Η πόλη Αρλίτ, ένας ερημωμένος οικισμός στις νότιες παρυφές της Σαχάρας, έχει καταστεί το “σημείο μηδέν” μιας νέας γεωπολιτικής διαμάχης: της κόντρας για τον έλεγχο του ουρανίου, του καυσίμου που τροφοδοτεί την πυρηνική βιομηχανία.
Εκεί, στις άνυδρες οροσειρές του βόρειου Νίγηρα, οι Γάλλοι γεωλόγοι ανακάλυψαν τη δεκαετία του 1950 το ραδιενεργό ορυκτό. Έκτοτε, γαλλικές κρατικές εταιρείες εξορύσσουν ουράνιο από την πρώην γαλλική αποικία, καθιστώντας τον Νίγηρα τον έβδομο μεγαλύτερο παραγωγό ουρανίου στον κόσμο. Το 2022, τα ορυχεία γύρω από την Αρλίτ προμήθευσαν το 25% των συνολικών εισαγωγών ουρανίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλλά, σήμερα, ένα πραξικόπημα στη φτωχή αυτή χώρα της Δυτικής Αφρικής έχει θέσει τις προμήθειες ουρανίου σε κίνδυνο.
Το συγκεκριμένο εμπόρευμα μπορεί να μην μονοπωλεί τα πρωτοσέλιδα όσο το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο ή ακόμα και ο λιγνίτης, ωστόσο αποτελεί ζωτικής σημασίας πρώτη ύλη για τον πλανήτη που αναζητά απεγνωσμένα καθαρή ενέργεια για την απεξάρτησή του από τον άνθρακα.
Παρότι το Κρεμλίνο δεν φαίνεται -τουλάχιστον άμεσα- να βρίσκεται πίσω από το πραξικόπημα, ο μηχανισμός προπαγάνδας της Μόσχας έχει τονώσει το αντιγαλλικό και αντιαμερικανικό αίσθημα σε όλο το Σάχελ, μια περιοχή νότια της Σαχάρας. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η περιοχή έχει βιώσει μια ταραχώδη περίοδο λόγω πραξικοπημάτων -μεταξύ άλλων στην Μπουρκίνα Φάσο, το Τσαντ, τη Γουινέα, το Μάλι και το Σουδάν- από το 2020 και μετά.
Στην πρωτεύουσα Νιαμέι, υποστηρικτές του πραξικοπήματος κυμάτιζαν τη ρωσική σημαία αποκηρύσσοντας τον γαλλικό ιμπεριαλισμό. Ο Γεβγκένι Πριγκόζιν, επικεφαλής της ρωσικής παραστρατιωτικής ομάδας Wagner, χαιρέτισε το στρατιωτικό πραξικόπημα. Η Wagner έχει ήδη δραστηριότητα στο γειτονικό Μάλι μετά το πραξικόπημα που πραγματοποιήθηκε εκεί. Το “μακρύ χέρι” του Κρεμλίνου αναμιγνύεται στη γεωπολιτική της ενέργειας σε πολλούς τρόπους – συχνά όχι εμφανείς.
Εάν ο Νίγηρας παρασυρθεί στη ρωσική σφαίρα επιρροής, ο κόσμος θα εξαρτάται ακόμη περισσότερο από τη Μόσχα -και τους “πελάτες” της- όσον αφορά την ατομική ενέργεια. Το Καζακστάν και το Ουζμπεκιστάν, δύο πρώην Σοβιετικές δημοκρατίες, είναι μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών ουρανίου στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 50% των εξορυσσόμενων ποσοτήτων παγκοσμίως. Εάν συνυπολογιστούν η Ρωσία και ο Νίγηρας, το ποσοστό εκτινάσσεται λίγο πάνω από το 60%.
Η εξόρυξη ουρανίου, όμως, αποτελεί μόνο το πρώτο στάδιο του λεγόμενου κύκλου πυρηνικών καυσίμων. Και παρότι η Ρωσία είναι ο έκτος μεγαλύτερος παίκτης στην εξόρυξη ουρανίου στον κόσμο, η πραγματική ισχύς της εντοπίζεται σε ένα άλλο στάδιο αυτού του κύκλου: στην επεξεργασία του εμπορεύματος για την παραγωγή χρησιμοποιήσιμων ράβδων ατομικού καυσίμου για αντιδραστήρες εμπορικής χρήσης, μέσω της διαδικασίας μετατροπής και εμπλουτισμού του.
Η Ρωσία αντιπροσωπεύει περίπου το 45% της παγκόσμιας αγοράς μετατροπής και εμπλουτισμού ουρανίου, σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Πυρηνικής Ένωσης. Πρόκειται για μια “ασφυκτική λαβή” της Μόσχας στην αγορά, που έχει προκαλέσει αυτό που Αμερικανοί αξιωματούχοι χαρακτήρισαν πρόσφατα ως “στρατηγική ευπάθεια”, και δη “μη βιώσιμη”. Περίπου το 1/3 της συνολικής ποσότητας εμπλουτισμένου ουρανίου που καταναλώθηκε πέρυσι από τις αμερικανικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας προήλθε από τη Ρωσία, έναντι τιμήματος περίπου 1 δισ. δολαρίων που καταβλήθηκε σε μια εταιρεία άμεσα ελεγχόμενη από το Κρεμλίνο. Έναν και πλέον χρόνο μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ουάσιγκτον δεν έχει απαγορεύσει τις εισαγωγές πυρηνικών καυσίμων από τη Ρωσία.
