Απόσπασμα από το βιβλίο του Άλαν Γκρίνσπαν, προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ από το 1987 ως το 2006, «The Map and the Territory: Risk, Human Nature, and the Future of Forecasting».
Αν η Κίνα επρόκειτο να μετατρέψει σε χρυσό ένα σχετικά μικρό μέρος των αξίας 4 τρισ. δολαρίων συναλλαγματικών αποθεμάτων της, το νόμισμα της χώρας θα μπορούσε να αποκτήσει απροσδόκητη δύναμη στο σημερινό διεθνές οικονομικό σύστημα. Θα ήταν ένας τζόγος, φυσικά, για την Κίνα να χρησιμοποιήσει μέρος των αποθεμάτων της για να αγοράσει αρκετό χρυσό ώστε να εκτοπίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες από την θέση τους ως τον παγκοσμίως μεγαλύτερο κάτοχο νομισματικού χρυσού. (Την άνοιξη του 2014, τα αποθέματα των ΗΠΑ ανέρχονταν σε 328 δισ. δολάρια.) Αλλά το κόστος για το λάθος, από την άποψη της απώλειας τόκων και του κόστους αποθήκευσης, θα είναι μέτριο. Για τον υπόλοιπο κόσμο, οι τιμές τού χρυσού σίγουρα θα αυξάνονταν, αλλά μόνο κατά την διάρκεια της συσσώρευσης. Είναι πιθανό να ξαναγυρνούσαν στα προηγούμενα επίπεδα μόλις η Κίνα επετύγχανε τον στόχο της.
Το ευρύτερο ζήτημα – η επιστροφή στον κανόνα τού χρυσού με οποιαδήποτε μορφή – δεν υπάρχει πουθενά στον ορίζοντα κανενός. Έχει λίγους υποστηρικτές στην σημερινή σχεδόν καθολική αποδοχή των επίσημων νομισμάτων και των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών. Ωστόσο, ο χρυσός έχει ειδικές ιδιότητες που δεν διαθέτει κανένα άλλο νόμισμα, με την πιθανή εξαίρεση του αργύρου. Για περισσότερο από δύο χιλιετίες, ο χρυσός έχει σχεδόν αδιαμφισβήτητη αποδοχή ως πληρωμή. Ποτέ δεν απαίτησε πιστωτική εγγύηση τρίτου. Δεν αναγείρονται ερωτήματα όταν ο χρυσός ή άμεσες απαιτήσεις σε χρυσό προσφέρονται ως εξόφληση υποχρεώσεων˙ Για παράδειγμα, ήταν η μόνη μορφή πληρωμής που δέχονταν οι εξαγωγείς προς την Γερμανία καθώς ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος πλησίαζε στο τέλος του. Σήμερα, η αποδοχή των επίσημων χρημάτων – νομίσματα που δεν υποστηρίζονται από ένα περιουσιακό στοιχείο εγγενούς αξίας – στηρίζεται στην πιστωτική εγγύηση των κυρίαρχων εθνών προικισμένων με αποτελεσματική φορολογική δύναμη, μια εγγύηση που σε συνθήκες κρίσης δεν ταιριάζει πάντα με την καθολική αποδοχή τού χρυσού.
Εάν το δολάριο ή οποιοδήποτε άλλο επίσημο νόμισμα ήταν καθολικά αποδεκτό ανά πάσα στιγμή, οι κεντρικές τράπεζες δεν θα χρειαζόταν να κατέχουν καθόλου χρυσό. Το γεγονός ότι το κάνουν υποδεικνύει ότι τα εν λόγω νομίσματα δεν αποτελούν ένα καθολικό υποκατάστατο. Από τις 30 προηγμένες χώρες που αναφέρουν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, μόνο τέσσερις δεν κατέχουν χρυσό ως μέρος τού αποθεματικού ισοζυγίου τους. Πράγματι, σε τιμές αγοράς, ο χρυσός που κατέχουν οι κεντρικές τράπεζες των ανεπτυγμένων οικονομιών ήταν αξίας 762 δισεκατομμυρίων δολαρίων την 31η Δεκέμβρη 2013, αντιπροσωπεύοντας το 10,3% των συνολικών αποθεματικών τους. (Το ΔΝΤ έχει ως απόθεμα επιπλέον 117 δισεκατομμύρια δολάρια). Εάν, σύμφωνα με τα λόγια τού Βρετανού οικονομολόγου John Maynard Keynes, ο χρυσός ήταν ένα «βάρβαρο απομεινάρι», οι κεντρικές τράπεζες σε όλο τον κόσμο δεν θα είχαν τόσο πολύ από ένα περιουσιακό στοιχείο τού οποίου ο δείκτης απόδοσης, συμπεριλαμβανομένου του κόστους αποθήκευσης, είναι αρνητικός.
