ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ “ROOMS TO LET”, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ AIRBNB

Την άνοιξη του 2010, όταν τα σπρέντς εκτινάσσονταν ανεξέλεγκτα, όταν η Ελλάδα έχανε τη δανειοληπτική της ικανότητα από τις αγορές και δύο λύσεις είχε, είτε να χρεοκοπήσει ασύντακτα, με πάταγο, είτε να προσέλθει ικέτις στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, ο οποίος άρον-άρον συγκροτούνταν με τη συμμετοχή και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, την άνοιξη εκείνη, τη μοιραία -ιδίως δε μετά το αλήστου μνήμης Καστελλόριζο, απ’ όπου ο τότε πρωθυπουργός ανήγγειλε ότι “Δυστυχώς Επτωχεύσαμεν”, υπήρξαν άνθρωποι που ήθελαν να αντιλαμβάνονται την κρίση ως ευκαιρία. Υπεραισιόδοξοι; Αφελείς; Αιθεροβάμονες; Ως ένας από εκείνους, θυμάμαι πεντακάθαρα τις τότε εκτιμήσεις μας που -μολονότι διαψεύσθηκαν εν πολλοίς οικτρά- διατηρούν, πιστεύω, το ενδιαφέρον τους.

“Το ελληνικό κράτος φαλήρισε” λέγαμε. “Στέρεψε δηλαδή ο μαστός της κομματοκρατίας. Δεν θα μπορούν εφεξής οι πολιτικές παρατάξεις να ανταλλάσσουν ρουσφέτια με ψήφους, να διαφθείρουν τον ελληνικό λαό βολεύοντάς τον στο δημόσιο, εξασφαλίζοντάς του μια απατηλή ευζωία. Μια, συχνά, νωθρή καθημερινότητα, στερημένη από επαγγελματικές-δημιουργικές προκλήσεις. Οι Έλληνες πολίτες επιτέλους θα χειραφετηθούν. Θα αναλάβουν την ευθύνη του εαυτού τους!”

Είχαμε δίκιο κατά το πρώτο σκέλος. Τα κόμματα εξουσίας της Μεταπολίτευσης έχασαν πράγματι τη δεσπόζουσα θέση τους ως κλειδοκράτορες του δημοσίου. Πλατιές κοινωνικές μάζες τούς γύρισαν ακαριαία την πλάτη. Διέρρηξαν εκκωφαντικά τους δεσμούς τους με το Πασόκ και με τη Νέα Δημοκρατία. Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 αμφότερα καταποντίστηκαν, το μεν Πασόκ στο 13%, η δε Νέα Δημοκρατία στο 19%.

Στράφηκαν οι ψηφοφόροι προς καινούργια πολιτικά σχήματα, τα οποία -αποτασσόμενα την ευνοιοκρατία- επαγγέλλονταν την ανασυγκρότηση της οικονομίας και της κοινωνίας σύμφωνα με τα δεδομένα του 21ου αιώνα;

Κάθε άλλο. Πύκνωσαν -φευ!- τις γραμμές των πιό παρωχημένων ή και αποκρουστικών ιδεολογικά κομμάτων. Μετακόμισαν αθρόα στον Σύριζα, που επαγγελλόταν έναν έωλο κρατικισμό, που αναίσχυντα τούς χάιδευε τα αυτιά υποσχόμενος την ολική επαναφορά στην εποχή των παχιών αγελάδων. Γοητεύθηκαν από τις υλακές του Πάνου Καμμένου, στον οποίον έδωσαν αρχικά ένα ιλιγγιώδες 10,6% για να μπερδεύει από το βήμα της Βουλής τούς υδρογονάνθρακες με τους υδατάνθρακες. Δεν ντράπηκαν να ψηφίσουν τη Χρυσή Αυγή, να προσβάλουν κατάφορα τη μνήμη των μυριάδων θυμάτων του ναζισμού στην πατρίδα μας…

Μετά την εμπειρία των “Αγανακτισμένων”, του κινήματος του “Ψόφα!”, η επιστροφή των ψηφοφόρων στο Πασόκ και στη Νέα Δημοκρατία -που έδειχναν να έχουν εν τινί μέτρω ωριμάσει- έφτασε να φαντάζει ευχής έργον…

Ποντάραμε, επίσης, εμείς -οι αιθεροβάμονες που θέλαμε την κρίση ευκαιρία- στη νέα γενιά. Στους εικοσάρηδες, στους τριαντάρηδες του 2010, οι οποίοι είχαν -λέγαμε- μεγαλώσει δίχως τα τραύματα και τα σύνδρομα των γονιών τους. Οι οποίοι έβλεπαν -ελπίζαμε- τη ζωή ακομπλεξάριστα, καθαρά.

