Οι Ευρωπαίοι ιθύνοντες διαβεβαίωναν κατηγορηματικά ότι ο ανταγωνισμός θα οδηγούσε στη μείωση των τιμών του φυσικού αερίου και του ηλεκτρισμού, προς όφελος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Όμως, από τη δεκαετία του 2000 έχει συμβεί ακριβώς το αντίθετο. Κι αν η χαοτική οικονομική ανάκαμψη μετά την αναστάτωση της πανδημίας πυροδότησε την τρέχουσα έκρηξη των τιμών, η απορρύθμιση προκαλεί μια πολύ πιο ανησυχητική δομική αύξηση των τιμών. Χαρακτηριστική είναι η ανάλυση του παραδείγματος της Γαλλίας, η οποία στις βασικές της γραμμές ισχύει για όλη την Ε.Ε. –και βεβαίως για την Ελλάδα.
Από τα τέλη του καλοκαιριού του 2021, οι τιμές της ενέργειας ακολουθούν έντονη ανοδική πορεία σε όλο τον κόσμο. Στη Γαλλία, από την 1η Ιανουαρίου έως τον Οκτώβριο του 2021, η ρυθμιζόμενη από την κυβέρνηση τιμή του φυσικού αερίου αυξήθηκε κατά 57% για τα νοικοκυριά. Η ηλεκτρική ενέργεια ακολουθεί τον ίδιο δρόμο: καθώς η μεγαβατώρα πέρασε, μέσα σε μια δεκαετία, από τα 120 ευρώ στα 190, αναμένεται ότι το 2022 ο λογαριασμός των ιδιωτών θα εκτιναχθεί στα ύψη. Η κρίση αυτή οδηγεί τον πληθωρισμό της ευρωζώνης στο υψηλότερο σημείο του από το 2008 (3,4% μέσα σε έναν χρόνο) και απειλεί ιδιαίτερα τα άτομα σε επισφάλεια και τις επιχειρήσεις. Όσο κι αν πολλοί σχολιαστές αιτιολογούν το φαινόμενο αποκλειστικά με βάση την οικονομική συγκυρία, οι πραγματικοί λόγοι θα πρέπει να αναζητηθούν στις Βρυξέλλες.
Στις 19 Σεπτεμβρίου του 1996, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης υιοθετούν μια κοινοτική οδηγία σχετικά με τους «κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας». Για τη διαχείριση αυτού του φυσικού μονοπωλίου, πολλά κράτη-μέλη έχουν δημιουργήσει μια ολοκληρωμένη δημόσια υπηρεσία που διασφαλίζει την παραγωγή, τη μεταφορά και τη διανομή του ρεύματος. Όμως, οι Βρυξέλλες επιθυμούν να εγκαθιδρύσουν «μια αγορά ηλεκτρικής ενέργειας με ανταγωνισμό και ανταγωνιστικότητα». Μέσα σε λιγότερα από δύο χρόνια, μια άλλη οδηγία εκκινεί την ιδιωτικοποίηση του φυσικού αερίου.
Η μέθοδος επινοήθηκε από τους οικονομολόγους της Σχολής του Σικάγο, δοκιμάστηκε πειραματικά στη Χιλή του Πινοσέτ και κατόπιν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στηρίζεται σε δύο αρχές. Ο «διαχωρισμός ιδιοκτησίας» αποσκοπεί στην απομόνωση δραστηριοτήτων που προηγουμένως ήταν ενσωματωμένες στο πλαίσιο μιας ενιαίας δημόσιας επιχείρησης, έτσι ώστε να καταστούν ανεξάρτητες η μία από την άλλη. Αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας είναι οι δραστηριότητες διαχείρισης των δικτύων, οι οποίες οφείλουν να διαχωριστούν εντελώς από τις υπόλοιπες, πρώτα λογιστικά και μετά και νομικά, προκειμένου να διασφαλίζεται «ακριβοδίκαιη» μεταχείριση σε όλους τους παραγωγούς και τους παρόχους που θα ανταγωνίζονται στις απορρυθμισμένες αγορές. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2000, από τη Γαλλική Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (EDF) αποσπάστηκαν το Δίκτυο Μεταφοράς Ηλεκτρισμού (RTE) και το Γαλλικό Δίκτυο Διανομής Ηλεκτρισμού (ERDF, το οποίο στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Enedis). Όσον αφορά το Γαλλικό Φυσικό Αέριο (GDF, μετά την ιδιωτικοποίησή του μετονομάστηκε σε GDF Suez και στη συνέχεια σε Engie), το δίκτυο αγωγών αερίου υψηλής πίεσης και οι δραστηριότητες διανομής μεταβιβάστηκαν αντίστοιχα στην GRTgaz και στο Γαλλικό Δίκτυο Διανομής Φυσικού Αερίου (GRDF).
Η δημιουργία χρηματιστηρίων φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, στα οποία διαμορφώνονται οι τιμές αγοράς, ανταποκρίνεται στη δεύτερη θεμελιώδη αρχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Η αποστολή τους συνίσταται στην αντικατάσταση των τιμολογήσεων που ρυθμίζονταν από τις δημόσιες αρχές. Στη Γαλλία, η επιχείρηση Powernext δημιούργησε το δικό της Χρηματιστήριο Ηλεκτρικής Ενέργειας το 2001 και το Χρηματιστήριο Φυσικού Αερίου το 2008, πριν οι εθνικές αγορές ενσωματωθούν σταδιακά σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Δημιουργήθηκαν αρκετοί τύποι συμβολαίων, ώστε να καλύπτονται οι ανάγκες των παρόχων ενέργειας. Τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης επιτρέπουν την ετεροχρονισμένη παράδοση ποσοτήτων ανά έτος, μήνα, ακόμα και για την επόμενη εβδομάδα, με τιμή καθορισμένη εκ των προτέρων. Τα συμβόλαια άμεσης παράδοσης («spot») αφορούν παραδόσεις της επομένης ημέρας ή εντός ολίγων ημερών, καθώς και τις αγορές σε πραγματικό χρόνο.
Η απελευθέρωση του αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος δεν εμφάνιζε παντού τα ίδια πολιτικά διακυβεύματα ούτε τις ίδιες δυσκολίες. Για παράδειγμα, η Γαλλία ουσιαστικά δεν παράγει φυσικό αέριο και είναι υποχρεωμένη να το εισάγει. Το 2020, οι κυριότεροι προμηθευτές της ήταν η Νορβηγία (36%), η Ρωσία (17%), η Ολλανδία και η Αλγερία (8% καθεμία) και η Νιγηρία (7%)1. Από τη στιγμή που η διαχείριση του δικτύου κατέστη «ανεξάρτητη» από το μέχρι τότε ιστορικό μονοπώλιο, οι ανταγωνιστές του έχουν τη δυνατότητα να αγοράζουν αέριο από διάφορες χώρες παραγωγής και να το πωλούν στους καταναλωτές, καταβάλλοντας απλώς τέλη για το δικαίωμα χρήσης των γαλλικών υποδομών. Ο πλέον ανταγωνιστικός πάροχος είναι εκείνος που προμηθεύεται φυσικό αέριο στην καλύτερη τιμή… ή συμπιέζει περισσότερο το λειτουργικό κόστος του.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο:
[ΠΗΓΗ: https://peripteron.eu/, του Aurélien Bernier, μετάφραση Βασίλης Παπακριβόπουλος, από monde-diplomatique.gr, 31/1/2022]