακτηριστικά στο βασικό ερώτημα των ημερών μας: είναι το χρέος βιώσιμο; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…

[ΠΗΓΗ: www. oryktosploutos.net, της Αλεξίας Κωνσταντινίδου, από tvxs.gr, 19/8/2018]

ΕΞΟΡΥΞΕΙΣ & ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ: ΣΥΝΔΥΑΣΜΟΣ-ΚΛΕΙΔΙ

«Με τη βοήθεια των τοπικών κοινοτήτων προσπαθούμε να αποδείξουμε στην πράξη ότι η εξόρυξη και ο τουρισμός είναι στην πραγματικότητα συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές δραστηριότητες είπε ο πρόεδρος του πολυεθνικού ομίλου Gilles Michel που πραγματοποιεί εξορύξεις στη Μήλο»

Μια ιδιαίτερα αναπτυγμένη αλλά κι έντονα φορτισμένη συζήτηση των τελευταίων ετών έχει να κάνει με το αν μπορεί να συμβαδίσει η εξορυκτική δραστηριότητα με την περιβαλλοντική αειφορία, αλλά και με άλλους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας όπως ο τουρισμός, που ειδικά σε περιοχές όπως με ορυκτό πλούτο συνυπάρχει π.χ. Χαλκιδική, Μήλος. Σημειώνεται ότι ο εξορυκτικός κλάδος συνεισφέρει το 3% του ΑΕΠ της χώρας, ενώ έχει μια δυναμική που εφόσον αξιοποιηθεί σωστά μπορεί να οδηγήσει τη συνεισφορά στο 7% -8% του ΑΕΠ. Άλλωστε η χώρα έχει ορυκτό πλούτο παγκόσμιας εμβέλειας, αλλά αρκετά κενά τόσο στην πολιτική διαχείρισης όσο και στη στρατηγική ανάπτυξης.

Όπως είπε στο πρόσφατο συνέδριο που διοργάνωσε ο Σύνδεσμος των Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδας, η κ. Ρ. Μπατμάνογλου, διευθύντρια της Διεύθυνσης Κλιματικής Αλλαγής του υπουργείου Περιβάλλοντος, τόνισε πως είναι απαραίτητη η βιώσιμη ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας και πως η πρώτη άδεια που χρειάζεται μια εξορυκτική εταιρεία είναι η κοινωνική άδεια.

Εκεί άλλωστε είναι και το κλειδί ώστε να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στα δύο μέρη, την επιχειρηματικότητα και την κοινωνία. Όμως η προστασία του περιβάλλοντος και η διασφάλιση της αειφορίας είναι μονόδρομος.

Είναι ενδεικτικό ότι στο ίδιο συνέδριο κ. Β. Krovig, senior vice president της LKAB, τόνισε πως οι βιομηχανίες που δεν ενδιαφέρονται για την αειφόρο ανάπτυξη θα βρεθούν εκτός αγοράς, ενώ η κ. Κ. Αδάμ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ανέφερε πως για να υπάρξει βιώσιμη ανάπτυξη πρέπει να περνάει μέσω της εκπαίδευσης έτσι ώστε οι νέοι επιστήμονες να λαμβάνουν υπόψη τους τις ανάγκες του περιβάλλοντος και των τοπικών κοινωνιών στην κατασκευή των νέων εξορυκτικών μονάδων.

Η κ. Λαζαρίμου, διευθύντρια Επικοινωνίας της «Ελληνική παραγωγή» και Strategic Communications Consultant στον Ομιλο Βιοχάλκο, τόνισε πως είναι αναγκαία προϋπόθεση ο ειλικρινής διάλογος μεταξύ των εμπλεκομένων μερών (πολιτείας – κοινωνίας – εξορυκτικής βιομηχανίας) έτσι ώστε να υπάρχει άμεση ενημέρωση για όλα τα ζητήματα προκειμένου να αποφεύγονται οι παρεξηγήσεις που στην πλειονότητα των περιπτώσεων οδηγούν σε κλιμάκωση της έντασης και στη δημιουργία προβλημάτων.

