Tag Archives: οικονομία

PEW RESEARCH CENTER: ΟΚΤΩ ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑ ΈΛΛΗΝΕΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΦΤΩΧΟΤΕΡΑ

Τι καταγράφει η έρευνα του Ινστιτούτου για την άποψη των πολιτών όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές

Ο Σεπτέμβριος και Οκτώβριος του 2008 ήταν οι χειρότεροι μήνες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, παρατηρεί ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι. Η ύφεση και οι συνέπειες που τη συνόδευσαν επηρέασαν και τη διάθεση των πολιτών, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες, αναφέρει έρευνα του Pew Research Center που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και μελέτησε τις αντιδράσεις 27 χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η αλλαγή της διάθεσης του κοινού όσον αφορά στην οικονομία ήταν δραματική σε ορισμένα κράτη, όπως συμπεραίνει κανείς με βάση τα στοιχεία. Το 2018, περίπου οι οκτώ στους δέκα Γερμανούς (ποσοστό 78%) δηλώνουν ότι οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα τους σήμερα είναι καλές. Περίπου τα 2/3 των Αμερικανών πολιτών (ποσοστό 65%) εκφράζουν επίσης την αισιοδοξία τους για την οικονομία. Βελτιωμένη είναι και η διάθεση των κατοίκων της Πολωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, λιγότερο της Ιαπωνίας και της Κένυας.

Σε γενικές γραμμές, η μεγαλύτερη αλλαγή της διάθεσης των πολιτών όσον αφορά στις οικονομικές προοπτικές της χώρας τους παρατηρείται στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Πολωνία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, το Ισραήλ, τη Νότια Κορέα, την Κένυα, τη Ρωσία, τον Καναδά, την Ινδονησία και την Ισπανία.

Το άγχος για την επόμενη γενιά

Σαφώς η αισιοδοξία που καταγράφεται δεν έχει «σβήσει» τις ανησυχίες για το μέλλον. Σε 18 από τα 27 κράτη που συμμετείχαν στην έρευνα -συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Ισπανίας- περισσότεροι από τους μισούς πολίτες πιστεύουν πως τα παιδιά τους θα ζήσουν σε συνθήκες χειρότερες απ′ ότι μεγάλωσαν οι ίδιοι.

Στις προηγούμενες έρευνες της Pew Research οι εν λόγω ανησυχίες περιορίζονταν στις προηγμένες οικονομίες, ενώ τώρα η διαφορά έγκειται στο γεγονός πως οι περισσότερες ανησυχίες για την οικονομική ευημερία της επόμενης γενιάς εκφράζονται στις αναδυόμενες αγορές.

Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ελλάδα μόνο το 18% των πολιτών θεωρεί πως τα πράγματα στο μέλλον θα είναι καλύτερα για τα παιδιά τους.

Σε συνδυασμό βέβαια με το αυξανόμενο άγχος για το μέλλον, η πεποίθηση που κυριαρχεί σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ότι οι καιροί ήταν καλύτεροι την εποχή πριν τη μεγάλη ύφεση. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται στο γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών στα 15 από τα 27 κράτη που ρωτήθηκαν πιστεύουν πως σε σύγκριση με είκοσι χρόνια πριν, η οικονομική κατάσταση του μέσου ανθρώπου είναι πολύ χειρότερη σήμερα.

Την άποψη αυτή ειδικότερα εκφράζει το 87% των Ελλήνων, το 72% των Ιταλών, το 62% των Ισπανών, το 56% των Γάλλων και το 53% των Βρετανών.

Τι ισχύει στην πραγματικότητα

Αυτό που αξίζει ωστόσο να σημειωθεί είναι πως οι απαισιόδοξες αντιλήψεις του κοινού για την καλύτερη οικονομική κατάσταση του παρελθόντος πολλές φορές δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των Βραζιλιάνων αυτή τη στιγμή δηλώνει πως οι οικονομικές συνθήκες είναι χειρότερες σήμερα, ωστόσο το ΑΕΠ της χώρας εμφανίζεται βελτιωμένο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας, όπου επίσης το πραγματικό ΑΕΠ κατά κεφαλήν έχει βελτιωθεί κατά 25% και 11% αντίστοιχα.

