Η μεταλλουργία ΛΑΡΚΟ είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα όλων εκείνων των παθογενειών που οδήγησαν την Ελλάδα στη χρεοκοπία της προηγούμενης δεκαετίας.
Συνδιοίκηση συνδικαλιστών με αποτυχημένες διοικήσεις, βουλευτές και υπουργοί να κάνουν τα στραβά μάτια και να βάζουν το στενό εκλογικό τους συμφέρον πάνω από το καλό του φορολογούμενου και της οικονομίας, πλάτες από τη ΔΕΗ για να ζει παρά τις τεράστιες σωρευμένες ζημιές, πλουμιστοί μισθοί, προνόμια που θα ζήλευαν και οι εργαζόμενοι της Ολυμπιακής. Ένα βαρέλι δίχως πάτο.
Αυτά όμως είναι γνωστά. Δεν ισχύει το ίδιο για το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, τέσσερα δηλαδή χρόνια μετά την απόφαση της κυβέρνησης να εντάξει τη χρεοκοπημένη εταιρεία σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, συνεχίζουμε να την πληρώνουμε ως φορολογούμενοι κάθε μήνα, με 3 – 3,2 εκατομμύρια ευρώ.
Το εργοστάσιο, που μετά φυσικά από επενδύσεις πολλών εκατομμυρίων, θα μπορούσε να παράγει κοβάλτιο, ένα από τα πιο βασικά συστατικά για μπαταρίες ηλεκτρικών αυτοκινήτων έχει κλείσει από τον Ιούλιο του 2023, όταν κρίθηκε ότι δεν έχει την παραμικρή ελπίδα βιωσιμότητας.
Κι όμως οι 850 περίπου εναπομείναντες εργαζόμενοι – κάποιοι εκ των οποίων εργάζονται ήδη αλλού – συνεχίζουν να εισπράττουν κανονικά τη μισθοδοσία τους. Ο κρατικός προϋπολογισμός καταβάλλει κάθε μήνα που περνάει για μισθούς, μαζί με κάποια βασικά λειτουργικά έξοδα, λίγο πάνω από 3 εκατ. ευρώ. Συνεχίζουν να πληρώνονται, χωρίς να κάνουν κάτι, καθώς εδώ και πάνω από οκτώ μήνες το εργοστάσιο έχει βάλει λουκέτο.
Καλώς εχόντων των πραγμάτων διανύουμε το τελευταίο μήνα με αυτό το καθεστώς. Οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου του προσωπικού λήγουν στις 31 Μαρτίου και δεν πρόκειται να ανανεωθούν ξανά, λένε οι πληροφορίες. Οι περίπου 850 εργαζόμενοι που συνεχίζουν να πληρώνονται από τη ΛΑΡΚΟ, πρόκειται να μεταταγούν σε ΟΤΑ ή όπου αλλού το Δημόσιο κρίνει ότι έχει ανάγκες. Η σχετική υπουργική απόφαση λέγεται ότι είναι σχεδόν έτοιμη. Αυτό είναι τουλάχιστον το σχέδιο.
Αθροίζοντας τη «μαύρη τρύπα» που δημιουργήθηκε μόνο μέσα στην τελευταία τετραετία, δηλαδή από τον Φεβρουάριο του 2020 που η κυβέρνηση πήρε απόφαση να τοποθετήσει Ειδικό Διαχειριστή, για να «τρέξει» τον διαγωνισμό ιδιωτικοποίησης, μέχρι και τον Μάρτιο του 2024, βγαίνει ένα νούμερο κοντά στα 110 εκατομμύρια ευρώ.
Δεν αναφερόμαστε στις σωρευτικές ζημιές της περιόδου 2008 – 2020, ούτε το γεγονός ότι σύμφωνα με στοιχεία που είχε δώσει το περασμένο Νοέμβριο στη Βουλή ο υπ. Εθνικής Οικονομίας Κωστής Χατζηδάκης, τα ληξιπρόθεσμα χρέη της ΛΑΡΚΟ ανέρχονταν σε 470 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 351 προς τη ΔΕΗ. Τα 110 εκατ. ευρώ αφορούν μόνο τα ποσά της περιόδου της Διαχείρισης.
Ο ελέφαντας στο δωμάτιο
Ο ελέφαντας βέβαια στο δωμάτιο είναι άλλος. Οι παράνομες κρατικές ενισχύσεις, ύψους 135,8 εκατ. ευρώ, για τις οποίες η Ελλάδα έχει καταδικαστεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και για τη μη ανάκτησή τους, το Δημόσιο πληρώνει ήδη τα πρώτα πρόστιμα.
Αυτή είναι η μεγάλη ανησυχία όσων γνωρίζουν την υπόθεση. Το αν θα ολοκληρωθεί η συναλλαγή με τον ενδιαφερόμενο επενδυτή και άρα θα πάψει να επικρέμαται πάνω από το Δημόσιο, ο «πέλεκυς» της ανάκτησης των 136 εκατομμυρίων.
