Μιλώντας μέσα στην εβδομάδα γι’ «αυτό το βήμα προς τα πίσω», η Αγκάθε Μέισον, στέλεχος της οργάνωσης υπέρ της κατάργησης των ορυκτών καυσίμων Reclaim Finance, σχολίαζε την απόφαση της Shell να κατεβάσει τον πήχη στους στόχους της για τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων.
Ο πετρελαϊκός κολοσσός είχε ανακοινώσει νωρίτερα πως αναθεωρεί το σχέδιό του να μειώσει τις εκπομπές καυσαερίων κατά 20% έως το 2030 και χαλαρώνει τον στόχο στο 15% με 20%. Η υποτροπή μιας εκ των πέντε μεγαλύτερων πετρελαϊκών του κόσμου μπορεί να μην εκπλήσσει κανέναν, όπως δεν εκπλήσσει ούτε το ιλιγγιώδες ύψος των κερδών της. Δεν είναι, όμως, το μοναδικό «βήμα προς τα πίσω» σε ό,τι αφορά την πράσινη μετάβαση της παγκόσμιας οικονομίας, τη μείωση των εκπομπών καυσαερίων, που προϋποθέτει μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων, στροφή στην ηλεκτροκίνηση και γενικώς όλα όσα επιχειρεί η παγκόσμια κοινότητα για να αποτρέψει μια κλιματική Αποκάλυψη.
Έχοντας πάρει τα τελευταία χρόνια γενναία ώθηση από την απότομη κλιμάκωση των ακραίων καιρικών φαινομένων, οι προσπάθειες για την πράσινη μετάβαση φαίνεται να έχουν φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Προσκρούουν όλες σε ανασταλτικούς παράγοντες που ίσως δεν είχαν μελετηθεί επαρκώς από όσους εμπνεύστηκαν τη στροφή στην οικονομία με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα. Ετσι άλλες καθηλώνονται σε στασιμότητα και άλλες τείνουν να υποχωρήσουν υπό το βάρος του κόστους τους. Αιτίες της ανατροπής είναι αναμφίβολα η ακρίβεια, ο πληθωρισμός, η ενεργειακή κρίση, όλες γενικότερα οι παρενέργειες όσων δραματικών έχουν μεσολαβήσει τα τελευταία χρόνια, από την πανδημία μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο πρωτοφανής συντονισμός κινητοποιήσεων του αγροτικού κόσμου όλης της Ευρώπης, με τα τρακτέρ να έχουν σταθμεύσει στα πλέον εμβληματικά σημεία των ευρωπαϊκών μητροπόλεων, από την Πύλη του Βρανδεμβούργου μέχρι την πλατεία Συντάγματος, ήταν η αντίδραση στο δυσβάσταχτο κόστος που έχουν για τον αγροτικό κόσμο της Ευρώπης οι σκληρές ρυθμίσεις για τη χρήση ορυκτών καυσίμων. Σημειωτέον ότι ο αγροτικός τομέας εκτιμάται πως θα είναι πρώτος σε εκπομπές καυσαερίων το 2040 και την ίδια στιγμή καίριο αίτημα των αγροτών είναι να μην καταργηθούν οι επιδοτήσεις στα καύσιμα των οχημάτων και των μηχανημάτων τους.
Παράλληλα, η άνοδος των επιτοκίων και η εκτόξευση των τιμών των πρώτων υλών καθιστούν τα ηλεκτροκίνητα οχήματα δυσανάλογα ακριβά έναντι των συμβατικών και τείνουν να καθηλώσουν τις πωλήσεις τους, που είχαν αρχίσει να αυξάνονται σημαντικά χάρη στο χαμηλό κόστος δανεισμού. Ως εκ τούτου δεν είναι μόνον οι πετρελαϊκές που κατεβάζουν τον πήχυ, αλλά και οι αυτοκινητοβιομηχανίες που είχαν πάρει ζεστά τη στροφή στην ηλεκτροκίνηση. Αν και δεν το δηλώνουν επισήμως, τα ηχηρότερα ονόματα του κλάδου, Ford Motor, General Motors, Mercedes Benz, Volkswagen, Jaguar, Land Rover και Aston Martin, αρχίζουν να αναβάλλουν τους φιλόδοξους στόχους που είχαν θέσει για το ποσοστό της παραγωγής τους που θα αποτελείται από ηλεκτροκίνητα. Πολλές από αυτές, όπως η Ford και η General Motors, αυξάνουν, αντίθετα, την παραγωγή τους σε υβριδικά οχήματα, που είναι πιο προσιτά. Ακόμη και η μέχρι προσφάτως ηγέτιδα της ηλεκτροκίνησης, Tesla, που αντιπροσωπεύει το 55% των πωλήσεων ηλεκτροκίνητων στις ΗΠΑ, προεξοφλεί πως φέτος θα σημειώσει «σαφώς χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης», όπως χαρακτηριστικά δήλωσε τον Ιανουάριο ο Ελον Μασκ.
