ΣΥΓΚΡΑΤΗΜΕΝΗ Η ΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΟΡΥΚΤΑ ΣΤΟ Α’ ΕΞΑΜΗΝΟ 2023

Αύξηση πωλήσεων, παραγωγής και εξαγωγών καταδεικνύουν τα στοιχεία για το 2022 – Τους πρωταγωνιστές του εξορυκτικού κλάδου της Ελλάδας σε παραγωγή και εξαγωγές καταγράφει η συγκριτική μελέτη του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων κατά την περίοδο 1992-2022

ΑΠΟ ΤΑ 27 εξεταζόμενα ορυκτά, τα 6 με τις συνολικά μεγαλύτερες τιμές παραγωγών είναι τα νικελιούχα σιδηρομεταλλεύματα, ο αμίαντος, ο βωξίτης, τα μάρμαρα, τα ασβεστολιθικά αδρανή και ο λιγνίτης. Να σημειωθεί ότι πριν από το 1999 απαγορεύτηκε η παραγωγή και χρήση του αμίαντου. Τα 6 με τις μεγαλύτερες εξαγωγές από το 1992-2022 είναι τα μικτά θειούχα συμπυκνώματα, ο μπετονίτης, η αλουμίνα, το αλουμίνιο, το νικέλιο και τα μάρμαρα όγκοι.

Στο μεταξύ, αβεβαιότητα και συγκρατημένη ζήτηση επικρατεί κατά το 2023, παρά το γεγονός ότι ο κλάδος έχει δείξει ανθεκτικότητα στις μεγάλες αυξήσεις κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, όπως και στις ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα.

Στο α’ εξάμηνο 2023 μια αυξητική τάση στα αδρανή δείχνει σημεία κόπωσης. Στα βιομηχανικά ορυκτά η εικόνα είναι επίσης μικτή, με ορισμένους κλάδους να βρίσκονται στα επίπεδα του 2022 και άλλους να έχουν αύξηση μέχρι και 25% σε πωλήσεις.

Τέλος, στα μάρμαρα η εικόνα επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την πτώση της ζήτησης στην αγορά της Κίνας. Ειδικά για τα μάρμαρα, οι αγορές-στόχοι οι οποίες προβλέπεται να έχουν το μεγαλύτερο αγοραστικό ενδιαφέρον για κατεργασμένο μάρμαρο (πλάκες, πλακίδια) για τη διετία 2023 – 2025 είναι οι ΗΠΑ, οι χώρες του Αραβικού Κόλπου, με έμφαση στη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα, με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης 10%- 15%. Παράλληλα, αγορές-στόχοι για ογκομάρμαρα συνεχίζουν να αποτελούν οι Ινδία. Αλγερία, Αίγυπτος και Τυνησία αλλά και η Κίνα, των οποίων η ανάπτυξη υπολογίζεται σε 12% ετησίως για την επόμενη διετία. Στον τομέα του ανθρακικού ασβεστίου μειώνεται συνέχεια η ζήτηση στη βιομηχανία χάρτου, αυξάνεται σε κτηνοτροφία, γεωργία, πολυμερή, χημική βιομηχανία, καλλυντικά και για το 2023 αναμένεται σχετική μείωση αποτελεσμάτων. Στην ποζολάνη όλη η παραγωγή κατευθύνθηκε προς την ελληνική τσιμεντοβιομηχανία. Στα ασβεστολιθικά αδρανή η αύξηση κόστους ενέργειας και πρώτων υλών, οι έντονες πληθωριστικές τάσεις, οι μεγάλες αυξήσεις τιμών στα οικοδομικά υλικά επιβραδύνουν την αρχική δυναμική. Το 2023 η μεγάλη καθυστέρηση στο ξεκίνημα των δημοσίων έργων και η διατήρηση προβλημάτων από το 2022 θα διαφοροποιήσουν ελάχιστα τα αποτελέσματα έναντι του 2022.

Για την κίσσηρη το 2022 έκλεισε με σημαντική αύξηση κύκλου εργασιών. Το 2023 αναμένεται ίδιο με το 2022. Στον ατταπουλγίτη παρατηρείται σημαντική αύξηση παραγωγής πρώτης ύλης λόγω των καλών προοπτικών που διαγράφονται στη διεθνή αγορά για το προϊόν αυτό. Αναμένεται το 2023 αύξηση όγκων στις πωλήσεις 18% και κύκλου εργασιών 20%.

Στον χαλαζία καταγράφεται μεγάλη ζήτηση επεξεργασμένου υλικού, 98% καθαρότητας, για μεταλλουργική παραγωγή πυριτίου και εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας.

Στο λιγνίτη για το 2023 δεν είναι εύκολες οι προβλέψεις. Φαίνεται ότι τα παραγωγικά μεγέθη θα κινηθούν στα επίπεδα του 2022. Λειτουργεί η νέα μονάδα του ΑΗΣ Πτολεμαΐδας. Στον γύψο καταγράφεται αύξηση ζήτησης, αύξηση ημών, αύξηση οικοδομικής δραστηριότητας.

