“Καταδικασμένη” σε χαμηλές αναπτυξιακές πτήσεις, σε υψηλή ανεργία, χαμηλούς μισθούς, αλλά και σε συνεχή ανάγκη να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, είναι η Ελλάδα, λόγω των πληγών που της άφησε η κρίση και δεν έχει καταφέρει ακόμη να ανατάξει, όπως προκύπτει από την έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου που κατατέθηκε στο τελευταίο Eurogroup και με βάση την οποία κρίθηκε η δημοσιονομική πορεία των υπολοίπων κρατών της Ευρωζώνης που δεν βρίσκονται σε Μνημόνια.
Η έκθεση αυτή (Αssessment of the fiscal stance appropriate for the euro area in 2019) αποτελεί ουσιαστικά μια προσομοίωση του πώς θα επιτηρούνταν η ελληνική οικονομία αν δεν υπήρχε το καθεστώς Ενισχυμένης Εποπτείας που ενεργοποιείται από την 21η Αυγούστου. Και έχει ειδική σημασία, αφού (θεωρητικά) θα αποτελεί τον τρόπο επιτήρησης στη συνέχεια, από το 2022.
Επισημαίνεται ότι στην ίδια έκθεση γίνεται αποδεκτό ότι θα εφαρμοστεί η περικοπή των συντάξεων, προκαλώντας πολύ μεγάλες επιπτώσεις στο μέλλον και κατατάσσοντας την Ελλάδα πρώτη σε ύψος περικοπής της σχετικής δαπάνης τα χρόνια που θα έρθουν, εν αντιθέσει με άλλα κράτη της Βόρειας Ευρώπης, στα οποία καταγράφεται οριακή αύξηση (λόγω του προβλήματος της γήρανσης).
Το καθεστώς επιτήρησης της χώρας θα ήταν αυστηρό, λοιπόν, λόγω των μεγάλων πληγών που έχουν προκληθεί στην ελληνική οικονομία και δεν έχουν λυθεί, αλλά και λόγω της “εξαέρωσης” των αναπτυξιακών της δυνατοτήτων, που έχει επιπτώσεις και σε άλλα πεδία: από το χρέος και τους μισθούς έως το ποσοστό ανεργίας, με τη φυσιολογική του πορεία τα επόμενα χρόνια να είναι στο 16% του εργατικού δυναμικού…
Το Συμβούλιο γνωμοδοτεί στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εποπτείας ανά την Ε.Ε. στην οποία θα ενταχθεί η Ελλάδα από το φθινόπωρο παράλληλα με την ενισχυμένη εποπτεία. Τα κράτη-μέλη ελέγχονται για τη διατήρηση συγκεκριμένων ορίων πρωτογενών πλεονασμάτων ανάλογα με το ύψος του χρέους τους και με άλλους παράγοντες.
Οι συστάσεις
Φέτος το Συμβούλιο επισήμανε ότι “ειδικά τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ με υψηλό δείκτη δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ πρέπει να κάνουν περισσότερα από το απλώς να αντλούν δημοσιονομικά οφέλη από την ανάκαμψη. Για να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος και έχουμε περιθώριο ελιγμών όταν χτυπήσει η επόμενη κρίση, είναι καιρός να προχωρήσουμε προς έναν κάπως περιοριστικό προσανατολισμό της δημοσιονομικής πολιτικής στη ζώνη του ευρώ”.
Στην Ελλάδα το μεγαλύτερο “μαχαίρι” στις ασφαλιστικές δαπάνες
Από τώρα έως το 2070 στην Ελλάδα αναμένεται να καταγραφεί η μεγαλύτερη περικοπή των συνταξιοδοτικών δαπανών, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην έκθεση του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Υπολογίζεται ότι θα υπάρχει μείωση της τάξης του 7% του ΑΕΠ περίπου στη δαπάνη για την πληρωμή συντάξεων έως το 2070 στην Ελλάδα.
Ο λόγος για μια περικοπή που είναι μακράν η μεγαλύτερη ανάμεσα σε όλα τα κράτη της Ευρωζώνης, με δεύτερη τη Γαλλία, που εκτιμάται ότι θα μειώσει τις δαπάνες για συντάξεις της κατά 3,5% του ΑΕΠ περίπου. Συνολικά μείωση της δαπάνης καταγράφεται σε επτά από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης, ενώ στα υπόλοιπα θα υπάρχουν αυξήσεις, οι οποίες είναι πάρα πολύ μεγάλες στην περίπτωση του Λουξεμβούργου, της Μάλτας, της Σλοβενίας αλλά και της Γερμανίας.
