ΓΙΑΤΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΗΝ ΥΦΕΣΗ

Παρά τα “μαύρα σύννεφα” που μαζεύονται πάνω από την Ευρώπη, φέρνοντας μέσα από την ενεργειακή κρίση μεγάλη οικονομική επιβράδυνση αν όχι ύφεση, η Ελλάδα έχει τις προδιαγραφές να κάνει στις αρχές του 2023 μια πολύ καλή εκκίνηση, ανάλογη με αυτήν της αρχής του 2022.

Η ανάπτυξη του τρέχοντος έτους, η οποία αναμένεται να φτάσει (ή και να ξεπεράσει κατά τους πιο αισιόδοξους) το 5,3%, θα έχει να κληρονομήσει για τον επόμενο χρόνο μια θετική αναπτυξιακή εκκίνηση, που θα βοηθήσει να έχουμε θετική ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του επόμενου χρόνου. 

Στη συνέχεια, η οικονομία έχει να περιμένει από τη συνέχιση της αναπτυξιακής δυναμικής που έχει αναπτύξει ήδη μέσα στο 2022, έτος στο οποίο το υπουργείο Οικονομικών περιμένει ρεκόρ ξένων επενδύσεων. Τούτο με δεδομένο ότι το πρώτο εξάμηνο οι καθαρές άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν φτάσει τα 4 δισ. ευρώ, ενώ ολόκληρο το 2021 ήταν 5 δισ. ευρώ.

Ένα δεύτερο στοιχείο θετικής ανάπτυξης, θα είναι η επιτάχυνση της υλοποίηση ενταγμένων έργων και επενδύσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ο προγραμματισμός από Αθήνα και Βρυξέλλες είναι να εισρεύσουν μέσα στον επόμενο χρόνο 5,3 δισ. ευρώ από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου. Οι δαπάνες από το Ταμείο Ανάπτυξης για το 2023 υπολογίζονται ότι θα φτάσουν το ίδιο ποσό, προσθέτοντας στο ΑΕΠ περίπου 2,65%. Παράλληλα, μετά την ταχεία ενεργοποίηση και του ΕΣΠΑ 2021-2027, αναμένεται να εισρεύσουν στην οικονομία μέσα στον επόμενο χρόνο περίπου 1,2-1,5 δισ. ευρώ (περίπου 0,75% του ΑΕΠ). Αν μάλιστα ο σχεδιασμός προχωρήσει γρηγορότερα, τα αποτελέσματα θα είναι ακόμη καλύτερα. 

Μικρή η επίδραση της αύξησης επιτοκίων 

Αρνητικά αναμένεται να επιδράσει η αύξηση των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία αναμένεται να αυξήσει τα επιτόκια του ευρώ μέχρι και το 4% ως το τέλος του 2023. Ωστόσο, η επίδραση της αύξησης του κόστους χρήματος θα περιοριστεί ίσως στις συναλλαγές των ιδιωτών σε ό,τι αφορά κάποιες κατηγορίες μακροχρόνιων (κυρίως στεγαστικών) και καταναλωτικών δανείων. Η ζημιά αναμένεται να είναι σχετικά μικρή, καθώς οι εμπορικές τράπεζες, μετά τις απώλειες που είχαν κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, είχαν περιορίσει σημαντικά την πιστωτική επέκταση προς την πραγματική οικονομία. Συνεπώς, ο έμμεσος περιορισμός της ρευστότητας στην οικονομία μέσω της αύξησης των επιτοκίων δεν θα επιδράσει το ίδιο με άλλες χώρες της ΕΕ που είχαν τα προηγούμενα χρόνια υψηλούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης.

Στον δημόσιο δανεισμό, αν και τα πράγματα δείχνουν να είναι πιο δύσκολα …δεν είναι. Η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλές ετήσιες χρηματοδοτικές ανάγκες, που δεν υπερβαίνουν τα 12-15 δισ. ευρώ ως το 2030. Επιπλέον, μετά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, έχει ένα πολύ υψηλό υπόλοιπο ταμειακών διαθεσίμων. Το υπόλοιπο αυτό είναι σήμερα 39 δισ. ευρώ και δεν αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από τα 35 δισ. ευρώ ως το τέλος του χρόνου. Με τα χρήματα αυτά μπορεί να καλύψει τις ανάγκες της για τουλάχιστον 2,5 χρόνια, χωρίς να δανειστεί από τις αγορές.

Η επίδραση της ενεργειακής κρίσης 

Το μόνο που ανησυχεί σοβαρά το οικονομικό επιτελείο είναι η ένταση και η διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, με δεδομένο ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν φαίνεται ότι θα τελειώσει σύντομα. Ο υψηλός πληθωρισμός ροκανίζει τα εισοδήματα και δημιουργεί την ανάγκη νέων μέτρων στήριξης της οικονομίας, τα οποία μόνο για το 2022 αναμένεται να φτάσουν τα 13,2 δισ. ευρώ, τα οποία θα πρέπει να μειωθούν τον επόμενο χρόνο με παράλληλα μέτρα εξοικονόμησης. 

Σε ό,τι αφορά την εξάρτηση από το φυσικό αέριο, η Ελλάδα έχει περισσότερες εναλλακτικές από άλλα κράτη της Βόρειας Ευρώπης. Οι ενεργειακές ανάγκες για θέρμανση είναι μικρότερες αφού ο χειμώνας στην χώρα μας είναι μικρότερος, ενώ ο μοναδικός κλάδος της μεταποίησης ο οποίος συναρτά την παραγωγή του με το φυσικό αέριο είναι η ηλεκτροπαραγωγή. Σε αυτό, η Ελλάδα έχει εναλλακτική λύση, την επαναφορά στον λιγνίτη, ο οποίος υπό τις παρούσες συνθήκες είναι πολύ φθηνότερος.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Τάσου Δασόπουλου, 14/9/2022]