H πλεονάζουσα παραγωγή και η υπερπροσφορά αγαθών είναι δυο θέματα που άρχισαν να απασχολούν την κινεζική οικονομία μέσα στο 2023, αναδεικνύοντας μια στρέβλωση του κινεζικού αναπτυξιακού μοντέλου. Σήμερα το φαινόμενο αυτό, διαχέεται στην παγκόσμια οικονομία.
Το φαινόμενο της υπερπροσφοράς εμφανίστηκε εδώ και 3 χρόνια στην κινεζική οικονομία, με ιδιαίτερη έμφαση στην υπερπροσφορά κατοικιών. Ήταν η δήλωση του πρώην διευθυντή Χε Κενγκ της Κινεζικής Στατιστικής Υπηρεσίας το 2022, στην οποία ανέφερε ότι 1,4 δισ. Κινέζοι πολίτες δεν μπορούν να γεμίσουν το κτηριακό απόθεμα που αναπτυσσόταν στη χώρα, που προέβλεψε το ξέσπασμα της κρίσης που ολοένα κλιμακώνεται.
Σε πρώτη φάση παρακολουθούσαμε την υπονόμευση και ανατίναξη δεκάδων ουρανοξυστών περιφερειακών πόλεων στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Σε δεύτερη φάση αρχίσαμε να διαβάζουμε για τα προβλήματα στην αγορά του real estate στην Κίνα που οδήγησαν στην πτώχευση κάποιων μεγάλων εταιρειών και στην αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους.
Μέσα στο 2023 διαβάσαμε για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κινεζικός τραπεζικός κλάδος πού είτε έχει χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις της οικιστικής ανάπτυξης, είτε έχει χορηγήσει στεγαστικά δάνεια. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα αυτό της «σκιώδους τράπεζας» του Zhongzhi Enterprise Group, που σύμφωνα με χθεσινά δημοσιεύματα, δεν είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος της, εν μέσω μιας εντεινόμενης κρίσης ακινήτων στη χώρα.
Διότι παράλληλα με τις επίσημες κρατικές τράπεζες της Κίνας, λειτουργεί ένα σύστημα σκιωδών τραπεζών, που δανειοδοτεί όσους αδυνατούν να ενταχθούν στο αυστηρό χρηματοδοτικό πλαίσιο των κρατικών τραπεζών. Οπότε η απομόχλευση του κινεζικού real estate, πλήττει τόσο το επίσημο όσο και το ανεπίσημο τραπεζικό σύστημα.
Το πρόβλημα είναι ότι η κινεζική οικονομία πέραν της υπερπροσφοράς ακινήτων, διακρίνεται σήμερα τόσο από πλεονάζουσα παραγωγή, όσο και από υπερπροσφορά πρώτων υλών, προϊόντων και αγαθών. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Bloomberg, η κινεζική παραγωγή αναμένεται να κινηθεί τα επόμενα χρόνια με διπλάσιους θετικούς ρυθμούς από το παγκόσμιο ΑΕΠ και με τετραπλάσιους ρυθμούς από την παγκόσμια κατανάλωση.
To παράδειγμα της Κίνας το ακολουθούν από κοντά τόσο η Ινδία όσο και οι ΗΠΑ. Σε μικρότερο βαθμό, αλλά το ακολουθούν. Και αυτή η πλεονάζουσα παραγωγή δεν συνοδεύεται από αύξηση, αλλά από μείωση των ποσοστών της κατανάλωσης αμερικανικών και ινδικών αγαθών σε παγκόσμιο επίπεδο.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ιαπωνία από την άλλη πλευρά, που αντιμετωπίζουν προβλήματα με την εγχώρια παραγωγή τους, ετοιμάζονται να υιοθετήσουν πολιτικές προστατευτισμού, για να διασώσουν το δικό τους επισφαλές μερίδιο στην παραγωγή.
Είναι προφανές ότι δεν μπορεί ταυτόχρονα να αναπτύσσονται όλες οι οικονομίες και να αυξάνονται τα ποσοστά της βιομηχανικής παραγωγής όλων των χωρών παγκοσμίως. Ειδικά όταν αναμένεται να διατηρήσουν ή να μειώσουν τα ποσοστά τους στην παγκόσμια κατανάλωση. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε νέες μεγάλες επενδύσεις. Αλλά ποιος επενδύει σε μια περίοδο, κατά την οποία η ζήτηση είναι χαμηλότερη από την προσφορά;
Θα μπορούσαν να προσφέρει λύση στο παραπάνω πρόβλημα η απορρόφηση της υπερπροσφοράς από τις αναπτυσσόμενες οικονομίες της Λατινικής Αμερικής και της Αφρικής; Όχι, διότι αφενός οι οικονομίες αυτές είναι μικρότερες και αφετέρου δεν θα θέσουν σε κίνδυνο τα δικά τους εμπορικά ισοζύγια.
Η επόμενη πιθανή επιλογή θα είναι αυτή της ανόρθωσης τειχών προστατευτισμού που θα οδηγήσει σε απότομες προσγειώσεις των οικονομιών που βασίζονται στην ισχυρή βιομηχανική παραγωγή τους και στις εξαγωγές τους. Κάτι που θα οδηγήσει τον πλανήτη σε μια νέα βαθιά κρίση.
(Φωτό: shutterstock)
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Κωνσταντίνου Χαροκόπου, 9/1/2024]