Την εκτίμηση ότι η αειφορική διαχείριση των φυσικών πόρων θα δημιουργήσει μια οικονομία με βιώσιμη ανάπτυξη που ενισχύσει την ελληνική οικονομία τόνισε σε ομιλία του ο Σ. Φάμελλος, αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος στο «8th International Forum Mineral Resources in Greece».

Παράλληλα τόνισε πως η Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή χρειάζεται υλοποίηση, ενώ ανέφερε πως βάσει των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ προβλέπει ότι μέχρι το 2050 θα πρέπει να υπάρξει μείωση των εκπομπών αερίων 80%-95% από την ηλεκτροπαραγωγή.Αυτό θα προκαλέσει τεκτονικές αλλαγές, στις οποίες οι εταιρείες θα πρέπει να εναρμονιστούν.

Παράλληλα ο κ. Φάμελλος ξεκαθάρισε πως για να υπάρξει υγιή επιχειρηματικότητα η πολιτεία θα πρέπει να διαβεβαιώσει ότι ισχύουν οι ίδιοι κανόνες για όλους και να επιταχύνει τη διαδικασία των αδειοδοτήσεων.

Τέλος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάπτυξη της κυκλικής οικονομίας αλλά και προϊόντων με οικολογικό σχεδίασμά που θα είναι πιο εύκολα ανακυκλώσιμα, με αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους αλλά και της διαχείριση των πόρων. Βασικός παράγοντας είναι η εθνική στρατηγική αξιοποίησης των πρώτων υλών, η τήρηση της νομοθεσίας, ο σεβασμός στο περιβάλλον και στις τοπικές κοινωνίες.

Η περίπτωση της Μήλου

Σε αντιδιαστολή με τις πρόσφατες συζητήσεις για το κατά πόσον οι εξορύξεις υπονομεύουν άλλους κλάδους, όπως ο τουρισμός, η περίπτωση της Μήλου δείχνει ότι μπορεί να βρεθεί ισορροπία. Στο πανέμορφο ηφαιστειακό νησί των Δυτικών Κυκλάδων οι εξορύξεις βέβαια χρονολογούνται από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μια «ωρίμανση» της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με τις προκλήσεις της εξορυκτικής βιομηχανίας. Ομως εσχάτως το νησί είναι ο πλέον ανερχόμενος τουριστικός προορισμός των Κυκλάδων και προβάλλει μαζί με Σαντορίνη και Μύκονο ως ένα άλλο «μαργαριτάρι». Κι όλα αυτά με τις εξορύξεις παρούσες. Ομως δεν είναι τυχαίο τίποτα καθώς τόσο η SB Βιομηχανικά Ορυκτά, η ιστορική «Βαρυτίνη», όσο και η διάδοχός της σήμερα, η γαλλική Imerys πάντα είχαν το περιβάλλον ως βασικό μέλημα. Πριν από λίγους μήνες ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του γαλλικού πολυεθνικού ομίλου Gilles Michel, με καταγωγή από τη Μασσαλία, αναφέρθηκε στο θέμα για πρώτη φορά, μετά την εξαγορά της S&B.

«Είμαστε περιβαλλοντικά υπεύθυνοι και διαθέτουμε ένα ιστορικό προσήλωσης στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και στην αποκατάσταση του εδάφους μετά την ολοκλήρωση της εξορυκτικής δραστηριότητας, δημιουργώντας, για παράδειγμα, αμπελώνες κ.λπ.» τόνισε και προσέθεσε: «Είμαστε επίσης υπεύθυνοι εταιρικοί πολίτες στις κοινότητες στις οποίες δραστηριοποιούμαστε. Με τη βοήθεια των τοπικών κοινοτήτων προσπαθούμε να αποδείξουμε στην πράξη ότι η εξόρυξη και ο τουρισμός είναι στην πραγματικότητα συμπληρωματικές και όχι ανταγωνιστικές δραστηριότητες είπε ο πρόεδρος του πολυεθνικού ομίλου Gilles Michel που πραγματοποιεί εξορύξεις στην Μήλο. To VAGONNETO στη Φωκίδα και το Miloterranean στη Μήλο είναι δύο μοναδικά παραδείγματα αυτής της αρμονικής συνύπαρξης».

