Είναι θετικό ότι αναζωπυρώθηκε ο διάλογος κι ο προβληματισμός στην Ευρώπη για τις ορυκτές πρώτες ύλες. Η πρόσφατη ρύθμιση της ΕΕ – αν και περιορισμένη απλώς στις στρατηγικές και στις κρίσιμες – αποτελεί ένα θετικό βηματάκι προς τα εμπρός, αλλά κι αυτό κινδυνεύει να μείνει μετέωρο, αν δεν υποστηριχθεί σοβαρά.
Οι πρόσφατες αρνητικές εμπειρίες με το φυσικό αέριο και το γάλλιο δεν φαίνεται να αξιοποιήθηκαν όσο έπρεπε. Η δε θέση της χώρας μας σε αυτό το γεωπολιτικό γίγνεσθαι παραμένει ερωτηματικό, παρά τις κατά καιρούς διακηρύξεις για αξιοποίηση των εγχώριων ορυκτών πόρων. Είναι σκόπιμο επομένως να φωτισθούν ορισμένα (γνωστά εν πολλοίς) πράγματα από διάφορες γωνίες:
Συγκριτικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα
Οι παραγωγικές δραστηριότητες θα πρέπει να αναπτυχθούν στους τομείς που μια χώρα διαθέτει συγκριτικό πλεονέκτημα και μπορεί να το καλλιεργήσει και να το αξιοποιήσει. Είναι απαραίτητο να οραματιζόμαστε την πρόοδο και να βλέπουμε τον εαυτό μας μετά από 10-20-30 χρόνια. Αλλά αυτό προϋποθέτει ότι ως κοινωνία θα καταλήξουμε μέσα από σοβαρό διάλογο, όχι στο τι δεν θέλουμε ή τι ιδεατά θα θέλαμε, αλλά στο τι ρεαλιστικά μπορούμε, πώς και πότε.
Η μεταλλευτική δραστηριότητα αποτελεί σαφώς περιοχή δυνητικού ανταγωνιστικού μας πλεονεκτήματος. Διαθέτουμε (και εμπορικά εκμεταλλεύσιμους) ορυκτούς πόρους, μακρά μεταλλευτική παράδοση, εμπειρία και τεχνογνωσία, αλλά σε φθίνουσα πορεία και εν μέρει απαξιωμένη. Κατά καιρούς κάποιοι αποτιμούν την «αξία» των (γνωστών) ορυκτών μας πόρων σε 20 ή 30 ή 50 δις Ευρώ ή κάτι ανάλογο. Προφανώς αυτό δεν ισχύει. Ορυκτός πόρος που παραμένει ανεκμετάλλευτος στο υπέδαφος δεν έχει ΚΑΜΜΙΑ απολύτως αξία και δεν αποτελεί ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, η δε «αξία» των μεταλλευτικών πόρων μεταβάλλεται διαχρονικά.
Περιφερειακή ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή
Σύμφωνα με την απογραφή του 2021, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μας ( ̴70 %) ζει πλέον στα αστικά κέντρα. Εκτός των άλλων, ο αστικός πληθυσμός χρειάζεται να καταναλώνει φυσικούς πόρους. Οι πόροι όμως βρίσκονται στην περιφέρεια, αφού την χωροταξία τους την όρισε η φύση. Επιπλέον, ο μισός πληθυσμός είναι συγκεντρωμένος στο 4 % της επικράτειας και το 80 % στο 25 %. Έτσι, η πλειοψηφία του πληθυσμού εμφανίζεται να ασκεί πίεση στην μειοψηφία των τοπικών κοινωνιών για αξιοποίηση και χρήση των πόρων που βρίσκονται στην επικράτειά τους.
Αυτό βέβαια, αντί για αιτία αντιπαράθεσης, θα μπορούσε να είναι μια μοναδική ευκαιρία περιφερειακής ανάπτυξης υπό την αιγίδα του κράτους και την συναίνεση της κοινωνίας. Αναφερόμαστε φυσικά στη βιώσιμη ανάπτυξη, ισορροπώντας στους τρεις πυλώνες: την οικονομική ανάπτυξη, την περιβαλλοντική μέριμνα και την κοινωνική πρόοδο.
Η περιφερειακή ανάπτυξη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την συγκράτηση του πληθυσμού στην ύπαιθρο, το δυνάμωμα της τοπικής οικονομίας, την ενίσχυση του κοινωνικού ιστού, την ορθότερη κατανομή του εισοδήματος και τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής. Η εξορυκτική/μεταλλευτική δραστηριότητα είναι κατεξοχήν περιφερειακή. Είναι εκ των πραγμάτων «καταδικασμένη» να βρίσκεται πάντοτε στην περιφέρεια και συνεπώς να στηρίζει την περιφερειακή ανάπτυξη και τις τοπικές κοινωνίες.