O παρακάτω πίνακας αποτυπώνει τις σκέψεις των πολιτών για την οικονομική κατάσταση του σήμερα σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το 87% των Ελλήνων θεωρεί πως τα πράγματα τώρα είναι πολύ χειρότερα, ενώ μεγάλο είναι το ποσοστό και για την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Περισσότερο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι Πολωνοί και οι Σουηδοί.

…και η έκθεση του ΟΟΣΑ

Στο μεταξύ ενδιάμεση έκθεσή για τις οικονομικές προοπτικές (Interim Economic Outlook) που δημοσιεύει ο ΟΟΣΑ τονίζει τις επιπτώσεις των εμπορικών εντάσεων στην παγκόσμια ανάπτυξη.

«Η υψηλή αβεβαιότητα επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη», είναι ο τίτλος της έκθεσης του ΟΟΣΑ, με τον Οργανισμό να ψαλιδίζει τις προβλέψεις που είχε κάνει τον Μάιο για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας κατά 0,1% για το 2018 και 0,2% για το 2019.

Ο ΟΟΣΑ ψαλίδισε – κατά 0,2% – τις προβλέψεις του και για την οικονομία της Ευρωζώνης, όπως και για τις περισσότερες οικονομίες της G20, ενώ έχει αναθεωρήσει δραστικά επί τα χείρω τις προβλέψεις του για τις οικονομίες της Τουρκίας και της Αργεντινής. Για την Ευρωζώνη προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2% φέτος και 1,9% το 2019 έναντι 2,5% το 2017.

«Χρειάζονται περαιτέρω δημοσιονομικές και τραπεζικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αντοχής της Ευρωζώνης», αναφέρει. «Η αντοχή και η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, λόγω της αβεβαιότητας για τις πολιτικές επιλογές, όπως στην Ιταλία, και τις μελλοντικές ρυθμίσεις μεταξύ της Βρετανίας και της υπόλοιπης ΕΕ. Η πρόσφατη αύξηση των επασφάλιστρων κινδύνου των ιταλικών κρατικών ομολόγων και η συνδεόμενη με αυτή μείωση των μετοχικών αξιών των ιταλικών τραπεζών δείχνουν τον ρυθμό, με τον οποίο μπορεί να εμφανισθούν πάλι συνεχείς αδυναμίες στην Ευρωζώνη», προσθέτει.

Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι ένα πλαίσιο πανευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων θα αύξανε την εμπιστοσύνη και θα βοηθούσε στη διαφοροποίηση των κινδύνων. Υποστηρίζει, επίσης, τη δημιουργία νέων ευρωπαϊκών ασφαλών ομολόγων και ένα ταμείο δημοσιονομικής σταθεροποίησης για την Ευρωζώνη που θα βοηθούσε στην απορρόφηση μεγάλων αρνητικών οικονομικών σοκ και θα αποτελούσε ένα πρόσθετο μέσο που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί στην περίπτωση μίας ύφεσης.

[Φωτό: ROSTISLAV_SEDLACEK VIA GETTY IMAGES]

[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr/, 20/9/2018]

ΕΡΙΞΕ ΔΙΧΤΥΑ ΧΩΡΙΣ… ΔΟΛΩΜΑ ΣΤΟΥΣ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ Ο ΤΣΑΚΑΛΩΤΟΣ

Στριμώχτηκε όταν τον ρώτησαν για Eldorado, Ελληνικό και τράπεζες – Ο υπουργός Οικονομικών, ο οποίος συμμετείχε στο 13ο Roadshow που διοργανώνουν τα Ελληνικά Χρηματιστήρια, προσπάθησε να καθησυχάσει τους επενδυτές λέγοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν προτίθεται να τους εκπλήξει.