Το αν και πότε θα τελειώσει η δικαστική περιπέτεια με το Συμβούλιο της Επικρατείας και θα κλείσει η διαδικασία μεταβίβασης των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου (από το ΤΑΙΠΕΔ) στο σχήμα ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD Holding που εδώ και ένα χρόνο έχει ανακηρυχθεί προτιμητέος επενδυτής των δύο παράλληλων διαγωνισμών. Τα πάντα έχουν «παγώσει» έπειτα από την προσφυγή στο ΣτΕ της ιρλανδικής Commodity & Minning Insight Ireland (CMI) που συμμετείχε στον ένα από τους δύο διαγωνισμούς, αυτόν του διαχειριστή για τα ορυχεία Καστορίας, Σερβίων και για τα ιδιόκτητα μεταλλεία στον Άι Γιάννη Λάρυμνας.
Οι μήνες περνούν, οι αναβολές διαδέχονται η μία την άλλη, το θρίλερ παρατείνεται, μαζί και η χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό.
Η εκδίκαση της αίτησης που είχε οριστεί για τις 10 Οκτωβρίου 2023, πήρε αρχικά αναβολή για τις 12 Δεκεμβρίου 2023 και μετά για τα τέλη Μαρτίου του 2024, χωρίς ουδείς να μπορεί να διαβεβαιώσει ότι δεν θα υπάρξει και τρίτη. Εφόσον αυτό δεν συμβεί, και όντως το ΣτΕ πάρει απόφαση, τότε αυτή θα πρέπει πρώτα να καθαρογραφεί και δεν πρέπει να αναμένεται παρά κάπου γύρω στο καλοκαίρι.
Έως τότε, θα συνεχίσουν να «τρέχουν» κανονικά τα πρόστιμα που καταβάλει το ελληνικό Δημόσιο, για τη μη ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων, με βάση την απόφαση του Ευρωδικαστήριου τον Ιανουάριο του 2022. Αφορούσε μια εφάπαξ ποινή 5,5 εκατ. ευρώ και ένα πρόστιμο 4,37 εκατ. ευρώ για κάθε εξάμηνο που περνά, χωρίς η χώρα να εκπληρώνει την συγκεκριμένη υποχρέωση. Έως τώρα λοιπόν η Ελλάδα έχει ήδη πληρώσει μαζί με το εφάπαξ ποσό και πρόστιμα για δύο εξάμηνα, συνολικά πάνω από 14 εκατ. ευρώ και πλησιάζει η στιγμή πληρωμής για το επόμενο.
Είναι τέτοια η αβεβαιότητα ώστε έχει παραταθεί για μερικούς ακόμη μήνες η διάρκεια της ειδικής Διαχείρισης που έληξε το Φεβρουάριο, καθώς επίσης έχει δοθεί παράταση της προσφοράς από τον προτιμητέο επενδυτή, και της συνεπακόλουθης εγγυητικής επιστολής που είχε καταθέσει.
Εδώ έχει τη σημασία του να επισημανθεί ότι για τη πώληση της ΛΑΡΚΟ είχαν γίνει δύο διαγωνισμοί, ένας από το ΤΑΙΠΕΔ για τη μακροχρόνια μίσθωση του εργοστάσιου, το οποίο έκλεισε τον περασμένο Ιούλιο, και ένας από τον Ειδικό Διαχειριστή, για την πώληση των μεταλλείων του συγκροτήματος και των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων της μεταλλουργίας.
Στον πρώτο συμμετείχε μόνο ένα σχήμα, αυτό της ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – AD Holding, το οποίο ανακηρύχθηκε πλειοδότης. Στον δεύτερο συμμετείχε η ιρλανδική CMI, που ενώ αρχικά φάνηκε να επικρατεί στον διαγωνισμό επειδή έδωσε μεγαλύτερο τίμημα, ωστόσο ακολούθησε προσφυγή από την κοινοπραξία, με το σκεπτικό ότι η εγγυητική προέρχονταν όχι από τους Ιρλανδούς, αλλά από συνδεδεμένη μαζί τους εταιρεία. Τελικά, αναδείχθηκε πλειοδότης και στους δύο διαγωνισμούς η κοινοπραξία, για να ακολουθήσει η προσφυγή της CMI και σήμερα η υπόθεση να συνεχίζει να σέρνεται, χωρίς ουδείς να μπορεί να προβλέψει το τέλος.
