Αν κάτι κατανοήσαμε από τα στοιχεία για το ΑΕΠ του δεύτερου τριμήνου της Κίνας ήταν ότι η ανάκαμψη της Κίνας μετά την εγκατάλειψη των εκτεταμένων μέτρων «Zero Covid» θα είναι ένα πολύ πιο δύσκολο στοίχημα από ότι ήλπιζε αρχικά το Πεκίνο αλλά και πολλοί διεθνείς αναλυτές.
Τα στοιχεία κατέδειξαν ότι η οικονομία της Κίνας επιβραδύνθηκε σημαντικά την άνοιξη σε σχέση με τις αρχές του χειμώνα, με τις εξαγωγές να υποχωρούν σημαντικά, τα ακίνητα να βυθίζονται και το πιο σημαντικό ίσως, ορισμένες τοπικές κυβερνήσεις με υψηλό χρέος να προχωρούν σε υψηλότατες περικοπές δαπανών μετά την εξάντληση των χρημάτων τους.
Ένα τρανταχτό παράδειγμα είναι η πόλη Baoding, μια πόλη 12 εκατομμυρίων κατοίκων στη βόρεια κεντρική Κίνα, η οποία αναγκάστηκε να αναστείλει τα περισσότερα δρομολόγια λεωφορείων την περασμένη εβδομάδα! Ειδήσεις σαν και αυτή ουδείς τις περίμενε όταν η Κίνα ανακοίνωσε ότι θα σταματήσει την πολιτική Zero Covid!
Περνώντας τώρα στα νούμερα, η Κίνα κατέγραψε ετήσια αύξηση 6,3% του ΑΕΠ στο δεύτερο τρίμηνο, χάρη κυρίως στη χαμηλότερη βάση για σύγκριση από την ίδια περίοδο πέρυσι, όταν η χώρα πάλευε με την πανδημία COVID-19.
Βλέπετε, η Κίνα υπολογίζει το ΑΕΠ συγκρίνοντας κάθε τρίμηνο με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, ενώ οι ΗΠΑ συγκρίνουν την παραγωγή κάθε τριμήνου με το προηγούμενο τρίμηνο και προεκτείνουν την ανάπτυξη για ολόκληρο το έτος.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι απλά ότι η δεύτερη οικονομία του πλανήτη έμεινε πίσω από τις προβλέψεις των αναλυτών που ανέμεναν ανάπτυξη 7,3%, αλλά το γεγονός ότι ακόμα και το 6,3% , αντανακλά απλά τη βελτίωση από την απότομη επιβράδυνση του δευτέρου τριμήνου του 2022, μια περίοδο κατά την οποία η μεγαλύτερη πόλη της Κίνας, η Σαγκάη, βρισκόταν σε lockdown δύο μηνών!
Εξετάζοντας λοιπόν την πρόοδο του ΑΕΠ από το ένα τρίμηνο στο άλλο, τουτέστιν με μια πιο ακριβή μέτρηση της οικονομίας που συγκρίνει το δεύτερο τρίμηνο του 2023 με τους προηγούμενους τρεις μήνες, μετά την κατάργηση της πολιτικής «μηδενικού Covid», η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας σημείωσε αύξηση 0,8%, λίγο μεν καλύτερα από τις προσδοκίες των αναλυτών-0,5%- αλλά πολύ χαμηλότερα από το 2,2% την περίοδο Ιανουαρίου-Μαρτίου.
Στα πολύ σημαντικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν χθες πρέπει να προσθέσουμε το
ποσοστό της ανεργίας στο ηλικιακό φάσμα μεταξύ των 16 και των 24 ετών στα αστικά κέντρα, το οποίο έσπασε για άλλον έναν μήνα τα ρεκόρ φθάνοντας τον Ιούνιο το 21,3%.
Επίσης σύμφωνα με την κινεζική εθνική στατιστική υπηρεσία, οι πωλήσεις λιανικής, ο κυριότερος δείκτης της κατανάλωσης των νοικοκυριών, γνώρισε τον Ιούνιο νέα επιβράδυνση.
ΥΠΌ «ΠΊΕΣΗ» ΟΙ ΚΙΝΕΖΙΚΈΣ ΑΤΜΟΜΗΧΑΝΈΣ
Κοιτώντας τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν τη Δευτέρα συνειδητοποιεί κανείς ότι η κινεζική οικονομία έχει επεκταθεί συνολικά κατά 5,5% μέχρι στιγμής το 2023, χάρη όμως στην συνεισφορά του ισχυρού πρώτου τριμήνου του 2023.
Αν απομονώσουμε την εικόνα του δεύτερου τριμήνου βλέπουμε ότι η ανάπτυξη επιβραδύνθηκε τους τελευταίους τρεις μήνες και ότι οι κύριες «ατμομηχανές» της χώρας παρέμειναν υπό πίεση.
– Η μεταποιητική δραστηριότητα συρρικνώθηκε και τους τρεις μήνες του δεύτερου τριμήνου, καθώς ο μεταποιητικός τομέας της Κίνας δέχθηκε πιέσεις από την υποτονική ζήτηση στο εξωτερικό για τις κινεζικές εξαγωγές, εν μέσω επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών σε ολόκληρο τον κόσμο, αλλά και λόγω του αντίκτυπου του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας.
Το γεγονός ότι αρκετές εταιρείες μετακινούν τις αλυσίδες εφοδιασμού από την Κίνα, έχει παίξει επίσης το ρόλο του.
Η Γενική Διοίκηση Τελωνείων ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 12,4% τον Ιούνιο σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα πέρυσι.
Σίγουρα δεν είναι ένα εύπεπτο νούμερο, αν και υπάρχει μια υποσημείωση που το κάνει λιγότερο τρομακτικό:
Πέρυσι, μετά το lockdown στη Σαγκάη, οι έμποροι λιανικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη παρήγγειλαν απόθεμα έως και τριών μηνών από κινεζικά εργοστάσια προκειμένου να αποφύγουν μελλοντικές καθυστερήσεις στην παράδοση. Φέτος οι εταιρείες παραγγέλνουν περίπου το ήμισυ των περυσινών ποσοτήτων, κάτι που αντανακλάται «βίαια» στα νούμερα.
-Οι αδύναμες δαπάνες ωθούν την Κίνα ολοένα και πιο κοντά στον αποπληθωρισμό. Οι τιμές καταναλωτή παρέμειναν σταθερές τον Ιούνιο σε σύγκριση με ένα χρόνο νωρίτερα και στην πραγματικότητα υποχώρησαν ελαφρώς από τα επίπεδα του Μαΐου. Οι τιμές χονδρικής που πληρώνουν οι εταιρείες έχουν επίσης πέσει.
-Οι πωλήσεις και οι τιμές των κατοικιών δεν κατάφεραν να ανακάμψουν, παρά την πολιτική στήριξης από την κυβέρνηση.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Εθνικό Γραφείο Στατιστικής έδειξαν ότι ο δείκτης τιμών των κατοικιών των 70 πόλεων υπό παρακολούθηση υποχώρησε με ετήσιο ρυθμό 2,2% τον Ιούνιο, από ρυθμό μόλις 0,2% τον Μάιο.
Διαβάζοντας αναλυτικότερα τα στοιχεία, βλέπουμε ότι τον Ιούνιο η πτώση των τιμών των κατοικιών εξαπλώθηκε από τις μικρές πόλεις στις μεγάλες πόλεις.
Πρόκειται για ένα μεγάλο πλήγμα της αγοράς ακινήτων που επηρεάζει νομοτελειακά τις κατασκευαστικές βιομηχανίες της χώρας, που αποτελούν τουλάχιστον το ένα τέταρτο της κινεζικής οικονομίας. Υπόψιν δε ότι πρόκειται για έναν ήδη ταλαιπωρημένο κλάδο από δεκάδες χρεοκοπίες σε ομόλογα που εκδόθηκαν εκτός Κίνας.
Μετά από όλα τα παραπάνω, ο εκπρόσωπος του Εθνικού Γραφείου Στατιστικής Fu Linghui κράτησε τον πήχη σταθερό σε σχέση με τις προβλέψεις του Μαρτίου, επαναλαμβάνοντας ότι το Πεκίνο θα «πετύχει» τον στόχο ανάπτυξης πέριξ του 5%.
Υπερθεμάτισε μάλιστα σε κάποια θετικά «σινιάλα» για την κινεζική οικονομία, όπως ότι η ανεργία για τα άτομα ηλικίας 25 έως 59 ετών παρέμεινε χαμηλή, στο 4,1% ή ότι οι πωλήσεις αυτοκινήτων αυξήθηκαν κατά 8,7% τον Ιούνιο σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα.
Όσον αφορά δε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, δήλωσε τη Δευτέρα ότι οι τιμές καταναλωτή δεν προκαλούν ανησυχία και «γενικά μιλώντας, δεν υπάρχει αποπληθωρισμός στην κινεζική κοινωνία και δεν θα υπάρξει στο μέλλον».
Δεδομένου ότι η Κίνα έχει σημαντική επιρροή στην παγκόσμια ανάπτυξη και παραμένει ο μεγαλύτερος εισαγωγέας τροφίμων, λαδιού και πολλών άλλων προϊόντων στον κόσμο, ελπίζουμε να έχει δίκιο.
Οφείλουμε να αναδείξουμε όμως το ρεπορτάζ των New York Times σύμφωνα με το οποίο υπάρχουν πολλές ενδείξεις ότι οι κινεζικές οικογένειες δεν επιθυμούν να ξοδέψουν, κάτι που καταδεικνύει η πτώση των τιμών βασικών αγαθών από το χοιρινό έως τα ακίνητα.