Δύσκολες ερωτήσεις για την Eldorado, τις καθυστερήσεις σε Ελληνικό και την επιστροφή στις αγορές, τη χαμηλή ανάπτυξη και την κατάσταση των τραπεζών δέχθηκε από επενδυτές στο Λονδίνο ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος.

Ο υπουργός, ο οποίος συμμετείχε στο 13ο Roadshow που διοργανώνουν τα Ελληνικά Χρηματιστήρια, προσπάθησε να καθησυχάσει λέγοντας ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν προτίθεται να εκπλήξει τους επενδυτές. «Έχουμε ήδη ανακοινώσει ένα πολυετές αναπτυξιακό σχέδιο που δεν περιλαμβάνει ιδέες για το τι θα θέλαμε να κάνουμε αλλά δράσεις με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που μπορεί κάποιος να ελέγξει», είπε ο υπουργός για να τονίσει ότι για παράδειγμα η συνέχιση και ολοκλήρωση του Κτηματολογίου θα δίνει στους μελλοντικούς επενδυτές την ευκολία να ξέρουν τι και πού μπορούν να επενδύσουν. «Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. δεν θέλει να εκπλήξει. Το πρόγραμμά μας θα είναι γνωστό», κατέληξε ο υπουργός.

Ελληνικό, Eldorado

Από εκεί και πέρα ο υπουργός ρωτήθηκε γιατί να έρθει κάποιος επενδυτής στην Ελλάδα όταν βλέπει την περιπέτεια της Eldorado Gold και την καθυστέρηση στο Ελληνικό. Ο υπουργός παρέπεμψε στο πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων δίνοντας ως παράδειγμα τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης, το χώρο της ενέργειας και τα περιφερειακά αεροδρόμια, την επέκταση της σύμβασης για το Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών «Ελ Βενιζέλος» κ.ά.

Επί της ουσίας σε ό,τι αφορά στην Eldorado είπε χωρίς να αναφερθεί σε λεπτομέρειες ότι η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κράτος όπου ισχύουν νόμοι που προστατεύουν το περιβάλλον και πρέπει όλοι να τους σέβονται.

Για το Ελληνικό τόνισε ότι ήταν απαραίτητο πριν προχωρήσει η επένδυση να επανεξεταστούν οι περιβαλλοντικοί όροι και οι όροι χρήσης γης, κάτι που ήταν απαραίτητο σε μια τόσο μεγάλη επένδυση.

Ο κ. Τσακαλώτος ανέφερε επίσης ως πρόκριμα επενδύσεων και τη συμφωνία των Πρεσπών για τη FYROM αφού, όπως είπε, θα καταστήσει τη Θεσσαλονίκη κόμβο για όλα τα Βαλκάνια ανοίγοντας ευκαιρίες για επενδύσεις από τους ενδιαφερομένους.

Σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση βρέθηκε όταν ρωτήθηκε για την κατάσταση των τραπεζών και τη δυνατότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. «Καταλαβαίνω ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για σας είναι η χρηματοδότηση των τραπεζών», είπε παραπέμποντας σε συμφωνίες με την ΕΤΕπ, στην ανακατεύθυνση κοινοτικών κονδυλίων και τις συνεταιριστικές τράπεζες που μπορούν να υποκαταστήσουν τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες σε τοπικό επίπεδο.

Για τις μεγάλες εμπορικές τράπεζες και τη μείωση των «κόκκινων» δανείων είπε ότι γίνονται προσπάθειες, υπάρχουν εργαλεία όπως ο εξωδικαστικός και ο νόμος Κατσέλη-Σταθάκη αλλά η ομαλότητα θα χρειαστεί χρόνο

Από το 2019 και εάν στις αγορές

Στο κρίσιμο ερώτημα για την επιστροφή στις αγορές ο υπουργός Οικονομικών παρέπεμψε στην ουσία για το 2019 όταν, όπως είπε, ο ΟΔΔΗΧ θα εκδώσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο δανεισμού.

