Πληθαίνουν το τελευταίο χρονικό διάστημα άρθρα, αναλύσεις αλλά και οι δημοσκοπήσεις της κοινής γνώμης σε διάφορες χώρες του κόσμου, στις οποίες αποτυπώνεται ένα πρωτόγνωρο κύμα αμφισβήτησης, ή έστω επιφύλαξης, για τα πλεονεκτήματα της ενεργειακής μετάβασης και της υιοθέτησης καθαρών λύσεων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και στις μετακινήσεις και τις μεταφορές.
Πρόσφατο άρθρο των Financial Times σημειώνει ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να υστερούν στον τομέα της υιοθέτησης ηλεκτρικών οχημάτων, σε σύγκριση άλλες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό ότι η απροθυμία των Αμερικανών να αγοράσουν Η/Ο καταγράφεται την ώρα που η κυβέρνηση Μπάιντεν προσφέρει σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις που αγγίζουν και τα 7.500 δολάρια, στην προσπάθειά της να ενισχύσει την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
«Μόλις δύο στους 10 Αμερικανούς είναι πιθανό να αγοράσουν ένα Η/Ο», αναφέρει το δημοσίευμα, ενώ μόνον 6 στους 10 φέρονται διατεθειμένοι να αγοράσουν ένα ηλεκτροκίνητο όχημα, παρακινούμενοι από τα πακέτα επιδότησης που προσφέρει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Ως αιτίες για την απροθυμία των Αμερικανών καταναλωτών αναφέρονται το υψηλό κόστος αγοράς και η διαθεσιμότητα φορτιστών, με την τιμή να παραμένει, ωστόσο, ο βασικός αποτρεπτικός παράγοντας.
Καθώς η ηλεκτροκίνηση θεωρείται εκ των βασικών παραμέτρων της ενεργειακής μετάβασης, είναι σημαντικό να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει και στις υπόλοιπες εκφάνσεις της.
Πέρυσι, οι επενδύσεις στην κατανάωση ενέργειας χαμηλών εκπομπών άνθρακα ανήλθαν στο 1,1 τρισεκατομμύριο δολάρια, σημαντικά αυξημένες από το 2021. Και όμως, αυτό το ρεκόρ επενδύσεων δεν συνέβαλε σε τίποτα για να ενισχύσει την ενεργειακή ασφάλεια των χωρών, καθώς, εκτός από τα κεφάλαια που κατευθύνθηκαν στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, το 2022 ήταν επίσης μια χρονιά που καταγράφηκε σημαντική αύξηση της ζήτησης πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα!
Και όχι μόνο αυτό, αλλά πολλαπλασιάστηκαν και οι προειδοποιήσεις-εκκλήσεις για περισσότερες επενδύσεις σε ορυκτά καύσιμα στα χρόνια που έπονται. Ακόμη και ο επικεφαλής του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας προειδοποίησε νωρίτερα αυτό το μήνα, ότι η αγορά πετρελαίου αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω υποεπένδυσης και λόγω του αυξανόμενου χάσματος μεταξύ προσφοράς και ζήτησης.
Προκαλεί, επομένως, έντονες απορίες το γιατί, ενώ οι πιο ανεπτυγμένες οικονομίες του κόσμου προσπαθούν να μειώσουν την εξάρτησή τους από τα ορυκτά καύσιμα, ενθαρρτύνουν, παράλληλα την παραγωγή ολοένα και περισσότερων υδρογονανθράκων.
Για παράδειγμα, ως άλλο θέατρο του παραλόγου, η Γερμανία που έβαλε λουκέτο στα τελευταία τρία πυρηνικά εργοστάσιά της, που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια με χαμηλές εκπομπές άνθρακα, επέκτεινε την άδειαλειτουργίας ενός ανθρακωρυχείου! Τα ίδια παρατηρούνται και στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών δαπανά δισεκατομμύρια δολαρίων για την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών ενέργειας, αλλά επιμένει, ταυτόχρονα, ότι οι παραγωγοί πετρελαίου πρέπει να αυξήσουν την παραγωγή τους. Ούτε το Ηνωμένο Βασίλειο πάει πίσω σε αυτόν τον παραλογισμό, καθώς ενώ διακηρύττει ότι φιλοδοξεί να γίνει η “Σαουδική Αραβία” της αιολικής ενέργειας, αύξησε πέρυσι σε επίπεδα ρεκόρ, τη ζήτηση φυσικού αερίου.
Αλλά και η Κίνα έχει κατασκευάσει πολλά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού με καύση άνθρακα, παρά το γεγονός ότι διαθέτει τη μεγαλύτερη αιολική και ηλιακή ισχύ στον κόσμο!
Προφανώς, οι κυβερνήσεις τηρούν τα προσχήματα όταν συνεχίζουν να μιλούν με θέρμη για την ανάγκη να προχωρήσει το οραματικό σχέδιο της Ενεργειακής Μετάβασης, επειδή δεν τις συμφέρει να ομολογήσουν ότι έκαναν λάθος και ότι η συνέχιση των πράσινων σχεδίων τους αποτελεί τροχοπέδη για την πραγματική οικονομία.
Όπως επισημαίνουν καλά ενημερωμένες πηγές, το πρόβλημα έγκειται στο –υψηλό- κρυφό κόστος των ΑΠΕ. Το μεγαλύτερο πρόβλημα της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας είναι ότι διαφημίζονται ως φθηνότερες τεχνολογίες από τα ορυκτά καύσιμα και οι υπολογισμοί για να γίνει αυτό, γίνονται με βάση το ισοσταθμισμένο κόστος ενέργειας.
