Tag Archives: τράπεζες

ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

Με τη μεγάλη πτώση των τραπεζικών μετοχών, τα κεφάλαια της τελευταίας ανακεφαλαιοποίησης παρουσιάζουν πρωτοφανή ζημία, άνω του 50%, με μεγαλύτερη έμφαση στην Τράπεζα Πειραιώς.

Το ερώτημα είναι γιατί οι ξένοι επενδυτές πωλούν τις μετοχές τους με τέτοια εκ νέου ζημιά ή γιατί δεν αγοράζουν σε τόσο χαμηλές αποτιμήσεις. Γιατί έχουν αλλάξει γνώμη για την Ελλάδα και τις τράπεζες, τι τους ανησυχεί ή τι θέλουν να πουν με τη στάση τους αυτή.

Από την μία πλευρά, οι λόγοι αφορούν τον πολιτικό και μακροοικονομικό κίνδυνο, που προσδιορίζουν την επενδυτική στάση τους προς τη χώρα. Από την άλλη, υπάρχουν οι κίνδυνοι ειδικά του τραπεζικού κλάδου και καθεμιάς τράπεζας ξεχωριστά.

Οι κυριότεροι λόγοι που αφορούν τον πολιτικό και μακροοικονομικό κίνδυνο και την επενδυσιμότητα της χώρας είναι:

  • Το διεθνές περιβάλλον που επιβαρύνεται με τον κίνδυνο της Ιταλίας και τον συνολικό κίνδυνο για σημαντική υποχώρηση στα χρηματιστήρια διεθνώς, καθώς μία διεθνής κρίση θα επιβαρύνει ασύμμετρα αδύναμες οικονομίες, όπως η ελληνική και θα επιτείνει τους μακροοικονομικούς κινδύνους.
  • Η αστάθεια στο πολιτικοοικονομικό σκηνικό της χώρας και η πιθανότητα εφαρμογής απλής αναλογικής, η οποία θα κάνει ακόμα πιο ασταθές το πολιτικό περιβάλλον και θα επιτείνει την αναβλητικότητα και τον ανορθολογισμό στη λήψη αποφάσεων.
  • Ο φόβος ότι προεκλογικά, το πρώτο εξάμηνο του 2019, θα υπάρξουν οικονομικές παροχές και υποσχέσεις, που θα θέσουν σε κίνδυνο τα δημόσια οικονομικά και τις μεταρρυθμίσεις.
  • Η αμφιβολία του κατά πόσον υπάρχει η θέληση στην κυβέρνηση και την κοινωνία να συνεχισθούν οι μεταρρυθμίσεις, με ένα λογικό, κοινωνικά δίκαιο και εφικτό τρόπο.
  • Η επιστροφή του Grexit, που όσο και αν τον εξορκίζουμε στην Ελλάδα, είναι μία σημαντική παράμετρος στη σκέψη αρκετών ξένων επενδυτών.
  • Η συνολική εικόνα της οικονομίας, με χαμηλούς προβλεπόμενους ρυθμούς ανάπτυξης για μια χώρα που βγαίνει από κρίση και με capital controls που αναπόφευκτα συνεχίζονται.
  • Οι ειδικότεροι λόγοι που επιδρούν στην κακή εικόνα του κλάδου των τραπεζών είναι:
  • Η αδυναμία τους να τιθασεύσουν τα προβληματικά δάνεια με τη δημιουργία συμβιβασμών και αναδιαρθρώσεων, αντίθετα από τους αρχικούς υπολογισμούς.
  • Η αδυναμία τους να δημιουργήσουν κερδοφορία, καθώς δεν πραγματοποιούν νέες χρηματοδοτήσεις, η μείωση των επιτοκίων καταθέσεων είναι πλέον αδύνατη και συνεχίζονται οι προβλέψεις και διαγραφές για προβληματικά δάνεια. Το γεγονός αυτό θέτει ερώτημα για την αξία του αναβαλλόμενου φόρου, που αποτελεί ένα μεγάλο ποσοστό των ίδιων κεφαλαίων και ενέχει τον κίνδυνο υποχρεωτικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου με dilution των μετόχων.
  • Ο κίνδυνος δημιουργίας κάποιου κρατικοελεγχόμενου φορέα διαχείρισης δανείων, που και το πρόβλημα δεν θα λύσει, αλλά θα δημιουργήσει ανάγκες άμεσης αύξησης κεφαλαίων στις τράπεζες και μείωση του μαξιλαριού προστασίας της χώρας σε επερχόμενη διεθνή κρίση.
  • Το γεγονός ότι ο κλάδος έχει δημιουργήσει σοβαρές ζημιές σε όλους σχεδόν τους ξένους επενδυτές που πίστεψαν το διήγημα των τραπεζικών στελεχών στην Ελλάδα. Έτσι έχει δημιουργηθεί μια αρνητική ατμόσφαιρα γύρω από τον κλάδο και μία επενδυτική αποστροφή, που διογκώνουν κάθε αρνητικό νέο.

Το θέμα είναι συνεπώς πολυπαραμετρικό.

Από τη μία πλευρά, η μείωση του πολιτικού και μακροοικονομικού κινδύνου και η δημιουργία ενός επενδυτικού σοκ που θα επιτρέψει μεγαλύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και θα δώσει άλλη προοπτική σε αξίες περιουσιακών στοιχείων, χρηματιστήριο και τραπεζικές μετοχές, σε προεκλογική χρονιά δεν φαίνεται εφικτή.

Από την άλλη πλευρά, η μείωση του κινδύνου του τραπεζικού κλάδου με την αποτελεσματική αντιμετώπιση των προβληματικών δανείων, είναι επίσης δύσκολη, με δεδομένα κυρίως

– τους χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης που δεν δημιουργούν νέα εισοδήματα,

– την αναβλητικότητα των τραπεζών και των πελατών τους,

– τους διαχρονικούς πελατειακούς δεσμούς

– τον απαιτούμενο δικαστικό χρόνο για δυνατότητα πλειστηριασμών,

– την πτώση των τιμών των ακινήτων που δεν επιτρέπει επιτυχία πλειστηριασμών

– τη χαμηλή κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών που περιορίζει τις κινήσεις τους.

Οι προτάσεις για δημιουργία κάποιου είδους bad bank, μπορεί μεν να ακούγονται ελκυστικές, αλλά προέρχονται από λανθασμένες συγκρίσεις με bad bank άλλων χωρών, έχουν εμφανή προβλήματα εφαρμοσιμότητας στην Ελλάδα και μπορούν να οδηγήσουν σε ένα νέο είδος Οργανισμού Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων του 1982 και σε άμεσες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών. Αποφευκτέα και τα δύο.

Ολα αυτά βλέπουν οι διεθνείς επενδυτές… Μέχρις ότου ξεκαθαρίσει η εικόνα και προκύψουν νέα δεδομένα, το πιο πιθανό είναι ότι οι περισσότεροι θα απέχουν.

* Ο κ. Δημήτρης Σαντιξής είναι Σύμβουλος διεθνών επενδυτικών κεφαλαίων,  πρώην υψηλόβαθμο τραπεζικό στέλεχος

[ΠΗΓΗ: www.capital.gr, του Δημήτρη Σαντιξή, 25/10/2018]

ΣΤΡΟΥΘΟΚΑΜΗΛΙΣΜΟΣ ΟΙ ΑΙΤΙΑΣΕΙΣ ΠΕΡΙ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑΣ

Η νευρικότητα που παρατηρείται στις αγορές τις τελευταίες ημέρες σε σχέση με τις ελληνικές τράπεζες και τα κρατικά ομόλογα αποτελεί μια ακόμη απόδειξη για το πόσο επίπλαστο είναι το κυβερνητικό αφήγημα περί εξόδου από τα μνημόνια και επιστροφής στην κανονικότητα.