Υπό την πίεση των αγροτών χαλαρώνουν κανόνες για αγρανάπαυση
Ισως η σημαντικότερη οπισθοχώρηση στην πορεία της πράσινης μετάβασης είναι εκείνη της Κομισιόν έναντι των αιτημάτων των αγροτών, οι κινητοποιήσεις των οποίων στις αρχές του έτους προβλημάτισαν δικαιολογημένα το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Η υποχώρηση της Κομισιόν είναι η σημαντικότερη όλων, καθώς σε αντίθεση με εκείνες των αυτοκινητοβιομηχανιών και των πετρελαϊκών, είναι μια υποχώρηση θεσμικής φύσης που αναβάλλει, αν όχι ακυρώνει στόχους θεμελιώδους προστασίας του περιβάλλοντος. Και τα αίτια σχετίζονται και πάλι με το οικονομικό κόστος των αυστηρών κανόνων. Αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο παρατεταμένης κρίσης και του κινδύνου να καρπωθεί τη δυσφορία η Ακροδεξιά, η Κομισιόν έχει ήδη προτείνει προσωρινά απαλλαγή των αγροτών από την υποχρέωση για αγρανάπαυση που στόχευε στην προστασία του εδάφους και στη διασφάλιση βιοποικιλότητας.
Η συγκεκριμένη υποχρέωση, που αφορά το 4% της αρόσιμης γης τους, αποτελούσε έως τώρα αναγκαία προϋπόθεση για να λάβουν όποιες επιδοτήσεις δικαιούνται από την Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ε.Ε. Τώρα τους δίνεται η ευκαιρία να παραβούν αυτή την υποχρέωση τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους χωρίς να χάσουν τη στήριξη της ΚΑΠ. Τους προσφέρει την εναλλακτική να καλλιεργήσουν στο 7% της αρόσιμης γης τους όσπρια που αποτελούν καλλιέργειες αζωτοδέσμευσης. Εξίσου σημαντική είναι η πρόταση της Κομισιόν για πλήρη εξαίρεση των μικρών αγροκτημάτων, όσων έχουν έκταση μικρότερη των 10 εκταρίων και τα οποία αντιπροσωπεύουν το 65% όσων δικαιούνται επιδοτήσεις από την ΚΑΠ. Σημειωτέον ότι στα τέλη του περασμένου έτους η Κομισιόν αναγκάστηκε να αποσύρει την πρότασή της για 50% μείωση της χρήσης εντομοκτόνων στη γεωργία, καθώς την καταψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Εν μέσω όλων αυτών των οπισθοχωρήσεων, ρεπορτάζ της εφημερίδας Financial Times αποκαλύπτει ότι το SBTI διαγράφει περίπου 500 εταιρείες από τη λίστα του. Το SBTI είναι οργάνωση – ομπρέλα μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που ελέγχει τη συμμόρφωση όσων εταιρειών έχουν δεσμευτεί σε συγκεκριμένους στόχους για το περιβάλλον. Πρόκειται για τις τουλάχιστον 1.000 εταιρείες με συνολική κεφαλαιοποίηση 23 τρισ. δολ. που ανταποκρίθηκαν στην έκκληση των Ηνωμένων Εθνών στη σύνοδο για το κλίμα το 2021 στη Γλασκώβη. Δεσμεύθηκαν δηλαδή να θέσουν στόχο τις μηδενικές εκπομπές καυσαερίων, αλλά στα τέλη του 2023, μετά από προθεσμία δύο ετών, δεν είχαν πλησιάσει τους στόχους. Αναθεώρησαν, έτσι, τα σχέδιά τους και μοιραία διεγράφησαν από τη λίστα. Ανάμεσά τους οι Microsoft, Unilever και JBS, με τη Unilever ειδικότερα να διαμηνύει διά στόματος Ρεμπέκα Μάρμοτ, υπεύθυνης βιωσιμότητας στην εταιρεία, ότι «δυστυχώς η πραγματικότητα είναι πως ο μηδενισμός των ρύπων το 2039 θα είναι πολύ πιο δύσκολος για εμάς».
[ΠΗΓΗ: https://thessaliaeconomy.gr/, της Ρουμπίνας Σπαθή, από Καθημερινή, 19/3/2024]