Η ευκαιρία και η ειρωνία
Στο κακό σενάριο, που δεν καταστεί δυνατό να κλείσει η συναλλαγή, τότε το μόνο που απομένει είναι η πτώχευση και η ρευστοποίηση της περιουσίας της ΛΑΡΚΟ, για την οποία το 2020 επελέγη το σενάριο της εκκαθάρισης εν λειτουργία. Ο λόγος που είχε προκριθεί η μεταλλουργική να ιδιωτικοποιηθεί εν λειτουργία στηρίζονταν στο σκεπτικό του να συνεχίσει να λειτουργεί και να παράγει το εργοστάσιο, οπότε από τις όποιες πωλήσεις, να καταβάλλονται ως ένα βαθμό οι μισθοί των εργαζομένων.
Το εργοστάσιο όμως έκλεισε οριστικά τον Ιούλιο του 2023 καθώς κρίθηκε ότι η λειτουργία του δεν είναι πλέον οικονομικά βιώσιμη κι έκτοτε η μισθοδοσία καταβάλλεται αποκλειστικά από τον προϋπολογισμό.
Είναι σίγουρα ειρωνεία ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει μια στρατηγικής σημασίας εταιρεία, ειδικά τώρα που η πράσινη μετάβαση μπαίνει στο πιο κρίσιμο σημείο της και η ζήτηση από την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία για κοβάλτιο, ένα από τα βασικά στοιχεία των σύγχρονων μπαταριών που προορίζονται για την ηλεκτροκίνηση, αυξάνεται.
Και η χρεοκοπημένη μεταλλουργία είναι από τις λιγοστές εταιρείες στην ΕΕ με εργοστάσιο, το οποίο φυσικά μετά από επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων, θα μπορούσε να παράγει κοβάλτιο.
Επενδύσεις χρειάζεται και για τη παραγωγή νικελίου. Το εργοστάσιο παρήγαγε τόσα χρόνια σιδηρονικέλιο, αλλά τα μεταλλεύματα ήταν φτωχά, η περιεκτικότητα σε νικέλιο μικρή και εδώ και καιρό είχε πέσει στο τραπέζι η ανάγκη εμπλουτισμού τους.
Τόσα όμως χρόνια επιλέξαμε άλλο δρόμο, να την καταστρέψουμε. Το πολιτικό σύστημα φέρει τεράστιες ευθύνες. Η ΛΑΡΚΟ ελέγχει την εκλογή των βουλευτών τριών νομών, της Εύβοιας, της Καστοριάς και κυρίως της Φθοιώτιδας. Ενώνει διαχρονικά βουλευτές από πολλά και διαφορετικά κόμματα. Εβλεπαν τόσα χρόνια, τον πιο χαρακτηριστικό θύλακα «ελληνικής Σοβιετίας», να ζει τη μια χρεοκοπία μετά την άλλη, τρεις αναδιαρθρώσεις και δισεκατομμύρια κρατικών ενέσεων, αλλά ελάχιστα έκαναν για να σπάσουν το απόστημα.
Έβλεπαν τις διοικήσεις να διαδέχονται η μία την άλλη, την εταιρεία να χρωστά στους πάντες, να έχει δεκάδες φορές ρυθμίσει τα χρέη της και άλλες τόσες να έχει αθετήσει τους διακανονισμούς τους, όχι όμως τον πυρήνα του προβλήματος: Ότι οι παραγωγικές της εγκαταστάσεις είναι απαρχαιωμένες, ότι το κόστος παραγωγής ελέω κακής κρατικής διαχείρισης ανεξέλεγκτο, και πολλαπλάσιο των εσόδων της με αποτέλεσμα να συσσωρεύει ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων, και ότι η επικρατούσα νοοτροπία ήταν υπέρ της αύξησης των μισθών, και της διατήρησης του δημοσίου χαρακτήρα της.
Επιτέλους το 2020, η κυβέρνηση πήρε τη γενναία να βάλει τέλος στην πολύχρονη αιμορραγία του ελληνικού Δημοσίου από τη χρεοκοπημένη ΛΑΡΚΟ, υπό την πίεση και της Ε.Ε. για την επιστροφή των κρατικών ενισχύσεων, όμως τέσσερα χρόνια μετά, η περιπέτεια συνεχίζει να θυμίζει βαρέλι δίχως πάτο.
Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του ΚΕΦΙΜ, η λειτουργία της ΛΑΡΚΟ υπό κρατική διαχείριση υπολογίζεται πως μόνο για την περίοδο 1989-2019, πριν δηλαδή ενταχθεί το 2020 σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, έχει κοστίσει στους φορολογούμενους το ποσό των 5,77 δισ ευρώ σε σταθερές τιμές του 2015.
Από το 2008 μέχρι το 2019 η ΛΑΡΚΟ είχε παρουσίασε κέρδη μόνο για 3 έτη (2010, 2011, και 2016), και ζημίες τα υπόλοιπα 9 έτη, ενώ οι σωρευτικές ζημίες της περιόδου είχαν ξεπεράσει τα 600 εκατ. ευρώ.
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Γιώργου Φιντικάκη, 9/3/2024]