Η συνεισφορά της εξορυκτικής βιομηχανίας στο ΑΕΠ παραμένει σταθερά στο 3 %, ενώ είναι σημαντική στον τομέα των εξαγωγών, καθώς και της προστιθέμενης αξίας και της απασχόλησης στην περιφέρεια. Οι δε ορυκτές πρώτες ύλες περικλείουν τη δυνατότητα υψηλού βαθμού αξιοποίησης από την κοινωνία. Μπορούν να συνεχίσουν να ενσωματώνονται σε νέες παραγωγικές διαδικασίες και καθετοποιημένα προϊόντα, επεκτείνοντας την αλυσίδα προστιθέμενης αξίας, στηρίζοντας άλλους κλάδους και προωθώντας περαιτέρω την οικονομική δραστηριότητα. Ακόμη κι όταν ολοκληρώσουν τον πρώτο κύκλο ζωής τους, αυτός μπορεί να επαναληφθεί μέσω της ανακύκλωσης, πολλαπλασιάζοντας έτσι το βαθμό κοινωνικής αξιοποίησης, μέσω της κυκλικής οικονομίας.
Ισόρροπη ανάπτυξη, συνύπαρξη και μονοκαλλιέργειες
Είναι γεγονός ότι η χώρα μας διαθέτει πολυάριθμα κατακερματισμένα μικρο-περιβάλλοντα, που καθιστούν δύσκολη την επιλογή πολλαπλών δραστηριοτήτων τοπικά, ενώ οδηγούν σε διαμάχες για τις χρήσεις γης. Το αναπτυξιακό μοντέλο της χώρας μας θεωρούσε και θεωρεί σαν «βαριά βιομηχανία» και ατμομηχανή της οικονομίας μας τον τουρισμό, που σε αρκετές περιοχές επισκίασε κάθε (διάθεση για) άλλη (παραγωγική) δραστηριότητα.
Προφανώς, όσο περισσότερες εναλλακτικές δραστηριότητες υπάρχουν και αναπτύσσονται, τόσο πιο ισχυρή θα είναι η οικονομία και οι τοπικές κοινωνίες στις αλλαγές που διαρκώς συντελούνται. Αυτό συνεπάγεται ανάγκη αξιοποίησης όλων των πόρων που έχουμε την ευλογία να διαθέτουμε: και των ορυκτών-φυσικών και των ιστορικών και των πολιτισμικών και όποιων άλλων θεωρηθούν βιώσιμα αξιοποιήσιμοι.
Η μεγαλύτερη ίσως αναπτυξιακή παγίδα, είναι η μονοκαλλιέργεια δραστηριοτήτων. Σαφώς η εξόρυξη/μεταλλεία μπορούν και πρέπει να συνεισφέρουν αποφασιστικά σαν δραστηριότητες. Μαζί με τον ποιοτικό τουρισμό, την ανταγωνιστική φιλοπεριβαλλοντική γεωργία, την μη εκτατική κτηνοτροφία, την λελογισμένη αλιεία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, τη ναυτιλία. Η εξορυκτική βιομηχανία γνωρίζει τον κίνδυνο της μονοκαλλιέργειας και υποστήριζε πάντοτε την ισόρροπη και βιώσιμη συν-ύπαρξη δραστηριοτήτων. Συνυπάρχοντας η ίδια μαζί τους σήμερα, ακόμη και με τον τουρισμό. Πολλά τα παραδείγματα, στην Κρήτη, στη Θάσο, στα Γιάννενα, στη Μήλο, στην Κίμωλο, στην Χαλκιδική, στην Εύβοια, στη Ζάκυνθο.
Οφείλουμε να εξορύξουμε
Το 20 % των ανθρώπων του πλανήτη καταναλώνει το 80 % των πόρων. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ανεπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα η Ευρώπη (με φωτεινή εξαίρεση τις Σκανδιναβικές χώρες) απαξίωσε την εξορυκτική βιομηχανία και μετέφερε βιομηχανικές και εξορυκτικές δραστηριότητες σε αναπτυσσόμενες χώρες. Όχι μόνον για λόγους κόστους, αλλά και για υποτιθέμενους περιβαλλοντικούς, εξοβελίζοντας δραστηριότητες που θεωρούσε ρυπογόνες και τις οποίες οι κοινωνίες δεν επιθυμούσαν. Βέβαια οι χώρες στις οποίες μεταφέρθηκαν οι δραστηριότητες αυτές, κυνηγούν την ανάπτυξη και διεκδικούν όψιμα το δικό τους μερίδιο στην παγκόσμια ρύπανση, ακολουθώντας το πρότερο παράδειγμα των ανεπτυγμένων. Συνακόλουθα έχουν πιο χαλαρές περιβαλλοντικές ανησυχίες, με αποτέλεσμα η ιδιότυπη αυτή εξαγωγή ρύπανσης της Ευρώπης, να αφήνει τελικά μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα στον πλανήτη.
