ΚΟΛΛΗΜΕΝΕΣ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ, ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΠΡΟΣΕΛΚΥΣΗΣ ΝΕΩΝ

Οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων παραμένουν αρνητικές από το 2009

Αποτελεί πλέον κοινή παραδοχή πως η Ελλάδα χρειάζεται ένα επενδυτικό σοκ της τάξης των 80 με 100 δισ. ευρώ προκειμένου να επιστρέφει στο μονοπάτι της ανάπτυξης,

Παρά τις σποραδικές αναφορές που δείχνουν πως η χώρα έχει πετύχει πρόοδο στο κομμάτι της προσέλκυσης επενδύσεων, τα επίσημα στοιχεία της ΤτΕ φανερώνουν πως οι ακαθάριστες επενδύσεις κεφαλαίου του ιδιωτικού τομέα μειώθηκαν την τελευταία δεκαετία από 22% του ΑΕΠ το 2007, σε 8% του ΑΕΠ το 2017. Εάν αφαιρεθούν οι αποσβέσεις, οι καθαρές επενδύσεις κεφαλαίου των επιχειρήσεων παραμένουν αρνητικές από το 2009.

Το ότι τα ξένα κεφάλαια συνεχίζουν να αποστρέφονται σθεναρά την Ελλάδα αποτυπώνεται και με βάση τα στοιχεία της Eurostat, που καθιστούν σαφές πόσο μεγάλη είναι η απόσταση που χωρίζει τη χώρα μας από την υπόλοιπη Ευρώπη. Η αναλογία ξένων επενδύσεων προς ΑΕΠ στην Ελλάδα παραμένει σε ένα από τα χαμηλότερα επίπεδα της Ευρωζώνης: τα κεφάλαια που έχουν επενδυθεί φτάνουν στο 17,4% του ΑΕΠ (10 δις. ευρώ περίπου).

Στη δεύτερη θέση από το τέλος έπεται η Ιταλία, με 26,8% του ΑΕΠ αξία ξένων επενδύσεων. Αντιθέτως, στην Κύπρο τα ξένα κεφάλαια φτάνουν στο ιλιγγιώδες 1.009% του ΑΕΠ, στην Ιρλανδία στο 432,6% του ΑΕΠ, ενώ ακόμα και στην «αδύναμη» οικονομικά Πορτογαλία ανέρχονται στο 80,2% του ΑΕΠ.

Τα μεγέθη δείχνουν την τεράστια απόσταση που πρέπει να διανύσει η χώρα μας και εξηγούν γιατί ο ΣΕΒ, ο ΙΟΒΕ και πολλοί άλλοι οργανισμοί και αναλυτές ομιλούν για το επενδυτικό έλλειμμα 80-100 δισ. ευρώ που αναφέρθηκε παραπάνω.

Ανάπτυξη σε πήλινα πόδια

Ωστόσο, όπως ανέδειξαν το τελευταίο διάστημα το ΔΝΤ αλλά και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, η Ελλάδα συνεχίζει να μην έχει τα «πολεμοφόδια» για να προσελκύσει ξένα κεφάλαια και να πείσει τις αγορές. Πέρα από την παράλογη υπερφορολόγηση, η γραφειοκρατία, η διαφθορά, η πολιτική και νομοθετική αστάθεια και άλλοι παράγοντες συντηρούν τη χώρα σε πολύ χαμηλή θέση στην παγκόσμια κατάταξη σε όρους ανταγωνιστικότητας.

Το έλλειμμα αυτό πρέπει να καλυφθεί από τον ιδιωτικό τομέα. Και τούτο, διότι οι τράπεζες αδυνατούν να παράσχουν ρευστότητα, αλλά και το κράτος (λόγω του Μνημονίου και της «λιτότητας» που έχει επιβάλει στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων) δεν μπορεί να διαθέσει χρήμα στην αγορά, αλλά και επιμένει στα άτυπη στάση πληρωμών για να «παράγει» υπερπλεονάσματα. Εάν εξαιρέσει κανείς ορισμένες ιδιωτικοποιήσεις που είχαν δρομολογηθεί προ ετών, εμβληματικές επενδύσεις που θα μπορούσαν να ανατρέψουν την εικόνα, όπως αυτή του Ελληνικού, του Κατάρ στη Ζάκυνθο, της Eldorado στη Χαλκιδική, της Dophin στις Νηές ή της NCH Capital στην Κέρκυρα, παραμένουν στάσιμες ή καταγράφουν μικρή πρόοδο.

Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια αρκετές είναι οι πολυεθνικές που έχουν αναστείλει ή αναβάλει επενδυτικές τους κινήσεις στην Ελλάδα, τηρώντας στάση αναμονής. Ταυτόχρονα, στα κεντρικά των πολυεθνικών έχουν ληφθεί αποφάσεις που περιορίζουν τον ρόλο της Ελλάδας ως hub ή ως χώρας-επικεφαλής ευρύτερων περιοχών και διευθύνσεων, μεταφέροντας παράλληλα αρμοδιότητες και μειώνοντας προσωπικό.

Ως μεγαλύτερο εμπόδιο, πέραν του ευρύτερου ρίσκου χώρας, είναι η ατέρμονη γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης. Η πιο χαρακτηριστική αναφορά σε αυτήν τη διαχρονική πληγή του ελληνικού κράτους ήταν οι προ διμήνου δηλώσεις του CEO της Fraport Greece, Αλεξάντερ Τζινέλ, η οποία έχει αναλάβει τη διαχείριση των 14 περιφερειακών αεροδρομίων για τα επόμενα 40 χρόνια. Όπως ανέφερε, η εταιρεία χρειάστηκε να λάβει περισσότερες από 200 άδειες και εγκρίσεις για να ξεκινήσουν οι εργασίες στα αεροδρόμια, την ώρα που στη Λίμα του Περού δεν χρειάστηκε καμία άδεια, ενώ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας χρειάστηκαν μόλις δύο εγκρίσεις.

[ΠΗΓΗ: ΚΕΦΑΛΑΙΟ-ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ, του Νίκου Χρυσικόπουλου, 8/9/2018]