Ανοησίες.

Όσοι διέθεταν όντως την παιδεία, την ευρύτητα πνεύματος, την αυτοπεποίθηση, μετανάστευσαν σταδιακά σε χώρες όπου τα προσόντα τους εκτιμώνταν. Αμείβονταν.

Εκείνοι που έμειναν -εγκλωβισμένοι;- στην ημεδαπή ασπάστηκαν σε ένα ανατριχιαστικό ποσοστό το εμφυλιοπολεμικό πνεύμα περασμένων εποχών. Άκουγες ξαφνικά πιτσιρικάδες να ομνύουν στον Γράμμο και στο Βίτσι ή στην Πηγάδα του Μελιγαλά. Τέτοιο βρυκολάκιασμα δεν άξιζε σε καμιά κοινωνία. Τέτοιο άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στην Ελλάδα-καραβάκι που ανοίγεται στους ωκεανούς και στην Ελλάδα-χερσοχώραφο που κλείνεται στον εαυτό της, οργίζεται κι οδύρεται, δεν προοιωνιζόταν τίποτα καλό…

Προσβλέπαμε, τέλος, οι αιθεροβάμονες σε ριζικές μεταρρυθμίσεις. Στην αλλαγή τής παραγωγικής δομής της χώρας. Μιλούσαμε για καινοτομίες, για νέα επιχειρηματικότητα, για το ελληνικό πρόσωπο της παγκόσμιας ψηφιακής επανάστασης. Τούτων δοθέντων, η κατάρρευση της οικοδομικής δραστηριότητας, ακόμα-ακόμα και η βάναυση φορολόγηση της ακίνητης ιδιοκτησίας, δεν μάς εξόργισε. “Παρήλθαν πλέον οι εποχές που ο Έλληνας ίδρωνε για να βάλει ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι του κι ονειρευόταν να αποκτήσει κι άλλα δύο κεραμίδια, για να τα νοικιάζει και να καλοζεί ως ραντιέρης. Που τα παιδιά προικίζονταν όχι με μόρφωση αλλά με ντουβάρια. Που το “μετά θα κάθομαι!” αποτελούσε το εθνικό ιδανικό.” Έτσι λέγαμε. Και σχεδιάζαμε επί χάρτου μιά Ελλάδα, η οποία να βασίζεται στις εναλλακτικές, ήπιες μορφές ενέργειας. Στα υψηλής ποιότητας αγροτικά προϊόντα. Σε έναν πολιτισμό, ο οποίος θα εκκινεί μα δεν θα καθηλώνεται στα περασμένα μεγαλεία. Σε έναν τουρισμό που θα απευθύνεται σε επισκέπτες αυξημένων απαιτήσεων.

Σήμερα, οκτώμισι χρόνια αργότερα, λίγα έχουν γίνει προς την παραπάνω κατεύθυνση. Κι εκείνα αποσπασματικά. Το πέρας των μνημονίων μάς βρίσκει σε μια πατρίδα η οποία έχει ίσως απαλλαγεί -με πολύ κόπο- από τις καταστροφικές της αυταπάτες, σε ποιόν ακριβώς βαθμό θα φανεί στις επόμενες εκλογές. Παραμένει ωστόσο αμήχανη, σπασμωδική, απρόθυμη να σκεφτεί και να σχεδιάσει μεσοπρόθεσμα. Που ενθουσιάζεται, φανατίζεται και απογοητεύεται με παιδαριώδη ευκολία. Που αποσκοπεί στο χειροπιαστό -όσο το δυνατόν πιό εύκολο- κέρδος, αδιαφορώντας ουσιαστικά για το μέλλον της.

Από την Ελλάδα του “Rooms to Let”, στην Ελλάδα του “Airbnb”. Αυτή θα ήταν μια συνοπτική αφήγηση της πρόσφατης Ιστορίας μας.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, του Χρήστου Χωμενίδη, συγγραφέα, 20/8/2018]