Τα μέτρα

Πάντως για να γίνει πράξη και κανόνας παντού μια υπεύθυνη στάση όλων των εταιρειών και να διασφαλιστεί ο ρόλος της μεταλλευτικής βιομηχανίας στο ολιστικό πρόγραμμα ανάπτυξης θα πρέπει να προωθηθούν, τα εξής:

  • Η εκπαίδευση – ενημέρωση των τοπικών κοινωνιών, πιο διαφανείς περιβαλλοντικές διαδικασίες
  • Η ανάπτυξη νέων καινοτόμων τεχνολογιών που βοηθά στην μείωση του λειτουργικού κόστους και τη δημιουργία πιο εμπορικών προϊόντων
  • Η υψηλότερη αξία παραγωγής του τελικού προϊόντος μέσω της μεταποίησης
  • Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην πολιτεία ότι μπορεί να προστατεύσει το περιβάλλον και τους ίδιους
  • Πρωτοβουλίες για την μείωση του περιβαλλοντικού αποτυπώματος των εταιρειών
  • Τέλος είναι απαραίτητο για τις εταιρείες να εντάξουν στη στρατηγική τους ανάπτυξη τις περιβαλλοντικές αλλαγές και την κλιματική αλλαγή που αλλάζει τον τρόπο παραγωγής.

[ΠΗΓΗ: ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ, 9/6/2018]

ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ: ΑΡΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΓΙΑ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

(Photo by Nicolas Economou/NurPhoto via Getty Images)

Σημαντική άνοδο- για όγδοο κατά σειρά μήνα- κατέγραψε τον Ιούνιο έναντι του αντίστοιχου μήνα του 2016 ο κύκλος εργασιών της ελληνικής βιομηχανίας, με σταθερό «αιμοδότη» της την αγορά εκτός συνόρων. Η αύξηση αυτή κατά 8,1% προήλθε από την αύξηση κατά 11,9% του δείκτη «Ορυχείων-Λατομείων» και κατά 8,1% του δείκτη «Μεταποιητικών Βιομηχανιών» και οφείλεται στην άνοδο κατά 17,2% των πωλήσεων προς την εξωτερική αγορά και μόλις κατά 2,3% στην εγχώρια αγορά.

Ειδικά για τον κλάδο Ορυχείων-Λατομείων η αύξηση του κύκλου εργασιών οφείλεται κυρίως στα λατομικά προϊόντα (βιομηχανικά ορυκτά, μάρμαρα, αδρανή υλικά) και στο λιγνίτη ενώ καταγράφηκε μείωση στα μεταλλεύματα. Η άνοδος προήλθε από την αύξηση του κύκλου εργασιών Εξωτερικής Αγοράς κατά 10,8% κυρίως από το κλάδο «άλλες εξορυκτικές και λατομικές δραστηριότητες».

Αυτές οι θετικές εξελίξεις σηματοδοτούν ότι η εθνική οικονομία φαίνεται να εξέρχεται από τη πολυετή ύφεση, έστω και πιο αργά του αναμενομένου και επιβεβαιώνουν ότι ο εξορυκτικός κλάδος είναι καθοριστικός για την ανάπτυξη της χώρας.

Η δυναμικότητα του ελληνικού εξορυκτικού κλάδου οφείλεται στη μεγάλη ποικιλία των oρυκτών πόρων της χώρας, με πολλούς από αυτούς να κατέχουν πανευρωπαϊκή ή και παγκόσμια πρώτη θέση στις αντίστοιχες αλυσίδες αξίας, στη πρόσβαση σε λιμενικές εγκαταστάσεις με ανταγωνιστικό κόστος θαλασσίων μεταφορών, στο εξωστρεφές επιχειρηματικό πρότυπο που ανέπτυξαν έγκαιρα οι επιχειρήσεις του κλάδου, στη τεχνογνωσία που έχει αναπτυχθεί ή μεταφερθεί μέσω πολυεθνικών ομίλων καθώς επίσης στη προσφορά καινοτόμων λύσεων στις ανάγκες της αγοράς.

Στην περίοδο της μακροχρόνιας κρίσης της ελληνικής οικονομίας η εξορυκτική βιομηχανία διατήρησε το παραγωγικό της δυναμικό, αντιπροσωπεύει το 3,4% του ΑΕΠ, και συνέχισε να υποστηρίζει τις εξαγωγές της χώρας καθώς επίσης να αποτελεί βάση εφοδιασμού και της εγχώριας μεταποιητικής βιομηχανίας. Οι επιχειρήσεις του κλάδου συνέχισαν να επενδύουν, παρ’ όλο που οι δείκτες αποδοτικότητας βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος και το 50% απ’ αυτές δεν ήταν κερδοφόρες.