Έχουν υπάρξει πολλές περιπτώσεις όπου οι πολιτικοί έχουν σκεφθεί να ξεπουλήσουν χρυσό. Το 1976, για παράδειγμα, είχα συμμετάσχει, ως πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, σε μια συζήτηση όταν ο τότε υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, William Simon και ο τότε πρόεδρος της Federal Reserve Board, Arthur Burns, συναντήθηκαν με τον πρόεδρο Gerald Ford για να συζητήσουν την πρόταση του Simon, να πουλήσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες 275 εκατομμύρια ουγγιές χρυσού και να επενδύσουν τα έσοδα σε τοκοφόρα περιουσιακά στοιχεία. Εκεί που ο Simon, ακολουθώντας την άποψη του οικονομολόγου Milton Friedman εκείνη την εποχή, υποστήριζε ότι ο χρυσός δεν εξυπηρετούσε πλέον κανέναν χρήσιμο νομισματικό σκοπό, ο Μπερνς υποστήριζε ότι ο χρυσός ήταν το απόλυτο φρένο σε μια δολαριακή κρίση. Οι δύο υπέρμαχοι δεν ήταν σε θέση να βρουν κοινό έδαφος. Στο τέλος, ο Ford επέλεξε να μην κάνει τίποτα. Και μέχρι σήμερα, τα αμερικανικά αποθέματα σε χρυσό έχουν αλλάξει ελάχιστα, ανερχόμενα σε 261 εκατομμύρια ουγγιές.
Αντιμετώπισα το θέμα και πάλι ως πρόεδρος της Fed στην δεκαετία τού 1990, μετά από μια πτώση τής τιμής τού χρυσού κάτω από τα 300 δολάρια η ουγγιά. Μια από τις περιοδικές συναντήσεις των κυβερνητών τού G-10 ήταν αφιερωμένη στο θέμα τής επιθυμίας των ευρωπαϊκών μελών να περικόψουν τα διαθέσιμά τους σε χρυσό. Αλλά γνώριζαν ότι ανταγωνιζόμενοι μεταξύ τους για να πουλήσουν, θα μπορούσαν να οδηγήσουν την τιμή του χρυσού ακόμα πιο χαμηλά. Όλοι συμφώνησαν σε μια διευθέτηση κατανομής για το ποιος θα πουλήσει πόσα και πότε. Η Ουάσιγκτον απείχε. Η συμφωνία αυτή ανανεώθηκε το 2014. Σε μια δήλωση που συνόδευε την ανακοίνωση, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απλά δήλωσε, «Ο χρυσός εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό στοιχείο των διεθνών νομισματικών διαθεσίμων».
Το Πεκίνο, εν τω μεταξύ, σαφώς δεν έχει καμία ιδεολογική αποστροφή προς την αποθεματοποίηση του χρυσού. Από το 1980 έως το τέλος τού 2002, οι κινεζικές Αρχές διαθέτουν σχεδόν 13 εκατομμύρια ουγγιές. Ενίσχυσαν τα αποθέματά τους στα 19 εκατομμύρια ουγγιές τον Δεκέμβριο του 2002, και στα 34 εκατομμύρια ουγγιές τον Απρίλιο του 2009. Στο τέλος τού 2013, η Κίνα ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος κυρίαρχος κάτοχος χρυσού παγκοσμίως, πίσω από τις Ηνωμένες Πολιτείες (261 εκατομμύρια ουγγιές), την Γερμανία (109 εκατομμύρια ουγγιές), την Ιταλία (79 εκατομμύρια ουγγιές) και την Γαλλία (78 εκατομμύρια ουγγιές). Το ΔΝΤ είχε 90 εκατ. ουγγιές.
Όσο χρυσό κι αν συσσωρεύει η Κίνα, όμως, ένα μεγαλύτερο ζήτημα παραμένει άλυτο: Το εάν οι ελεύθερες, άναρχες κεφαλαιαγορές μπορούν να συνυπάρχουν με ένα αυταρχικό κράτος. Η Κίνα έχει προχωρήσει πολύ από τις αρχικές πρωτοβουλίες τού Κινέζου ηγέτη Deng Xiaoping. Πλησιάζει τον αδιανόητο στόχο να φτάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες στο συνολικό ΑΕΠ, έστω και σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης. Αλλά προχωρώντας, τα μεγάλα κέρδη των τελευταίων ετών πρόκειται να γίνουν όλο και πιο δύσκολο να διατηρηθούν.
Φαίνεται συνεπώς απίθανο ότι, στα αμέσως επόμενα χρόνια, η Κίνα πρόκειται να είναι επιτυχής στο να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες τεχνολογικά, περισσότερο για πολιτικούς παρά για οικονομικούς λόγους. Μια κουλτούρα που είναι πολιτικά πολύ κομφορμιστική αφήνει ελάχιστα περιθώρια για ανορθόδοξη σκέψη. Εξ ορισμού, η καινοτομία απαιτεί την έξοδο από τα όρια της συμβατικής σοφίας, κάτι που είναι πάντα δύσκολο σε μια κοινωνία η οποία αναστέλλει την ελευθερία τού λόγου και της δράσης.
Μέχρι σήμερα, το Πεκίνο ήταν σε θέση να διατηρεί μια βιώσιμη και κυρίως πολιτικά σταθερή κοινωνία, κυρίως επειδή οι πολιτικοί περιορισμοί τού μονοκομματικού κράτους αντισταθμίστηκαν από τον βαθμό στον οποίο το κράτος φαίνεται να παρέχει οικονομική ανάπτυξη και υλική ευημερία. Αλλά, κατά τα επόμενα χρόνια, αυτό είναι λιγότερο πιθανό να συμβαίνει, καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης της Κίνας επιβραδύνονται και το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα.