Η ΔΙΑΦΥΛΑΞΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΛΙΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΤΟΥ «ΟΔΙΚΟΥ ΧΑΡΤΗ» ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΑ

Σε μια σαφή προσπάθεια να προφυλάξουν το κλίμα από «κακοτοπιές» ενόψει της νέας συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Νεα Υόρκη οι υπουργοί εξωτερικών των δυο χωρών συναντήθηκαν χθες στην Άγκυρα και σε δηλώσεις (χωρίς να υπάρξουν ερωτήσεις δημοσιογράφων) πρόβαλαν την διάθεση «καλών σχέσεων» και «επίλυσης των διαφορών», επαναλαμβάνοντας τον οδικό χάρτη που είχε τεθεί στο Βίλνιους.

Οι κ.κ. Γεραπετρίτης και Φιντάν μετά την δίωρη κατ’ ιδίαν συνάντηση τους προσπάθησαν να δώσουν έμφαση στο «καλό κλίμα» και στο ευρύ πεδίο συνεργασίας που μπορεί να επενδύσουν οι δυο χώρες, όμως με πολύ διακριτικό και επιγραμματικό τρόπο αναφέρθηκαν σε μια σειρά θεμάτων που συζήτησαν, όπως το Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο, το Κυπριακό, την Λιβύη, θέματα μειονοτήτων, το μεταναστευτικό, χωρίς περισσότερες λεπτομέρειες θέλοντας βεβαίως να μην διαφανεί δημοσίως ότι η απόσταση μεταξύ των δυο χωρών στα θέματα αυτά είναι σχεδόν αβυσσαλέα.

Μετά την συνάντηση έγινε σαφές ότι παραμένει το πλαίσιο το οποίο ορίσθηκε στην συνάντηση κορυφής στο Βίλνιους, όπου πλέον τις πολιτικές επαφές -στις οποίες θα ενταχθούν και οι μέχρι τώρα διερευνητικές- θα αναλάβουν οι υφυπουργοί εξωτερικών, ενώ σε παράλληλο επίπεδο θα τρέχουν οι συνομιλίες για τα στρατιωτικά ΜΟΕ και οι συζητήσεις για την λεγόμενη θετική ατζέντα.

Ο κ. Φιντάν σε ανάρτηση του μετά την συνάντηση εκτός της προσήλωσης της Τουρκίας στην «επίλυση των διαφορών στο πνεύμα καλής γειτονίας και μέσω του εποικοδομητικού διαλόγου» τόνισε ότι οι δυο πλευρές συμφώνησαν να «υιοθετήσουν νέες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων προβλημάτων».

Αυτές οι αναφορές του κ.Φιντάν σε «νέες προσεγγίσεις» δημιουργούν σοβαρό προβληματισμό καθώς τα ελληνοτουρκικά προβλήματα έχουν παραμείνει ανεπίλυτα όχι λόγω της έλλειψης πρωτότυπων ιδεών και προσεγγίσεων αλλά για τον ένα και μοναδικό λόγο: της προσπάθειας της Τουρκίας να οδηγήσει τα προβλήματα αυτά σε επίλυση βάσει των δικών της μέτρων και σταθμών και με τρόπο που θα εξυπηρετούν τις στρατηγικές και αναθεωρητικές επιδιώξεις της .

Η υφυπουργός εξωτερικών Αλ. Παπαδοπούλου που αναλαμβάνει την ευθύνη του πολιτικού διαλόγου εκ μέρους της Ελλάδας, δεν θα έχει να αντιμετωπίσει κάτι διαφορετικό από αυτό που αντιμετώπισαν οι τουλάχιστον επτά επικεφαλής της ελληνικής διαπραγματευτικής ομάδας στις διερευνητικές επαφές και οι ακόμη περισσότεροι Έλληνες διαπραγματευτές από το 1974 και μετά.

Αντιθέτως, θα έχει να αντιμετωπίσει πολύ περισσότερα προβλήματα τα οποία προστέθηκαν από την Τουρκία σε αυτή την διεκδικητική ατζέντα τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με κορυφαία το Τουρκολιβυκό Μνημόνιο και την σύνδεση της αποστρατικοποίησης με την κυριαρχία των νησιών.

Δεν έχει γίνει ακόμη γνωστό και αυτό θα πρέπει να διευκρινισθεί άμεσα, εάν σε αυτόν τον πολιτικό διάλογο η κ. Παπαδοπούλου θα συνεπικουρείται από νέα διαπραγματευτική ομάδα διπλωματών και εμπειρογνωμόνων.

Το πρόβλημα μέχρι τώρα δεν ήταν ότι στις διερευνητικές δεν υπήρχε υψηλή εκπροσώπηση ώστε να λαμβάνει άμεσα και σε απευθείας συνεννόηση με την ανώτατη πολιτική ηγεσία αποφάσεις, αλλά ότι δεν μπόρεσαν να φθάσουν οι συνομιλίες (εκτός της γνωστής φημολογίας του 2003, όπου και πάλι όμως την υψηλή εποπτεία είχαν ο Κ. Σημίτης και ο Γ. Παπανδρέου) σε σημείο όπου απαιτήθηκε πολιτική απόφαση για να ολοκληρωθούν.