Πολιτεία και κοινή γνώμη αναγνωρίζουν πλέον τον εξορυκτικό κλάδο ως στρατηγικό πλεονέκτημα και οδηγό ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, με το 86% των Ελλήνων να πιστεύουν ότι η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων είναι κλειδί για την οικονομική ανάπτυξη, αλλά δεν υπάρχει γι’ αυτό η απαραίτητη πολιτική βούληση.

Οι τοπικές κοινωνίες όμως δεν είναι παντού επαρκώς ενημερωμένες και δυσπιστούν ακόμα στην υπεύθυνη λειτουργία των εξορυκτικών επιχειρήσεων και τον αποτελεσματικό έλεγχο τους από τους αρμόδιους φορείς όσον αφορά στην τήρηση των περιβαλλοντικών όρων.

Για την εξορυκτική βιομηχανία-και ειδικά για τα μέλη του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων-η ορθολογική διαχείριση του περιβάλλοντος πέρα από σοβαρή κανονιστική υποχρέωση αποτελεί πεδίο καινοτομίας και υπεύθυνης λειτουργίας. Τα μέλη μας, υιοθετώντας από το 2006 «Κώδικα Βιώσιμης Ανάπτυξης», ενσωματώνουν στο σχεδιασμό και την υλοποίηση των εξορυκτικών έργων την προστασία του περιβάλλοντος και την αποκατάσταση του τοπίου και συνεργάζονται με τις εποπτεύουσες αρχές για τη συνεχή βελτίωση των εφαρμοζόμενων πρακτικών.

Επιπλέον ένα νέο στοιχείο στη διαχείριση του περιβάλλοντος, το οποίο καθιστά ουσιαστικά προσωρινή οπτική μεταβολή την επίπτωση της εξόρυξης στο περιβάλλον, είναι η δημιουργία ευκαιριών επαναχρησιμοποίησης ή και εγκατάστασης νέων χρήσεων γης ( μετα-μεταλλευτικές χρήσεις γης) σε περιοχές που έχει τελειώσει η εξορυκτική δραστηριότητα. Ήδη στη χώρα μας, πέρα από τα περίπου 3 εκατομμύρια δένδρα και θάμνους που έχουν φυτευθεί από το 2007 και τα περίπου 65.000 στρέμματα γης που έχουν αποκατασταθεί από το 1979 ( πάνω από 35% της έκτασης εξορυκτικών χώρων), έχουν γίνει πολλά έργα που αφορούν στην επαναδημιουργία καλλιεργήσιμων εκτάσεων, μετατροπή παλιών ορυχείων σε φωτοβολταϊκά πάρκα, καλλιέργεια αμπελώνων σε εκτάσεις εξοφλημένων ορυχείων, δημιουργία τεχνητών λιμνών και ανασύσταση υδροβιοτόπων, δημιουργία θεματικών μουσείων σχετικών με την εξόρυξη.

Ένα ζήτημα που επίσης απασχολεί είναι η δυνατότητα συνύπαρξης εξόρυξης και τουρισμού. Για πολλές περιοχές στον κόσμο οι γεωλογικές δομές αποτελούν την κοινή πηγή τόσο μοναδικών ορυκτών πόρων- ευκαιρία για ανάπτυξη εξορυκτικής δραστηριότητας-, όσο και μοναδικών γεωμορφολογικών στοιχείων-ευκαιρία για τουριστική ανάπτυξη (π.χ. απολιθωμένο δάσος Λέσβου, περιπατητικά μονοπάτια Miloterranean στη Μήλο, Θειωρυχεία Μήλου, λατομεία μαρμάρου στην Καρράρα Ιταλίας, Μεταλλευτικό Μουσείο Μήλου). Η συνύπαρξη αυτών των δύο δραστηριοτήτων, με κανόνες και αμοιβαίο σεβασμό, αποτελεί σημαντική ευκαιρία ισόρροπης ανάπτυξης αυτών των τόπων με ελαχιστοποίηση της έκθεσης των οικονομιών τους σε κυκλικά φαινόμενα καθώς η εξόρυξη αποτελεί δραστηριότητα με συνεχή λειτουργία καθ’ όλη την διάρκεια του χρόνου.