Στο νικέλιο υπάρχει σταθεροποίηση ημών στη διεθνή αγορά περί τα 22.000 δολάρια/τόνο. Αυξάνεται η χρήση νικελίου για κατασκευή μπαταριών.

Στον χουνίντη-υδρομαγνησίτη το 2022 παρουσίασε σημαντικότατη αύξηση στις πωλήσεις επεξεργασμένων τελικών προϊόντων λόγω αυξημένης ζήτησης. Το 2023 αναμένεται ανάκαμψη στο σύνολο των προϊόντων.

Στις πυρίμαχες μάζες αναμένεται υψηλό κόστος παραγωγής και συγκρατημένη ζήτηση. Αβεβαιότητα επικρατεί στην αγορά βωξίτη, αλουμινίου, αλουμίνας.

Πορεία το 2022

Το 2022 ο τελικός απολογισμός δείχνει αύξηση της παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων του εξορυκτικού κλάδου κατά 3%, αύξηση των εσόδων κατά 12,5%, αύξηση των εξαγωγών κατά 20%. Ο ΣΜΕ τονίζει πως η αυξημένη ζήτηση το 2022 οδήγησε σε αύξηση τιμών που σε αρκετά προϊόντα κυμάνθηκαν από 15% έως 20%. Επίσης, ο Σύνδεσμος κάνει ειδική αναφορά στη στήριξη που έδωσε η παραγωγή άνω των 13 εκατομμυρίων τόνων λιγνίτη για την αποσόβηση της ενεργειακής κρίσης στη χώρα μας. Σε απόλυτα νούμερα η παραγωγή το 2022 αντιστοιχεί σε 52.453.780 τόνους εμπορεύσιμους προϊόντων, οι πωλήσεις σε 1,52 δισ. ευρώ και οι εξαγωγές σε 926 εκατ. ευρώ. Επίσης, στο 4% διαμορφώθηκε η μείωση των απασχολουμένων στον κλάδο. Το 2022 χαρακτηρίστηκε από υψηλή ζήτηση μεγάλου μέρους εξορυκτικών και μεταλλουργικών προϊόντων.

Τα μαγνησιακά προϊόντα παρουσίασαν τη μεγαλύτερη ζήτηση και τις υψηλότερες τιμές στην ιστορία τους, τα μεταλλεύματα και τα βιομηχανικά ορυκτά εμφάνισαν αυξητικές τάσεις.

Τα αδρανή ξεκίνησαν το 2022 με αυξημένη ζήτηση λόγω αναγκών εσωτερικής αγοράς.

Τα μάρμαρα, λόγω των περιοριστικών μέτρων της Κίνας για την αντιμετώπιση του Covid-19, εμφάνισαν πτώση σε όγκο πωλήσεων που αντισταθμίστηκε με αυξήσεις πωλήσεων και τιμών σε καθετοποιημένα προϊόντα.

Το τελευταίο πεντάμηνο του έτους σημειώθηκε διαφορετική εικόνα με κάμψη των τιμών μετάλλων, εξισορροπητικές τάσεις ζήτησης και τιμών στα προϊόντα του κλάδου, σταθεροποίηση της πορείας των μεταλλευμάτων, μεγάλη κάμψη θαλάσσιων ναύλων και τέλος κάμψη της ζήτησης των αδρανών υλικών. Επίσης εμφανίζονται καθοδικές τάσεις στις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.

Το οικονομικό αποτύπωμα και τα «αγκάθια

0 ΣΜΕ επισημαίνει ότι ο . εξορυκτικός κλάδος συμβάλλει σταθερά και σημαντικά στο ΑΕΠ της χώρας, είναι οδηγός περιφερειακής ανάπτυξης, με σημαντικές προοπτικές διεύρυνσης της συνεισφοράς του στην εθνική οικονομία. Ωστόσο, όπως λέει, η χαμηλή προτεραιότητα από τις αρμόδιες αρχές στην αντιμετώπιση των θεμάτων του κλάδου μεγαλώνει τον κατάλογο των ανεπίλυτων προβλημάτων και συσσωρεύει εμπόδια στην ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του.

Αναφορικά με τη συμμετοχή του κλάδου στην κυκλική οικονομία, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΜΕ, οι εταιρείες-μέλη του συνεχίζουν τις συστηματικές προσπάθειές τους στην προστασία και την αποκατάσταση του περιβάλλοντος που αποτελεί μόνιμη μέριμνά τους.

Ειδικότερα στο διάστημα 2007-2022 έχουν δαπανηθεί 222,9 εκατ. ευρώ για το περιβάλλον κι έχουν φυτευτεί 3,6 εκατομμύρια δέντρα.

[ΠΗΓΗ: ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, της Λέττας Καλαμαρά, 17/10/2023]