Σχετικά με τη χρήση του αποθέματος ρευστότητας των 24 δισ. ευρώ είπε ότι δεν είναι το υποκατάστατο της εξόδου στις αγορές αλλά το μέσο που θα διευκολύνει μια έξοδο με καλύτερους όρους για την Ελλάδα. Πολλές οι ερωτήσεις του κοινού και για το θέμα της μη εφαρμογής των περικοπών των συντάξεων από το 2019 που έχει ανοίξει εδώ και καιρό η κυβέρνηση.

Ο υπουργός επανέλαβε ότι για την ελληνική πλευρά το θέμα δεν είναι διαρθρωτικό. Οπως είπε, η περικοπή της προσωπικής διαφοράς σε παλιές συντάξεις δεν θα έχει καμία επίδραση μακροπρόθεσμα αφού η δαπάνη των συντάξεων θα βαίνει μειούμενη και το 2020 και το 2030 και το 2040. Με αυτό το δεδομένο τόνισε ότι ούτε και το ΔΝΤ φαίνεται να επιμένει στο ότι το μέτρο είναι διαρθρωτικό.

[ΠΗΓΗ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ, του Τάσου Δασόπουλου, 21/9/2019]

ΣΥΡΡΙΚΝΩΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Η δεκαετής κρίση οδήγησε σε σημαντική συρρίκνωση της οικονομίας με την ύφεση να επικρατεί για αρκετά χρόνια και σε απώλεια του εισοδήματος με άμεσες συνέπειες στην αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Για την ανάκτηση του “χαμένου εδάφους” και την επιστροφή σε επίπεδα προ-κρίσης θα απαιτηθούν αρκετά χρόνια και υπό την προϋπόθεση ότι θα ολοκληρωθούν οι μεταρρυθμίσεις για τις οποίες έχουμε δεσμευτεί.

Η βελτίωση της απόδοσης συγκεκριμένων δεικτών της οικονομίας είναι προφανώς καλοδεχούμενη αλλά θα πρέπει να αναλύσουμε την προέλευση της βελτίωσης και κατά πόσο αυτή είναι πραγματική. Συγκεκριμένα, παρατηρείται και συζητούμε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας η οποία όμως δεν προέρχεται από ανάλογη αύξηση του επιπέδου παραγωγής αλλά από σημαντική μείωση του μισθολογικού κόστους. Το επίπεδο μισθών παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, δημιουργώντας επιπλοκές στην εγχώρια κατανάλωση και αφήνοντας μελανά αποτυπώματα στον κοινωνικό ιστό. Από την άλλη πλευρά, όταν παρατηρείται αύξηση του μισθολογικού κόστους αυτή δεν μεταφέρεται στο πραγματικό εισόδημα αλλά αφορά αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνει τις επιχειρήσεις (και συνεπώς βλάπτει την ανταγωνιστικότητα).

Αντίστοιχη είναι η κατάσταση στους δείκτες της ανεργίας που ενώ γίνεται λόγος για μείωση, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι ευέλικτες μορφές εργασίας και η μερική απασχόληση κυριαρχούν στην αγορά εργασίας. Είναι σαφές ότι η μείωση της ανεργίας είναι θετική εξέλιξη για την οικονομία -ειδικά όταν αυτή είναι σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα- αλλά το πραγματικό όφελος είναι περιορισμένο. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι υπάρχει σημαντική μείωση του ποσοστού των εργαζομένων με απολαβές μεταξύ 900-1.300 ευρώ και μετατόπιση τους στην κλίμακα των 700 – 899 ευρώ.

Η παραγωγή της χώρας έχει μειωθεί σημαντικά και οποιαδήποτε συζήτηση για έξοδο από την κρίση είναι ανεδαφική. Η χώρα μας έχει ολοκληρώσει το τρίτο πρόγραμμα προσαρμογής. Δεν έχει βγει από την κρίση. Το ευμετάβλητο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον (αναταράξεις σε Ιταλία και Τουρκία) δυσχεραίνει την πορεία της χώρας στη μεταμνημονιακή εποχή και οικονομικές πολιτικές που θα εξυπηρετούν μικροπολιτικές σκοπιμότητες θα μας ξαναγυρίσουν πίσω.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, του Κωνσταντίνου Μουτσιάνα, Senior Lecturer στην Τραπεζική Χρηματοοικονομική, Coventry University London και Διευθυντή του MSc Global Financial Trading, 17/9/2018]