Επιπλέον η εξορυκτική δραστηριότητα αποτελεί μία διαχρονική οικονομική λειτουργία του ανθρώπου και έχει δημιουργήσει θέσεις-μνημεία από την αρχαιότητα μέχρι τώρα τα οποία αποτελούν ή μπορούν να αποτελέσουν πόλους έλξης θεματικού τουρισμού. Ενδεικτικά παραδείγματα τα αρχαία μεταλλεία Λαυρίου, αλατωρυχεία στην Αυστρία και στην Πολωνία, το Συνεδριακό Κέντρο στη Μήλο σε παλιό εργοστάσιο κατεργασίας καολίνης.

Η εξορυκτική βιομηχανία συνεισφέρει σημαντικά στην απασχόληση, με πάνω από 115.000 εργασίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλήρους απασχόλησης και ασφάλισης και χωρίς να έχουν θιγεί από τα μέτρα εσωτερικής υποτίμησης, στηρίζοντας σημαντικά το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και την περιφερειακή ανάπτυξη.

Επομένως ο εξορυκτικός κλάδος αποτελεί ήδη σημαντικό μέρος της οικονομίας με σημαντική αναπτυξιακή δυναμική λόγω της έντονης εξωστρέφειάς του, ακολουθώντας τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης και συνυπάρχοντας αρμονικά και με άλλες χρήσεις γης ή οικονομικές δραστηριότητες όπως ο τουρισμός.

Όμως η μετατροπή των ορυκτών πόρων σε πλούτο έχει μεγάλο ρίσκο επένδυσης και μικρή αποδοτικότητα, απαιτεί κεφάλαια, εργατικό δυναμικό και επιχειρηματικότητα καθώς και σταθερό επενδυτικό κλίμα, αποτελεσματική χωροταξία και κανόνες αδειοδότησης, σταθερό φορολογικό καθεστώς, ασφάλεια δικαίου και καλές εργασιακές σχέσεις.

Ο κλάδος μας συνεργάζεται με το αρμόδιο υπουργείο για την εκπόνηση Ειδικού Χωροταξικού Πλαισίου για τις Ορυκτές Πρώτες Ύλες καθώς και για τον εκσυγχρονισμό του Λατομικού Κώδικα που αφορά στον αποδεδειγμένα κρίσιμο για την εθνική οικονομία κλάδο των λατομείων. Το σχέδιο όμως του Λατομικού Κώδικα που βρίσκεται ήδη σε δημόσια διαβούλευση απέχει σημαντικά των προσδοκιών του κλάδου όσον αφορά στη διασφάλιση της μακροπρόθεσμης πρόσβασης των υπεύθυνων επιχειρήσεων στους ορυκτούς πόρους, ενώ επιχειρείται η περαιτέρω επιβάρυνση με νέα περιβαλλοντικά τέλη, παρόλο που τα λατομεία καταβάλλουν ήδη σημαντικά ποσά στο ελληνικό δημόσιο και την τοπική αυτοδιοίκηση με τη μορφή μισθωμάτων και τελών για περιβαλλοντικά και κοινωφελή έργα.

Η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων και η εξορυκτική βιομηχανία μπορεί να γίνει ατμομηχανή ενός νέου βιώσιμου παραγωγικού προτύπου της χώρας που θα φέρει περισσότερες εξαγωγές, νέες επενδύσεις και θα δημιουργήσει ή θα διατηρήσει θέσεις απασχόλησης υψηλής ποιότητας που είναι και το ζητούμενο από το κοινωνικό σύνολο.