Όσο για τις αιτιάσεις των αρμόδιων υπουργών περί κερδοσκοπίας και/ ή πολιτικών παιχνιδιών, αυτές αποτελούν στρουθοκαμηλισμό σε σχέση με το γεγονός ότι το βουνό των «κόκκινων» δανείων υπονομεύει το τραπεζικό σύστημα και, μέσω αυτού, κάθε σοβαρή αναπτυξιακή προοπτική. Η ελληνική οικονομία δυστυχώς παραμένει σε μια κατάσταση de facto στασιμοχρεοκοπίας και δεν πρόκειται να εξέλθει από αυτή χωρίς δραστικές αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας.

Το «μαξιλάρι» υπερδανεισμού το οποίο εξασφαλίσαμε από τον ΕΜΣ καλύπτει τις δανειακές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου το πολύ έως την άνοιξη του 2020, ή και λιγότερο αν ένα μέρος του χρησιμοποιηθεί νωρίτερα για την αντιμετώπιση του τεράστιου προβλήματος των «κόκκινων» δανείων των τραπεζών.

Από εκεί και πέρα το κράτος θα πρέπει να δανείζεται με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς από τις αγορές και τούτο θα γίνεται ούτως ή άλλως με επιτόκιο πολύ υψηλότερο από αυτό που μας χρεώνει τώρα ο ΕΜΣ. Η συνακόλουθη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα κινδυνεύσει να λειτουργήσει ως αυτοεπαληθευόμενη προφητεία επιστροφής στο «2010», ίσως κάποια στιγμή στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2020.

Διέξοδος για την Ελλάδα μπορεί να βρεθεί μόνο με ένα νέο ξεκίνημα. Χρειαζόμαστε αποδόμηση του πελατειακού συστήματος και εμπέδωση του σεβασμού στη νομιμότητα και την αξιοκρατία. Χρειαζόμαστε περιστολή του παθολογικού αθηνοκεντρισμού του κράτους και μεταφορά υπηρεσιών, πόρων και αρμοδιοτήτων σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο.

Χρειαζόμαστε ανάσχεση της μετανάστευσης στο εξωτερικό, μέσω της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, οι οποίες δεν μπορούν παρά να προέλθουν από ιδιωτικές επενδύσεις (αφού το καταχρεωμένο ελληνικό κράτος είναι προφανώς ανέφικτο να βρει τους πόρους για ένα πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων στην απαιτούμενη τάξη μεγέθους). Χρειαζόμαστε επίσης περισσότερη κρατική υποστήριξη για την οικογένεια, μέσω δίκαιης κλιμάκωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών επιβαρύνσεων σε αντίστροφη αναλογία προς τον αριθμό των παιδιών.

Χρειαζόμαστε επομένως μια άλλη πολιτική, προφανώς από μια άλλη κυβέρνηση, η οποία να διαθέτει ισχυρότερη πολιτική νομιμοποίηση και ισχυρότερο αναπτυξιακό προσανατολισμό από τη σημερινή. Πέρα από αυτό όμως, χρειαζόμαστε και μια αλλαγή στις νοοτροπίες που έχουν διαποτίσει από δεκαετίες την ελληνική κοινωνία. Η διαρκής και εντυπωσιακή, σε βάθος χρόνου, άνοδος του βιοτικού επιπέδου από το 1949 έως το 2009 μας οδήγησε στην ψευδαίσθηση ότι έχουμε κεκτημένο δικαίωμα να καταναλώνουμε ολοένα περισσότερα, ενώ η πραγματική παραγωγή μας είχε αρχίσει από καιρό να φθίνει.

Πρέπει να αντιληφθούμε ότι είναι ανέφικτο όχι μόνο να αυξήσουμε την κατανάλωση, αλλά ακόμη και να τη διατηρήσουμε στα σημερινά επίπεδα, αν δεν παράγουμε περισσότερα διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες. Συνελόντι ειπείν, χρειαζόμαστε λιγότερα συνθήματα και πιο πολλή δουλειά.

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Κώστα Χ. Χρυσόγονου, Ανεξάρτητου Ευρωβουλευτή, 7/10/2018]