Παράλληλα, μπήκαν υπερφιλόδοξοι στόχοι για decarbonisation, ΑΠΕ, πράσινες τεχνολογίες. Όμως η ανάπτυξη και η κατανάλωση συνεχίζουν, απαιτώντας περισσότερες πρώτες ύλες, παρά την ανακύκλωση. Επιπλέον, δεν φαίνεται να έχουν ληφθεί διεξοδικά υπόψη ο χρόνος, τα μεγέθη και οι ανάγκες σε πρώτες ύλες που θα στηρίξουν την πράσινη μετάβαση. Οι ΑΠΕ και η ηλεκτροκίνηση που θα υποκαταστήσουν τους ορυκτούς υδρογονάνθρακες, απαιτούν σε μεγάλους όγκους ορυκτές πρώτες ύλες, ορισμένες μάλιστα σπάνιες. Ακόμη χειρότερα, η εξάρτηση από πρώτες ύλες προερχόμενες κυρίως από χώρες ασταθούς γεωπολιτικού περιβάλλοντος και διαφορετικών πολιτικών και πολιτισμικών αξιών, εγείρει ερωτηματικά και κινδύνους.
Με άλλα λόγια, το μοντέλο της ανάπτυξης και της κατανάλωσης, χωρίς εγχώρια εξόρυξη και παραγωγή, με χρήση πόρων από άλλες χώρες και εξαγωγή ρύπανσης, δεν μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμο. Απαιτείται να παράγουμε μείζον μέρος των πρώτων υλών που χρειαζόμαστε με βάση το δικό μας (ευρωπαϊκό) μοντέλο ανάπτυξης. Κι εδώ είναι που η χώρα μας μπορεί να έχει σημαντική συνεισφορά.
Να το παραπέμψουμε στο μέλλον;
Είναι προφανές ότι θα πρέπει να επιδιωχθεί η μεγιστοποίηση της ζωής των κοιτασμάτων ορυκτών πρώτων υλών, αλλά και του οφέλους από την εκμετάλλευσή τους, σε βάθος χρόνου. Αυτό συνεπάγεται και ότι η εκμετάλλευσή τους πρέπει να πραγματοποιηθεί κύρια σε χρόνο που η αξία τους είναι μεγάλη. Αναβολές στο αόριστο μέλλον για την εκμετάλλευση των ορυκτών πόρων μπορεί να αποδειχθούν ζημιογόνες ή και μοιραίες. Στο μέλλον οι συνθήκες θα είναι διαφορετικές, οι τιμές πιθανόν χαμηλότερες, θα ανακαλυφθούν άλλα κοιτάσματα, θα βρεθούν υποκατάστατα, οι ανάγκες μας ίσως ικανοποιούνται διαφορετικά, η γεωπολιτική ισορροπία θα έχει αλλάξει. Οι ορυκτοί υδρογονάνθρακές μας π.χ., πρέπει να αξιοποιηθούν σύντομα, διαφορετικά θα φθάσουμε στην εποχή της κατάργησής τους χωρίς να έχουμε ωφεληθεί τίποτε.
Σκόπιμο επίσης θα ήταν μέρος της προσόδου από την εκμετάλλευσή των ορυκτών πόρων, να κατευθύνεται όχι μόνον στην έρευνα για εξεύρεση νέων κοιτασμάτων, αλλά και εναλλακτικών υλικών και υποκατάστατων, ως παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές.
Συνταγματική επιταγή
Ας μην ξεχνάμε: Η ισόρροπη ανάπτυξη των τομέων της εθνικής οικονομίας και η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων με στόχο την περιφερειακή ανάπτυξη, περιγράφεται ξεκάθαρα στο Άρθρο 106 / §1 του Συντάγματος.
* O κ Μανώλης Τσοντάκης είναι Σύμβουλος Επιχειρήσεων της STRANAR (sme.gr)
[ΠΗΓΗ: https://ptolemaidanews.gr/, του Μανώλη Τσοντάκη*, από https://energypress.gr/, 11/4/2024]