 

[ΠΗΓΗ: http://www.huffingtonpost.gr/ , του Αθανάσιου Κεφάλα, Προέδρου ΣΜΕ, 29/8/2017]

ΣΤΟΧΕΥΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΟΡΥΚΤΟΥ ΜΑΣ ΠΛΟΥΤΟΥ

Η ανάπτυξη της εξορυκτικής βιομηχανίας παραγωγής και επεξεργασίας ορυκτών πρώτων υλών, (πρέπει να) αποτελεί στρατηγική επιλογή για τον τόπο μας. Πρόκειται για ζωτικό τομέα της oικονομίας μας που έχει συμβάλλει αποφασιστικά στην Περιφερειακή Ανάπτυξη, στην Απασχόληση, στις εξαγωγές και στην εισαγωγή συναλλάγματος. Ταυτόχρονα συνδέεται εμμέσως και αποτελεί την κινητήρια δύναμη σε πολλές άλλες οικονομικές δραστηριότητες ενώ έχει αποδείξει κατά το παρελθόν ότι μπορεί να προσελκύσει σημαντικές επενδύσεις.

Εντούτοις η ανάπτυξη αυτή πρέπει να είναι όχι μόνο ανταγωνιστική αλλά και βιώσιμη και περιβαλλοντικά ασφαλής ενταγμένη στα σημερινά πλαίσια, σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, με πολλές προκλήσεις, αλλά και πολλές δεσμεύσεις. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον στενότητας των πόρων, τόσο φυσικών όσο και οικονομικών, όπου η ορθολογική αξιοποίηση αλλά και η γεω-οικονομία των πρώτων υλών αποκτά πρωτεύοντα ρόλο. Σε ένα περιβάλλον, που δεν είμαστε μόνοι μας, αλλά εντός της ΕΕ, γεγονός που αφενός μας υποχρεώνει σε σκληρή ανταγωνιστικότητα και αυστηρότατες νομοθετικές δεσμεύσεις αλλά τουλάχιστον μας διασφαλίζει σε σημαντικό βαθμό από τις συναλλαγματικές ανισορροπίες του παρελθόντος.

Επιπλέον, η ανάπτυξη αυτή πρέπει με κατάλληλες θεσμικές και άλλες παρεμβάσεις να υπερκεράσει ένα σύνολο από εγγενή προβλήματα και ιδιαιτερότητες που επηρεάζουν καθοριστικά τη χωροθέτηση και τη «βιώσιμη» διαχείριση των ορυκτών πόρων και των δραστηριοτήτων που αφορούν την εκμετάλλευσή τους.

Οι ιδιαιτερότητες των Ορυκτών Πόρων

Τέλος οι παρεμβάσεις αυτές για να καταστούν αποτελεσματικές και να επιτευχθεί ο στόχος, απαιτούν και την αρωγή των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον εξορυκτικό κλάδο της οικονομίας μας. Οι επιχειρήσεις πρέπει να προβαίνουν σε συνεχείς ποιοτικές αλλαγές, για να αντιστρέψουν το εν γένει κλίμα που υπάρχει στην κοινή γνώμη, η οποία συνδέει άμεσα τη μεταλλευτική και λατομική δραστηριότητα με την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, χρησιμοποιώντας φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες και αποκαθιστώντας ορθολογικά τους χώρους επέμβασης, δημιουργώντας ταυτόχρονα κατάλληλες συνθήκες έτσι ώστε οι χώροι αυτοί να μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος των τοπικών κοινωνιών και του τόπου μας γενικότερα.

Προϋπόθεση επιτυχίας είναι η θετική και ειλικρινής πολιτική βούληση, που θα δημιουργήσει ένα ευνοϊκό περιβάλλον, με κατάργηση εμποδίων και αντικινήτρων, όπως τα πολλαπλά και αδιανόητα γραφειοκρατικά εμπόδια αλλά και η περιβαλλοντική υπερευαισθησία και οικο-υποκρισία που καταλήγει σε αναπτυξιακό αντικίνητρο.

Παρακάτω δίνονται ορισμένες ενδεικτικές παρεμβάσεις θεσμικού ή γενικότερου χαρακτήρα που θεωρούμε ότι απαιτούνται για την για την ενίσχυση του επενδυτικού κλίματος και γενικότερα την άσκηση πολιτικής στα θέματα του ορυκτού πλούτου.