ΣΧΟΙΝΑΣ: ΝΑ ΜΑΣ ΑΦΗΣΟΥΝ ΟΙ “ΠΗΓΕΣ” ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΜΑΣ

Στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ φιλοξενήθηκε ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μαργαρίτης Σχοινάς, ο οποίος σε ερώτηση αναφορικά με το ζήτημα που προέκυψε με τις συντάξεις και τις ευρωπαϊκές πηγές που έκαναν λόγο για συμφωνία με τους θεσμούς έστειλε σαφές μήνυμα.

Αναλυτικά, όπως μεταδίδει το skai.gr, ο κ. Σχοινάς σημείωσε: “Το κλειδί της ελληνικής εξόδου από το μνημόνιο είναι η συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου το οποίο περιλαμβάνει ένα πλέγμα δεσμεύσεων. Ο δικός μας ρόλος ως Κομισιόν, που δεν είμαστε δανειστές της χώρας αλλά εγγυητές της συγκεκριμένης συμφωνίας. Για αυτό και δηλώσαμε πως τα συμφωνηθέντα πρέπει να τηρούνται. Επειδή όμως η Ελλάδα βγήκε από τα μνημόνια είναι σε μία διαδικασία διαλόγου για την διαμόρφωση του προϋπολογισμού της με τους θεσμούς. Αυτή η συζήτηση θα συνεχιστεί και θα ελέγξουμε τα περιθώρια και πλεονάσματα. Να τηρηθούν τα συμφωνημένα και θα συζητήσουμε. Παρακαλώ τις όποιες πηγές να μας αφήσουν να κάνουμε την δουλειά μας”.

Αναφερόμενος στην πορεία της Ελλάδας από το 2015 μέχρι και σήμερα ο Μαργαρίτης Σχοινάς υπογράμμισε πως ήταν μία εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση την οποία δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να ξαναζήσει. Αναλυτικά ο κ. Σχοινάς τόνισε: “Η Ελλάδα είναι όντως μία ιστορία επιτυχίας ειδικά εάν σκεφθεί κανείς το σημείο αφετηρίας στο οποίο βρέθηκε από το 2009 και μετά, μετά την εκκίνηση της κρίσης.

Το ζητούμενο για το μέλλον της χώρας είναι πως μέσα από την περιπέτεια μάθαμε και αλλάξαμε. Μπορούμε να φτιάξουμε μία οικονομία που θα γεννά ευκαιρίες και όχι χρέη, ένα κράτος χωρίς πατρωνία που τόσο μας κόστισαν. Τα ελληνικά προγράμματα θεωρούνταν από πολλούς η τελευταία ευκαιρία να γίνει η Ελλάδα σύγχρονο κράτος. Οφείλουμε να βελτιώσουμε το οικονομικό κλίμα, να εξυγιάνουμε περαιτέρω το τραπεζικό σύστημα και να μην ξεχάσουμε τους ευάλωτους Έλληνες”.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, 15/9/2018]

ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

Στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Jean-Claude Juncker, έναν από τους πιο έμπειρους και αφοσιωμένους Ευρωπαίους πολιτικούς, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τη διαρκή και έμπρακτη στήριξή του στην Ελλάδα, σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς κρίσης.

Ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία, με υψηλά ποσοστά της τάξης του 62%, απέρριπτε, υποτίθεται, το σχέδιό του, με το δημοψήφισμα που οργανώθηκε εν είδει μοχλού πολιτικής στήριξης της κυβέρνησης, στοχοποιώντας τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ως τον εκπρόσωπο των ανάλγητων Ευρωπαίων εταίρων, ο κ. Junker έδειξε κατανόηση. Και επέμεινε, εντέλει πείθοντας τους ηγέτες των μεγάλων Κρατών- Μελών, να μην υιοθετηθεί το «σχέδιο εξόδου» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – ύψους 50 δις Ευρώ ―, αλλά το κατά περίπου 35 δις Ευρώ ακριβότερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Επρόκειτο για το 3ο στη σειρά Μνημόνιο, το οποίο περιέλαβε τη συνέχιση του συνόλου σχεδόν των ημιτελών από το 2ο Πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, με την τύχη του πολιτικού χρόνου που είχε στη διάθεσή της, προχώρησε ακόμη περισσότερο και σχεδόν αποκλειστικά στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, που, βέβαια, χρειάζονταν εκ νέου, μετά την εγκατάλειψη και άδοξη κατάληξη του 2ου Προγράμματος και τον εξ αυτού και δημοσιονομικό εκτροχιασμό του πρώτου εννεαμήνου του 2015. Και σ’ αυτήν την κατεύθυνση η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε με ευκολία, λόγω της εκ των πραγμάτων συνάφειας μιας πολιτικής εντατικής φορολόγησης με το «ιδεολογικό αιώρημα», που διακατέχει τα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης. Αλλά και με επιτάχυνση και εντέλει αποτελεσματικά, με «υπεραποδόσεις», σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στη σημαντική αύξηση των δημοσίων εσόδων, αξιοποιώντας τα θεσμικά «εργαλεία», που είχαν εδραιωθεί με τα προηγούμενα Προγράμματα, παρά την τότε μαχητική αντίθεση της αντιπολίτευσης και νυν κυβέρνησης.

Ενώ, πάντα η παρούσα κυβέρνηση, προσπάθησε συστηματικά, σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικής για τη διαθεσιμότητα κοινωνικών αγαθών, δηλαδή στην υγεία, την ασφάλεια και την παιδεία, να ελαχιστοποιεί – ή και να καταβάλλει με χωρίς προηγούμενο καθυστέρηση – τις λεγόμενες δαπάνες σε τρίτους. Που, ναι μεν αντιστοιχούν σε (πολύ) μικρό μέρος του ετήσιου προϋπ/σμού των υπουργείων και ευρύτερα του δημόσιου τομέα – λόγω του απαγορευτικά μεγάλου ποσοστού που καταλαμβάνει το μισθολογικό κόστος -, αλλά από την άλλη αφορούν σε έργο και εργασίες κρίσιμες για τη μέχρι σήμερα στοιχειώδη, ήδη πολύ χαμηλή, επιχειρησιακή επάρκεια των εν λόγω φορέων. Εξού και τα φαινόμενα υποχώρησης της αποτελεσματικότητας των δομών και των μηχανισμών διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής ειρήνης, της υγείας και της εκπαίδευσης – λιγότερο άμεσα φανερό στην τελευταία λόγω των φύσει μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στο πεδίο.

Είναι φαεινότερον του ηλίου, ότι η απόσταση μεταξύ των πολιτικών προθέσεων, όπως αυτές εν μέρει αποτυπώθηκαν με δείκτες και προαπαιτούμενα στα εκάστοτε «Προγράμματα Προσαρμογής & Μεταρρυθμίσεων», και της εντέλει αποτελεσματικότητάς τους, υπήρξε μειούμενη στο διάστημα από το 2010 έως και το 2014, ενώ απογειώθηκε ξανά κατά το 3ο και τελευταίο Πρόγραμμα. Με μοναδική εξαίρεση το πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, που έτσι κι αλλιώς επιτεύχθηκε και καθ’ υπερβολήν, με μιαν εύθραυστη ισορροπία εσόδων και δαπανών του δημοσίου και με την εξίσου καθ’ υπερβολήν επιβάρυνση της οικονομίας. Αφού, η ισορροπία αυτή δεν ήλθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής έστω αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτίων της κρίσης. Δηλαδή ως αποτέλεσμα αντίστοιχης προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, με επιτεύγματα στο πεδίο των μη δημοσιονομικών στόχων και προαπαιτούμενων του Προγράμματος (όλοι σχεδόν μάθαμε για τα “prior actions”!).