Πολλοί οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η ζήτηση της Κίνας για αγαθά και υπηρεσίες στο μέλλον θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές αποφάσεις του Πεκίνου όσον αφορά την υιοθέτηση ενός γενναίου προγράμματος δαπανών από την κεντρική κυβέρνηση, προκειμένου να τονωθεί η καταναλωτική δραστηριότητα και να αυξηθούν οι θέσεις εργασίας.
Όμως, όπως εξηγήσαμε και παραπάνω, η συσσώρευση χρέους σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης, καθιστά αρκετά δύσκολη μια τέτοια απόφαση.
ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΓΡΑΜΜΗ ΠΛΕΥΣΗΣ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΙ ΟΙΚΟΙ
Μετά τις τελευταίες ανακοινώσεις για τον ρυθμό της κινεζικής ανάπτυξης οι μεγάλοι τραπεζικοί οίκοι έσπευσαν να αναθεωρήσουν επί τα χείρω τις προβλέψεις τους για την πορεία της κινεζικής οικονομίας εντός του 2023.
Η JP Morgan προσάρμοσε τις εκτιμήσεις της για τον ρυθμό ανάπτυξης του κινεζικού ΑΕΠ στο 5%, έναντι της προηγούμενης εκτίμησης για ανάπτυξη 5,5% για το σύνολο του 2023.
Σε παρόμοια υποβάθμιση των προοπτικών της κινεζικής οικονομίας προχώρησε και η Citi, αναμένοντας πλέον ανάπτυξη 5% για την ασιατική χώρα έναντι 5,5% προηγουμένως.
Η Morgan Stanley επίσης «έκοψε» στο 5% την εκτίμηση για την ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας για το 2023, έναντι του 5,7% προηγουμένως.
Οι κλιματικοί στόχοι θα επιβαρύνουν περαιτέρω τον ασιατικό γίγαντα
Μια από τις παραδοχές της διεθνούς κοινότητας είναι ότι δεν έχει και τόσο νόημα να αγωνίζεται ο μισός πλανήτης να μειώσει τις εκπομπές ρύπων τη στιγμή που ο άλλος μισός συνεχίζει να ρυπαίνει.
Ακόμα και αν αυτή η κατάσταση «βολεύει» κάποιες φορές και τις οικονομίες που προπορεύονται στην πράσινη μετάβαση, εντούτοις ο ρυθμός της κλιματικής αλλαγής απαιτεί να σοβαρευτούμε σαν ανθρώπινο είδος στο σύνολο του και να φροντίσουμε επί της ουσίας για το μέλλον των επόμενων γενεών.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, είναι πλέον ζωτική ανάγκη να μοιραστούν όλες οι οικονομίες και όλα τα μέρη του πλανήτη το βάρος της πράσινης μετάβασης και όσοι δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν θα πρέπει να βοηθηθούν από τον ανεπτυγμένο κόσμο.
Είναι θέμα χρόνου λοιπόν, μεγάλες οικονομίες όπως η Κίνα και η Ινδία να προσαρμόσουν ουσιαστικότερα τις οικονομίες τους προκειμένου να μειωθούν ταχύτερα οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου.
Ήδη, μάλιστα, σύμφωνα με τους FT, οι Βρυξέλλες θα πιέσουν τους μεγαλύτερους ρυπαντές στον κόσμο – ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία- να αναλάβουν τη δράση που τους αναλογεί.
Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το μερίδιο του μπλοκ στις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μειώθηκε από 16,8% το 1990 σε 7,3% το 2021.
Η ΕΕ μείωσε τις εκπομπές κυρίως μειώνοντας τη συμμετοχή του ρυπαρού άνθρακα στο μείγμα ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το μερίδιο της Κίνας και της Ινδίας αυξήθηκε καθώς αυξήθηκαν οι ενεργειακές τους ανάγκες.
Η ανισορροπία αυτή φοβίζει τις Βρυξέλλες ότι θα οδηγήσει τη βιομηχανία της ΕΕ σε αντίδραση κατά της πράσινης μετάβασης, καθώς τα περιθώρια της συμπιέζονται τόσο από τους ανταγωνιστές της στις ΗΠΑ που έχουν χαμηλότερο ενεργειακό κόστος και επιδοτήσεις στο πλαίσιο του νόμου για τη μείωση του πληθωρισμού, όσο και από την Κίνα η οποία δεν έχει δεσμευτεί ακόμα επί της ουσίας να μειώσει τους ρύπους της, παράγοντας πολύ φθηνότερα.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό, τους επόμενους μήνες η Κίνα θα πιεστεί από τη διεθνή κοινότητα να δεσμευτεί για υψηλότερους στόχους μείωσης των εκπομπών.
(Φωτό: shutterstock)
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, της Μαίρης Βενέτη, 18/7/2023]