FITCH: ΤΡΑΠΕΖΕΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΧΑΛΑΡΩΣΗ ΚΑΙ ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών είναι ο ένας από τους συνολικά τρεις παράγοντες κινδύνου σύμφωνα με την ανάλυση που συνοδεύει την χθεσινή αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας από τον οίκο αξιολόγησης Fitch. Αναφέρεται μάλιστα ότι μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των προβλέψεων.

Οι άλλοι δύο παράγοντες κινδύνου είναι η πιθανή αναστροφή της ασκούμενης πολιτικής μετά το πρόγραμμα λόγω και του εκλογικού κύκλου (δεν αποκλείει ούτε πρόωρες εκλογές λόγω της συμφωνίας των Πρεσπών) ,αλλά και μία έκρηξη εισαγωγών η οποία θα ανοίξει και πάλι την “ψαλίδα” του εξωτερικού ισοζυγίου.

Οι  3 αυτοί παράγοντες κινδύνου αλλά και οι 3 πηγές για ταχύτερες αναβαθμίσεις το επόμενο διάστημα περιγράφονται στο κείμενο που συνοδεύει την 2η κατά σειρά φέτος αναβάθμιση από τον οίκο. Οδηγεί την Ελλάδα μόλις τρεις “σκάλες” κάτω από την επενδυτική βαθμίδα (αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας σε “BB-” από “B” προηγουμένως, διατηρώντας παράλληλα σταθερό το outlook).

Στο δημοσιονομικό πεδίο, εκτιμά ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα είναι οριακά κάτω του 3,5% του ΑΕΠ που ορίζει ο ESM έως και το 2023. Επίσης, βασίζεται σε ΑΕΠ υψηλότερο των εκτιμήσεων της Κομισιόν : αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,1% φέτος και κατά 2,6% το 2019.

Σύμφωνα με τον οίκο, οι μελλοντικές εξελίξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μία αρνητική αξιολόγηση περιλαμβάνουν μία πιθανή:

  1. Χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής ή / και η αντιστροφή των πολιτικών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του προγράμματος του ESM.
  2. Ανεπιθύμητες εξελίξεις στον τραπεζικό τομέα που θα αυξάνουν τους κινδύνους για την πραγματική οικονομία και για τα δημόσια οικονομικά.
  3. Την εκ νέου δημιουργία ελλειμμάτων στο ισοζύγιο των  τρεχουσών συναλλαγών, μέσα από μία αποδυνάμωση της καθαρής εξωτερικής θέσης.

Αντιθέτως, οι 3 μελλοντικές εξελίξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες αναβαθμίσεις περιλαμβάνουν:

  1. Την σταθερότητα στην επίτευξη περαιτέρω πρωτογενών πλεονασμάτων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνη ότι η οικονομική ανάκαμψη θα διατηρηθεί με την πάροδο του χρόνου.
  2. Την συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής μετά την έξοδο της Ελλάδας από το πρόγραμμα, μέσα από μία “ομαλή” σχέση μεταξύ των επίσημων πιστωτών και μέσα από ένα σταθερό πολιτικό περιβάλλον.
  3. Την απομείωση των κινδύνων στο τραπεζικό τομέα και των επιπτώσεων που αυτοί θα είχαν σε δημοσιονομικό επίπεδο.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr/, της Δήμητρας Καδδά, 11/8/2018]