Ακριβώς γιατί τα αποτελέσματα απέχουν πολύ από τις προθέσεις και τους προγραμματικούς στόχους, έχοντας αφήσει τα δύσκολα για τη διετία 2019-2020, θα περίμενε κανείς, αν όχι από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, τουλάχιστον από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, μεγαλύτερη ευαισθησία. Που θα αποτυπώνονταν σε δηλώσεις με «καθαρά μηνύματα» προς την ελληνική κοινωνία. Ότι δηλαδή, ενώ πράγματι φθάσαμε στην κατάληξη του Προγράμματος και αυτό συνιστά «κατάκτηση» του ελληνικού λαού, λόγω ακριβώς των άδικα και παράλογα αυξημένων θυσιών στις οποίες υπεβλήθη, ταυτόχρονα ο λαός αυτός πρέπει να αντιληφθεί ότι θα χρειασθούν ακόμη σημαντικές αλλαγές, «ξεβόλεμα», αρκετών ακόμη «ομάδων», έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ευημερία των επόμενων γενεών.

Με λίγα λόγια, πραγματικά προβληματίζει, όντας κατώτερη των περιστάσεων η δήθεν κολακευτική για τον («χαϊδεύοντας τα αυτιά» του) ελληνικό λαό δήλωση του φιλέλληνα Προέδρου της Επιτροπής. Ότι«… μετά την 20η Αυγούστου, η Ελλάδα θα βγει από ένα οκταετές πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, όντας πλέον ικανή να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (χωρίς τη βοήθεια άλλων Ευρωπαϊκών κρατών), διασφαλίζοντας τη θέση της στην καρδιά της Ευρωζώνης και της Ένωσης». Ενώ γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει για μέγιστο διάστημα 12-18 μηνών, εφόσον δεν προχωρήσουν και μάλιστα γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και στον δημόσιο τομέα, την υγεία, την παιδεία και – εκ νέου – την ασφάλιση. Τί, άραγε, θα του στοίχιζε εάν προσέθετε μια φράση, και συγκεκριμένα ότι αυτό θα είναι «βιώσιμο», μόνον εφόσον γίνουν οι καθυστερημένες («καταραμένες») μεταρρυθμίσεις;

Και έτσι, δυστυχώς για την εικόνα των θεσμών αυτών, απέναντι κυρίως στα υποσχόμενα – για ενδεχόμενη διέξοδο – τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και σε βάρος της αναγκαίας ευαισθητοποίησης της κοινωνίας αυτής, ο Πρόεδρος της ΕΕ διαψεύσθηκε τραγικά, σχεδόν «πριν αλέκτων λαλήσαι τρις!». Η τραγική καταστροφή με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Αττική, που μας προετοιμάζουν για επαναλαμβανόμενα παρόμοια φαινόμενα φυσικών καταστροφών, καθιστούν πλήρως εμφανή τη δυσβάσταχτη ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών να εκτελέσουν. Με αποτελέσματα εξόφθαλμα και όχι διάχυτα και μακροπρόθεσμα, όπως σε άλλα πεδία.

Βασικό «μάθημα» για την όποια «επανεκκίνηση»: θα πρέπει εντέλει και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί να επανεξετάσουν τη στάση τους αλλά και τη συνέπεια των πολιτικών τους, σε όλα τα επίπεδα, από τους οιονεί αιρετούς Επιτρόπους έως τη γραφειοκρατία τους. Βοηθώντας ταυτόχρονα το ελληνικό πολιτικό προσωπικό και εντέλει τον ελληνικό λαό.

Το άρθρο συνυπογράφεται από τον Δρ. Νικήτα Καστή, [Εμπειρογνώμων Ευρωπαϊκής Πολιτικής] και τον Δρ. Αντώνη Ζαΐρη, μέλος της Ένωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ)

[Φωτό: YVES HERMAN VIA GETTY IMAGES]

[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr, του Αντώνη Ζαΐρη, Δρα Οικονομικής Κοινωνιολογίας, Μέλος της Ενωσης Αμερικάνων Οικονομολόγων (ΑΕΑ) – Αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, 27/82018]