ΤΑ «ΚΑΛΛΙΓΡΑΦΕΝΙΑ» ΣΤΡΩΣΙΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ

«Ξεκίνησα να υφαίνω σε ηλικία 14-15 ετών. Τα πόδια μου δεν έφταναν καλά καλά στις πατήτρες. Ο αργαλειός ήταν στημένος στο δωμάτιο που κοιμόμασταν. Η μάνα μου, Βάγια Παπαθανασίου Μοσχοπούλου, είχε ξεκινήσει να ετοιμάζει τις προίκες, για μένα και την αδελφή μου. Ετοίμαζε τα βαμβακερά στρωσίδια. Σεντόνια, πετσέτες, τραπεζομάντηλα, κρεβατόγυρους, ατζακόγυρους. Το πρώτο μου υφαντό ήταν μια πλαγκέτα μάλλινη σε μπλε χρώμα. Στη συνέχεια, έφτιαξα πλαγκέτες σε διάφορα χρώματα, για μένα και την αδελφή μου. Το πρώτο μου καλλιγραφένιο μάλλινο χαλί το έφτιαξα το 1954…».

Στα 85 της χρόνια, η Ρίνα Παπαθανασίου- Τσιούντου θυμάται σαν χθες τη μέρα που πήρε το «βάπτισμα του πυρός» στον αργαλειό, υφαίνοντας για δεκαετίες περίτεχνα δημιουργήματα, μεταξύ αυτών και τα ξακουστά «καλλιγραφένια» υφαντά, τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την παράδοση του Παλαιοχωρίου Χαλκιδικής. Στα «καλλιγραφένια» ή «καλλιγραφικά» κιλίμια, που χρησιμοποιούνταν κυρίως ως στρωσίδια στα κρεβάτια των οικιών, ως «μπάντες» για την επένδυση των τοίχων ή ως χαλιά για τα πατώματα, έβαζαν όλη τους την τέχνη οι υφάντρες της περιοχής για να αποδώσουν τα εντυπωσιακά πολύχρωμα λουλούδια και κυρίως τις τριανταφυλλιές που τα κοσμούν.

Χαρακτηριστικά δείγματα των «καλλιγραφένιων» υφαντών του Παλαιοχωρίου περιλαμβάνονται σε μια καλαίσθητη έκδοση που εκπονήθηκε από συντονιστική επιτροπή κατοίκων του Παλαιοχωρίου και εκδόθηκε από τον Ι.Ν. Παμμεγίστων Ταξιαρχών Παλαιοχωρίου. Μέσα από το συλλογικό αυτό έργο «περνά» όλη η ιστορία των «καλλιγραφένιων» υφαντών του Παλαιοχωρίου και κατ’ επέκταση μιας παράδοσης που είχε να κάνει με την ίδια την οικιακή οικονομία της περιοχής που κυριαρχούσε μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η μηχανικός περιβάλλοντος Τ.Ε. και κάτοικος Παλαιοχωρίου, Φωτεινή Μιχαλέου, «υφαίνοντας» κι αυτή με τη σειρά της την ιστορία του τόπου της στα κείμενα που προλογίζουν την έκδοση.

«Στόχος της εθιμοτυπίας αυτής», σημειώνει, «ήταν να συμβάλλει στην συμπλήρωση νοικοκυριού, μετά τη γαμήλια ένωση νέων ανθρώπων. Ο γαμπρός εξασφάλιζε το οίκημα και η νύφη είχε την υποχρέωση να το νοικοκυρέψει, με στρωσίδια, σκεπάσματα, σεντόνια, τραπεζομάντιλα, που τα έφερνε στο νέο σπιτικό από την οικογένειά της. Όλα ήταν υφαντά, μάλλινα ή βαμβακερά. Τα μάλλινα χρησιμοποιούνταν για τον βαρύ χειμώνα και τις παγωμένες νύχτες ενώ τα βαμβακερά το καλοκαίρι».

Ήταν αυτή η αγωνία για τα προικιά της νύφης που με γλαφυρό τρόπο περιγράφει μια άλλη από τις ξακουστές υφάντρες του Παλαιοχωρίου, η Ρίνα Παπαγυρίου – Βέλλιου, που οδηγούσε τα κορίτσια της περιοχής στον …αργαλειό. «Από την τότε ζωή των παιδικών μου χρόνων, θυμάμαι την αγωνία των γονιών, για το μεγάλωμα των παιδιών, που εστιαζόταν κυρίως σε δύο ενότητες. Στο να υπάρχει γη, για να μπορεί να καλυφθεί η τροφή της οικογένειας και η αγωνία της μητέρας, για το πώς θα ετοιμάσει τις προίκες των κοριτσιών της, γιατί και λεφτά χρειαζόταν και πολλή δουλειά», επισημαίνει η 70χρονη, η οποία έφτιαξε μόνη την προίκα της, δουλεύοντας ολημερίς μπροστά στον αργαλειό, από τα 15 της χρόνια, ενώ δούλευε παράλληλα και τα «αγοραστά», αυτά δηλαδή που οι γυναίκες της περιοχής εμπορεύονταν.

«Δεν ήταν (τα “αγοραστά”) πολυματάρκα, επειδή οι κλωστές ήταν δικές μας χειροποίητες. Αυτά τα καλλιγραφένια, η μάνα μου τα εμπορευόταν μόνη της. Κουβαλούσε τα ζώα μας και πήγαινε στα χωριά δίπλα στις λίμνες, Βόλβη και Κορώνεια και τα πουλούσε. Δεν θυμάμαι πόσο τα πουλούσε, αλλά μια φορά, γύρω στο ‘62, το αντάλλαξε με μια γίδα και μας τη έφερε. Η μάνα μου δούλευε και πολυματάρκα για τους εμπόρους κυρίως της Αρναίας. Εκείνα τα χρόνια, ο αργαλειός ήταν ένα με τη ζωή μας»…

Διαβάστε εδώ ολόκληρο το άρθρο:

[ΠΗΓΗ: https://www.zougla.gr/, 22/7/2020]