Συνολικά στην Ελλάδα το σύνολο του πακέτου των δαπανών που αφορούν την τρίτη ηλικία και τη γήρανση του πληθυσμού αναμένεται να μειωθεί επίσης κατά 7% περίπου, καθώς μείωση καταγράφεται και στη δαπάνη για εκπαίδευση αλλά και για τα επιδόματα ανεργίας, και το μόνο πεδίο στο οποίο αναμένεται να υπάρχει αύξηση της δαπάνης έως το 2070 (της τάξης του 1,5% περίπου) είναι αυτό για την υγειονομική περίθαλψη.
Οι υπολογισμοί αυτοί βεβαίως περιλαμβάνουν και τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για νέες περικοπές στις συντάξεις από 1/1/2019. Ο λόγος για μια δέσμευση η οποία αποτυπώθηκε επισήμως και στην Εγκύκλιο για την κατάρτιση του νέου προσχεδίου του Προϋπολογισμού για το 2019. Η κατάρτιση θα πρέπει να ολοκληρωθεί πριν από την 1η Οκτωβρίου, ούτως ώστε να κατατεθεί στη Βουλή τότε (βάσει συνταγματικής υποχρέωσης) αλλά και να αποσταλεί στους θεσμούς στο πλαίσιο του “Ευρωπαϊκού Εξαμήνου”, στο οποίο θα πρέπει να ενταχθεί η Ελλάδα στις 15 Οκτωβρίου και να αξιολογηθεί πλέον (όπως όλα τα κράτη-μέλη) για το κατά πόσο οι στόχοι του Προϋπολογισμού είναι βιώσιμοι.
Το αιτιολογικό της μείωσης των συντάξεων στηρίζεται στο γεγονός ότι σήμερα είναι οι υψηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως αναλογία του ΑΕΠ. Ωστόσο, αυτό συνδέεται με το γεγονός ότι λόγω της κρίσης το ΑΕΠ έχει χάσει τουλάχιστον το 25% της αξίας του…
Όσον αφορά τα σενάρια περί μη εφαρμογής του μέτρου ή λήψης ισοδύναμων, συνεχίζονται οι συστάσεις από θεσμούς της Ε.Ε. περί ανάγκης εφαρμογής των συμφωνηθέντων, αλλά και οι διαρροές από κυβερνητικής πλευράς περί προσπάθειας εύρεσης λύσης…
Δημοσιονομικό πρόβλημα λόγω χαμηλών αναπτυξιακών δυνατοτήτων
Η Ελλάδα φέτος και το 2019 αναμένεται να κινείται σημαντικά χαμηλότερα από τις δυνητικές αναπτυξιακές δυνατότητές της, σε αντίθεση με άλλα κράτη που βγήκαν από Μνημόνια (όπως η Ισπανία και η Κύπρος, που κινούνται σε ποσοστό 2% πάνω από το δυνητικό ΑΕΠ).
Μάλιστα, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας θα ήταν πολύ πιο αρνητική αν δεν είχε συμβεί ένα άλλο γεγονός: αν δεν είχε εξαερωθεί ένα μέρος των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της Ελλάδας λόγω της κρίσης και της αποεπένδυσης.
Ο λόγος για μια απώλεια η οποία δημιουργεί και παρενέργειες δημοσιονομικού χαρακτήρα. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο, ένα από τα μεγαλύτερα “ατού” της ελληνικής οικονομίας τα προηγούμενα χρόνια ήταν το πολύ υψηλό διαρθρωτικό (όπως ονομάζεται) πλεόνασμα, δηλαδή το πλεόνασμα του οποίου η τιμή έχει προσαρμοστεί με βάση την πορεία του οικονομικού κύκλου και φαίνεται μεγαλύτερο όταν υπάρχει ύφεση και μικρότερο όταν υπάρχει ανάπτυξη (και, άρα, η θεωρητική δυνατότητα το κράτος-μέλος να νοικοκυρεύει περισσότερο τα δημοσιονομικά).