Κατά τα πρώτα 50 χρόνια της πυρηνικής εποχής, η Αμερική ήταν αυτόνομη, αλλά με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αποσύρθηκε σε μεγάλο βαθμό από την εξόρυξη ουρανίου, και τη ζωτικής σημασίας αλλά περίπλοκη διαδικασία της μετατροπής και εμπλουτισμού. Σήμερα, οι ΗΠΑ σε μεγάλο βαθμό “εξαρτώνται από διεθνείς πηγές πυρηνικών καυσίμων, μεταξύ των οποίων και χώρες που δεν ενδιαφέρονται για τα συμφέροντά μας”, σύμφωνα με τον Τζον Βάγκνερ, επικεφαλής του Εθνικού Εργαστηρίου του Αϊντάχο, του υπουργείου Ενέργειας των ΗΠΑ.
Το πώς η Ρωσία κατάφερε να κυριαρχήσει στη βιομηχανία πυρηνικών καυσίμων οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, όπως η γεωλογική θέση της, η τεχνολογική καινοτομία της και η καλοπροαίρετη συμφωνία που συνάφθηκε μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον αμέσως μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Κατ’ αρχάς, η Ρωσία είναι “προικισμένη” με κοιτάσματα ουρανίου, γεγονός που της εξασφαλίζει εκ φύσεως ρόλο. Πέραν αυτού, οι μηχανικοί της ανέπτυξαν ένα σύστημα εμπλουτισμού του ραδιενεργού υλικού που απαιτεί σημαντικά λιγότερη ενέργεια σε σχέση με τις ενεργοβόρες μεθόδους που προτιμούσαν οι Γάλλοι και οι Αμερικανοί μηχανικοί, καθιστώντας την όλη διαδικασία σημαντικά φθηνότερη. Οι δύο αυτοί παράγοντες από μόνοι τους θα εξασφάλιζαν ούτως ή άλλως στη Ρωσία έναν σημαντικό ρόλο στη βιομηχανία εξόρυξης, μετατροπής και εμπλουτισμού ουρανίου. Επιπλέον, το 1993, οι ΗΠΑ και η Ρωσία προχώρησαν σε μια συμφωνία που είναι ευρύτερα γνωστή ως πρόγραμμα “Μεγατόνοι σε Μεγαβάτ”, στο πλαίσιο του οποίου το υψηλού εμπλουτισμού ουράνιο των πρώην Σοβιετικών πυρηνικών κεφαλών μετατράπηκε σε χαμηλού εμπλουτισμού και εστάλη στις ΗΠΑ για να χρησιμοποιηθεί σε εμπορικές πυρηνικές μονάδες. Με απλά λόγια, η αμερικανική πυρηνική βιομηχανία δεν ήταν σε θέση να ανταγωνιστεί τη ρωσική και σταδιακά εξαλείφθηκε, εν μέσω της αδιαφορίας τόσο των Δημοκρατικών όσο και των Ρεπουμπλικανικών κυβερνήσεων.
Ήδη, πριν από την εισβολή της Μόσχας στην Ουκρανία, η αμερικανική πυρηνική βιομηχανία έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την εξάρτησή της από ξένες πηγές. Μετά όμως την εισβολή, τόσο τα στελέχη του κλάδου όσο και κυβερνητικοί αξιωματούχοι μιλούν πλέον για κρίση. Εάν λάβει κανείς υπόψη και το πρόβλημα στον Νίγηρα, τότε μιλάμε για κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Ωστόσο, η επίλυση αυτής της κατάστασης δεν θα είναι εύκολη και θα απαιτούσε στενή συνεργασία των ΗΠΑ με τη Γαλλία – η ειρωνεία είναι ότι πρόκειται για τις δύο δυτικές δυνάμεις με τα μεγαλύτερα συμφέροντα στον Νίγηρα.
Η Ουάσιγκτον και το Παρίσι θα μπορούσαν να εκπονήσουν ένα σχέδιο για την ενίσχυση της παραγωγής τους μέσω της επαναλειτουργίας μονάδων πυρηνικών καυσίμων, και εντείνοντας τη διπλωματική και στρατιωτική στήριξή τους προς χώρες που παράγουν ουράνιο, ξεκινώντας από τον Νίγηρα. Το εγχείρημα θα κοστίσει ακριβά. Αλλά με τον Βλαντίμιρ Πούτιν να έχει δείξει ήδη ότι είναι έτοιμος να χρησιμοποιήσει τα ορυκτά καύσιμα, όπως το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ως όπλο, η Δύση πρέπει να δράσει πριν τον Κρεμλίνο αποφασίσει να πράξει το ίδιο και με το ουράνιο, εξέλιξη που θα καταστήσει την ενεργειακή απεξάρτηση από τον άνθρακα ακόμη δυσκολότερη.
[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Javier Blas, 4/8/2023]