Αντιθέτως, με τη νέα μεθοδολογία δίνεται η εντύπωση ότι υιοθετείται η πάγια απαίτηση της Τουρκίας από το 1975 και εντεύθεν ότι θα πρέπει να υπάρξει πολιτική διαπραγμάτευση για τα προβλήματα του Αιγαίου και μόνον μετά από αυτήν θα μπορούσε η Άγκυρα να εξετάσει την παραπομπή στην Χάγη. Και για την διαδικασία που τώρα έχει συμφωνηθεί θα πρέπει να καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια ώστε να μην πάρει την μορφή πολιτικής διαπραγμάτευσης σε υψηλό μάλιστα επίπεδο επί όλων των θεμάτων που τίθενται στο τραπέζι από την Τουρκία.

Εάν οι εντεταλμένοι για τις διερευνητικές επαφές πρώην διπλωμάτες, ακαδημαϊκοί και εμπειρογνώμονες μπορούσαν χωρίς καμιά δέσμευση να συζητήσουν θέματα όπως το εύρος των ελληνικών χωρικών υδάτων, την έγερση «γκρίζων ζωνών» και αποστρατικοποίησης, είναι προφανές ότι δεν θα είναι χωρίς συνέπειες η διαπραγμάτευση τέτοιων θεμάτων σε υψηλό πολιτικό επίπεδο…

Η έναρξη μιας τέτοιας διαδικασίας θα οδηγούσε σε δυσχερείς καταστάσεις καθώς και ο διεθνής παράγοντας θα πιέσει δικαιολογημένα για επισημοποίηση ενός δομημένου διαλόγου επί «όλων των προβλημάτων», με την Αθήνα να πρέπει ή να εμφανισθεί ως απορριπτική ή να αποδεχθεί τη διμερή διαπραγμάτευση επί θεμάτων που άπτονται και της εθνικής κυριαρχίας.

Και θα πρέπει βεβαίως να ληφθεί υπόψη το βάσιμο ενδεχόμενο το κίνητρο  του κ. Ερντογάν σε αυτό το υποτιθέμενο άνοιγμα προς την Αθήνα να μην είναι  άλλο από το μεγάλο παζάρι με τους Αμερικανούς με αιχμή τα F16.

Η Αθήνα ορθά επιδιώκει να εκμεταλλευθεί το μομέντουμ ,να εξασφαλίσει μια περίοδο μη έντασης, κτίσιμο σχέσεων που θα δυσκολεύουν την επανάληψη των ακραίων προκλήσεων.

Αλλά αυτό με δεδομένη την ανάγνωση των νέων στρατηγικών επιλογών της Τουρκίας δεν θα πρέπει να οδηγεί σε στρεβλή κατανόηση της πραγματικότητας. Της κατανόησης του γιατί η Τουρκία ξαφνικά εμφανίζεται ως «ειρηνοποιός» στην περιοχή, γιατί επιδιώκει να δελεάσει την Δύση με το προφίλ του θεματοφύλακα του Διεθνούς Δικαίου και της Δικαιοσύνης και κυρίως της αντίληψης ότι στόχος της Τουρκίας είναι η ανάδειξη της σε περιφερειακή ηγεμονική δύναμη με αυτόνομη από την Δύση πορεία και μέσα σε αυτό το πλαίσιο βλέπει την επίλυση είτε του Κυπριακού είτε των προβλημάτων με την Ελλάδα.

Και αυτή η αντίληψη και στρατηγική δεν επιτρέπει εκ μέρους της τις μείζονες συναινέσεις που απαιτούνται, ώστε να υπάρξει ουσιαστική πρόοδος στα ελληνοτουρκικά που δεν θα οδηγεί σε διαπραγμάτευση ελληνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων.

Σε ό,τι αφορά τις δηλώσεις του ΥΠΕΞ Γ. Γεραπετρίτη «για αποστάσεις που δημιουργήθηκαν σε βάθος χρόνου και τα πάθη που κληρονομήθηκαν από γενιά σε γενιά που δεν διαγράφονται μονοκονδυλιά» πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν αποδίδουν ορθά την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση των τελευταίων τουλάχιστον 50 ετών.

Οι ελληνοτουρκικές διαφορές δεν είναι ούτε ιδεοληπτικές, ούτε απλώς έλκονται από τα πάθη της κοινής γνώμης, ούτε είναι απλώς κάποιες «αποστάσεις» που δημιουργήθηκαν στο πέρασμα των χρόνων. Είναι αποτέλεσμα της σταθερής και συνεχιζόμενης τουρκικής αμφισβήτησης και διεκδίκησης της ελληνικής κυριαρχίας και μια προσπάθειας μονομερούς ανασχεδιασμού των συνόρων και παραχάραξης της Συνθήκης της Λοζάνης…

ΥΓ. Κατανοητή η προσπάθεια αποφυγής δημόσιων αντιπαραθέσεων αλλά από ελληνικής πλευράς ήταν επιβεβλημένη η αναφορά στην ανάγκη -όχι απλώς επανάληψης των συνομιλιών για το Κυπριακό- αλλά στην επιδίωξη λύσης βάσει των αποφάσεων του ΟΗΕ για διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία.

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Νίκου Μελέτη, 6/9/2023]