Ενώ, λοιπόν, η Ελλάδα φαινόταν να έχει πάρα πολύ υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα σε διαρθρωτικούς όρους (στο 6,6% του ΑΕΠ το 2013, στο 7,7% το 2016 και στο 7,2% του ΑΕΠ το 2017), πλέον αποκλιμακώνονται ταχύτατα στο 5,8% του ΑΕΠ το 2018 και στο 5% του ΑΕΠ το 2019. Και καθώς το Συμβούλιο δεν μετρά το ύψος τους (που είναι και πάλι το μεγαλύτερο στην Ευρωζώνη), αλλά το ποσοστό μεταβολής τους (το οποίο θα συνεχίσει να φθίνει αν επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες για έστω και μικρή επιτάχυνση της ανάπτυξης), οι συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής γίνονται πιο αυστηρές στο πλαίσιο της εποπτείας που θα είχε η Ελλάδα αν δεν υπήρχε το ειδικό “ενισχυμένο” καθεστώς.
“Φυσιολογικό” το ποσοστό ανεργίας 16% στην Ελλάδα
Παράδοξο στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί η Ελλάδα αναφορικά με την ανεργία. Τα στοιχεία που παραθέτει το Συμβούλιο δείχνουν όχι μόνο διατήρηση του δείκτη ανεργίας σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά και μια άλλη πολύ σημαντική παρενέργεια: την αύξηση του “φυσιολογικού” ποσοστού ανεργίας, δηλαδή του δείκτη NAWRU, που καταγράφει πόσο μπορεί να μειωθεί η ανεργία με βάση τις αντοχές της οικονομίας (να μην δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις). Το Συμβούλιο αναφέρει στην έκθεσή του ότι, ενώ τα πιο πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την έξοδο από την κρίση βίωσαν αποκλιμάκωση αυτού του δείκτη, στην Ελλάδα αυξήθηκε, δείχνοντας τη μείωση των δυνατοτήτων της οικονομίας να παράγει θέσεις εργασίας. Το 2007 στην Ελλάδα και στην Ισπανία ήταν γύρω στο 13% με 14% του εργατικού δυναμικού. Πλέον εκτιμάται ότι το 2019 θα έχει αυξηθεί κατά δύο περίπου μονάδες, στο 16% περίπου του εργατικού δυναμικού. Και πάλι η Ελλάδα θα έχει επιδόσεις πάνω από το “φυσιολογικό”, με το ποσοστό ανεργίας να αναμένεται (έτσι όπως το μέτρα η Eurostat) στο 19% περίπου του εργατικού δυναμικού, όταν σε άλλα κράτη, όπως στην Ισπανία κινείται σε επίπεδα χαμηλότερα του “φυσιολογικού”…
Και πάλι τα στοιχεία δείχνουν ότι η ελληνική αγορά εργασίας, αν δεν αλλάξουν οι παράμετροι της ελληνικής οικονομίας, έχει πολύ λίγο δρόμο να διανύσει προκειμένου να φτάσει στα “φυσιολογικά” επίπεδα, όπως τα άλλα κράτη των μονοψήφιων ποσοστών ανεργίας…
Παρενέργειες στο χρέος λόγω χαμηλού πληθωρισμού
Με πολύ χαμηλό ρυθμό αύξησης των τιμών αλλά και των μισθών θα κινείται και το 2019 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Ο λόγος για μια επίδοση οποία, όπως αναφέρεται, σε κράτη με υψηλό κόστος προκαλεί παρενέργειες, καθώς επηρεάζει τη δυναμική του χρέους, το οποίο υπολογίζεται με βάση το ονομαστικό ΑΕΠ, και, έτσι, δημιουργεί περαιτέρω προκλήσεις στη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο, η παρουσία τόσο χαμηλών επιδόσεων δείχνει ότι η εσωτερική διαδικασία προσαρμογής δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί. Σε κράτη όπως η Ελλάδα, τα οποία βίωσαν προ κρίσης τις μεγαλύτερες απώλειες ανταγωνιστικότητας, δείχνει ότι προσπαθούν ακόμη να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, σε ένα περιβάλλον χαμηλού πληθωρισμού, η διαδικασία προσαρμογής είναι πιο δύσκολη, με πτώση στις αμοιβές των εργαζομένων…
Η Ελλάδα θα καταγράφει την τρίτη μικρότερη αύξηση μισθών (μοναδιαίο κόστος εργασίας) στην Ευρωζώνη μετά την Ιρλανδία και τη Γαλλία, της τάξης του 0,7%, έναντι αυξήσεων άνω του 2% στην Ολλανδία και στο Λουξεμβούργο, αλλά και άνω του 1,5% στη Γερμανία. Εκτιμάται ότι θα υπάρχει μικρή αύξηση τιμών 0,8% σε όρους εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή.
[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, της Δήμητρας Καδδά, 27/7/2018]