Το ισοσταθμισμένο κόστος ενέργειας είναι ένα απλό μέτρο. Σύμφωνα με το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ, το LCOE μετρά το κόστος ζωής μιας ενεργειακής εγκατάστασης διαιρούμενο με την παραγωγή ενέργειας. Ακούγεται αρκετά απλό και ξεκάθαρο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν είναι.
Το LCOE δεν είναι ένα ολοκληρωμένο μέτρο του κόστους, διότι λαμβάνει υπόψη μόνο το αρχικό κόστος και το κόστος λειτουργίας ενός αιολικού ή ηλιακού πάρκου. Αυτό που δεν συνυπολογίζει αισθητά είναι το κόστος της ενέργειας που δεν παράγεται από αυτά τα πάρκα όταν ο ήλιος δεν λάμπει και ο άνεμος δεν φυσάει.
Πρόκειται για σημαντικό κόστος, διότι όταν ο άνεμος και η ηλιακή ενέργεια δεν λειτουργούν, οι μονάδες ορυκτών καυσίμων πρέπει να αναλάβουν να καλύψουν το κενό και η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν έχει γίνει ακριβή λόγω αυτών των φθηνών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
Εκτός όμως από το LCOE, το οποίο οι υποστηρικτές της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια για να επιχειρηματολογήσουν για την οικονομική τους προσιτότητα, υπάρχουν και άλλα κόστη που γίνονται τώρα γνωστά. Οι τιμές των πρώτων υλών έχουν φτάσει στα ύψη, και δεν μπορεί κανείς να κάνει πολλά γι’ αυτό.
Ο Daniel Yergin έγραψε, νωρίτερα αυτό το μήνα, άρθρο για τη Wall Street Journal, στο οποίο ανέφερε ότι η μετάβαση θα προκαλέσει μια άνθηση των ορυχείων. Ο λόγος είναι, υποστηρίζει, ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια όπως και τα Η/Ο απαιτούν τεράστιες ποσότητες μετάλλων και ορυκτών που δεν παράγονται, ούτε κατ’ ελάχιστο στην αναγκαία κλίμακα. Και αυτό σημαίνει ότι κάποιες ελλείψεις μπορεί κάλλιστα να διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Η περίπτωση του χαλκού
Ο χαλκός είναι μια τέτοια περίπτωση. Η Trafigura προειδοποίησε πέρυσι ότι υπήρχε απόθεμα χαλκού στον κόσμο μόνο για πέντε ημέρες. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αυτό το απόθεμα ήταν πιθανό να συρρικνωθεί περαιτέρω σε μόλις 2,9 ημέρες. Το πόσο επικίνδυνο είναι αυτό γίνεται σαφές από το γεγονός ότι κανονικά, τα παγκόσμια αποθέματα χαλκού μετριούνται σε εβδομάδες.
Ως αποτέλεσμα, οι τιμές του χαλκού πρόκειται να σημειώσουν ρεκόρ φέτος -και πάλι- σύμφωνα με την Trafigura. Αυτό δεν πρόκειται να κάνει τίποτα για την οικονομική προσιτότητα της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, ιδίως δεδομένου ότι δεν είναι το μόνο αγαθό που βρίσκεται σε έλλειψη.
Δεν προκαλεί, επομένως, περιέργεια που οι βιομηχανίες αιολικής και ηλιακής ενέργειας δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν σήμερα, παρά τις αισιόδοξες εκθέσεις που συνεχίζουν να επιμένουν ότι η αιολική και η ηλιακή ενέργεια είναι οι φθηνότερες πηγές ενέργειας.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και ο άνθρακας εξακολουθούν να είναι απαραίτητοι για την παγκόσμια ενεργειακή ασφάλεια. Μπορεί το LCOE τους να είναι υψηλότερο από εκείνο της αιολικής και της ηλιακής ενέργειας, αλλά το ίδιο ισχύει και για την αξιοπιστία τους, διότι, σε αντίθεση με αυτά τα δύο, η ενέργεια από ορυκτά καύσιμα είναι παντού και πάντα διαθέσιμη και μπορεί να παρέχεται όποτε χρειάζεται.
Την ίδια ώρα στην Ελλάδα, όπου η κατανάλωση ηλεκτρισμού μειώθηκε το 2022 κατά 3,1% και η κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 19,7% έναντι του 2021 αντίστοιχα, εξακολουθούμε να θεωρούμε πυλώνα της ενεργειακής πολιτικής τη μαζική διείσδυση ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα. Σύμφωνα με τα υπάρχοντα επίσημα στοιχεία, το 2022 εγκαταστάθηκαν στην Ε.Ε. 50 GW νέες ΑΠΕ, από τα οποία περίπου 2 GW εγκαταστάθηκε μόνο στην Ελλάδα. Η χώρα μας κάλυψε, επίσης, το 45% της κατανάλωσης ηλεκτρισμού, από ΑΠΕ, έναντι 41% το 2021 και έχει θέσει ως στόχο να πετύχει κάλυψη αναγκών σε ηλεκτρική ενέργεια από ΑΠΕ, σε ποσοστό 80% έως το 2030.
[ΠΗΓΗ: https://www.energia.gr/, του Αδάμ Αδαμόπουλου, 19/4/2023]