 

[ΠΗΓΗ: http://www.oryktosploutos.net , του Δρ. Πέτρου Τζεφέρη, 1/7/2017]

ΕΞΟΡΥΚΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ

Sustainable-Development-3Η δραστηριότητα της εξορυκτικής βιομηχανίας είναι από τη φύση της άρρηκτα συνδεδεμένη με την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης καθώς αφ΄ ενός εκμεταλλεύεται μη ανανεώσιμους φυσικούς πόρους και αφ΄ ετέρου πρέπει να εξασφαλίσει την προμήθεια αναγκαίων προς την κοινωνία υλικών και σε βάθος χρόνου, με κατάλληλη διασφάλιση αποθεμάτων για την κάλυψη των σημερινών αλλά και των μελλοντικών αναγκών της.

Αυτό απαιτεί ορθολογική διαχείριση των υπαρχόντων αποθεμάτων αλλά και έρευνα και ανάπτυξη της τεχνολογίας με στόχο αποδοτικότερους τρόπους εξόρυξης και επεξεργασίας, ανακάλυψη νέων κοιτασμάτων αλλά και νέων ορυκτών προϊόντων που σταδιακά αντικαθιστούν παλαιότερα ή νέων χρήσεων στα ήδη γνωστά προϊόντα. Εκτός αυτού για να είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου οικονομικά βιώσιμες σε βάθος χρόνου, πρέπει να αγωνίζονται και για να εξασφαλίζουν την «κοινωνική άδεια» που θα τους επιτρέπει να λειτουργούν. Αυτό σημαίνει ότι και το περιβάλλον πρέπει να περιφρουρούν, ελαχιστοποιώντας το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των δραστηριοτήτων τους και με τις τοπικές κοινωνίες να αναπτύσσουν σχέσεις βασισμένες στο αμοιβαίο και συλλογικό συμφέρον.

Με αυτά τα δεδομένα οι επιχειρήσεις του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων έχουν υιοθετήσει και δεσμευτεί σε Κώδικα 10 Αρχών Βιώσιμης Ανάπτυξης που προβλέπει τη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών τους στον οικονομικό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό τομέα, απεικονίζοντας την εφαρμογή τους με αντίστοιχους μετρήσιμους δείκτες που δημοσιοποιούνται σε κάθε ετήσιο απολογισμό του Συνδέσμου.

  1. Ενσωματώνοντας αρχές βιώσιμης ανάπτυξης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων των εταιριών-μελών μας.
  2. Εφαρμόζοντας αρχές και πρακτικές επιχειρηματικής ηθικής και σύγχρονα συστήματα εταιρικής διακυβέρνησης.
  3. Εκπληρώνοντας με συνέπεια τις θεσμοθετημένες υποχρεώσεις μας και παρέχοντας ορθή και συστηματική ενημέρωση και πληροφόρηση σε όσους επηρεάζονται ή επηρεάζουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεών μας.
  4. Επιδιώκοντας τον ειλικρινή διάλογο με όσους επηρεάζονται ή επηρεάζουν τις δραστηριότητες των επιχειρήσεών μας, με πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης των απόψεων των διαφόρων μερών.
  5. Υιοθετώντας την ανάπτυξη και εφαρμογή ορθών και επιστημονικά θεμελιωμένων μεθόδων σχεδιασμού των εξορυκτικών δραστηριοτήτων για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος, και για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
  6. Διευκολύνοντας και ενθαρρύνοντας τη σχεδίαση προϊόντων και διαδικασιών παραγωγής, τη χρήση και ανακύκλωση των προϊόντων μας και τη διάθεση των αποβλήτων, με υπεύθυνο τρόπο.
  7. Επενδύοντας σε φυσικούς, τεχνολογικούς, οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους με σκοπό την ανάπτυξη και συνεχή βελτίωση της αποτελεσματικότητας και αποδοτικότητας σε βάθος χρόνου.
  8. Επιδιώκοντας τη συνεχή βελτίωση των επιδόσεών μας στον τομέα της υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας.
  9. Δημοσιοποιώντας στοιχεία για την παρακολούθηση της προόδου που αφορά στις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις του κλάδου, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς της υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας.
  10. Συμβάλλοντας οι επιχειρήσεις, ως «ενεργοί πολίτες», στην κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και θεσμική ανάπτυξη των τοπικών κοινωνιών στις οποίες δραστηριοποιούμαστε.

[ΠΗΓΗ: http://www.sme.gr]