Ο Δημήτρης Λουκάτος, ο «εθνικός μας λαογράφος», πριν από περίπου 26 χρόνια συγκέντρωσε στο βιβλίο του «Χριστουγεννιάτικα και των Γιορτών», παραδοσιακά έθιμά μας, όπως τα έζησαν οι παλιοί κι όπως συνεχίζει να τα παρακολουθεί ή και να τα κρίνει η Λαογραφίας μας. Το απόσπασμα που ακολουθεί, αν και γράφτηκε κάποιες δεκαετίες πριν, συγκεκριμένα το 1964, διατηρεί την φρεσκάδα και την αμεσότητα της λαϊκής μας παράδοσης, που τονίζεται από το χαρακτηριστικό αφηγηματικό ύφος του συγγραφέα και απηχεί παράλληλα προβληματισμούς της εποχής.
Λέμε συνήθως, ότι ή λαμπρότητα του γιορτασμού των Χριστουγέννων, πού όσο προχωρούν τα χρόνια γίνεται κοσμικότερη και πιο φαντασμαγορική, είναι κάτι πού μάς έχει έρθει από τη Δύση — ή πιο πρόσφατα από την Αμερική — κι έχει συνεπάρει με τίς πρώιμες εκδηλώσεις της τα παλιά έθιμά μας, πού άλλοτε μόνο στη μέρα τής Πρωτοχρονιάς συγκέντρωναν τίς μεγάλες χαρές μας.
Η παρατήρηση φαίνεται σωστή, αν στηριχθούμε στις παλιότερες αναμνήσεις των αστών, πού γιόρταζαν με ξεχωριστά καλλιτεχνικά στοιχεία τη γιορτή τής Πρωτοχρονιάς κι υποδέχονταν τον Νέο Χρόνο με πολλά από τα κοσμικά σύμβολα, πού οι Ευρωπαίοι τα χρησιμοποιούσαν, βιαστικότεροι, από τίς μέρες κιόλας των Χριστουγέννων.
Αλλά μπορούμε να σκεφτούμε παράλληλα: α) ότι και οι Ευρωπαίοι (ή οι Αμερικανοί), πριν φτάσουν στην πλουσιότερη οικονομία τους και στη βιομηχανοποιημένη προβολή των δώρων και των παιγνιδιών τους, περιορίζονταν κι αυτοί στον θρησκευτικό εορτασμό των Χριστουγέννων, με μόνη κοσμική πολυτέλεια το στολισμένο «δέντρο» τους και το νυχτερινό γλέντι τής παραμονής, ύστερα από την εκκλησιαστική τους ακολουθία. Και β) ότι αν ψάξουμε κι εμείς βαθύτερα στα ελληνικά έθιμα — αυτά πού μάς περισώζει ή αγροτική παράδοση — θα δούμε ότι πολλά στοιχεία από τα δυτικά και τα μοντέρνα κρύβονται σαν πυρήνες στις απλές εμπνεύσεις και στις τελετές τους. Κι αυτό δείχνει τη σχετική παγκοσμιότητα των Χριστουγεννιάτικων εθίμων, πού τα προσδιορίζουν ή τα ξεχωρίζουν στους χριστιανικούς λαούς οι τρεις μεγάλοι παράγοντες: ο εποχικός, ο εκκλησιαστικός και ο οικονομικός.
Μπορούμε να το σημειώσουμε αμέσως, ότι μάς χώριζαν πάντα, από τούς δυτικοευρωπαϊκούς λαούς οι τρεις αυτοί παράγοντες, κι έκαναν διαφορετικά τα δικά μας Χριστούγεννα από τα δικά τους. Ό πρώτος ήταν το διαφορετικό ατμοσφαιρικό κλίμα, ο βαρύς χειμώνας τού Βορρά, με τα χιόνια και το αθέατο πράσινο, πού έφερε στα ευρωπαϊκά σπίτια το Χριστουγεννιάτικο Δέντρο και την κλειστή οικογενειακή συγκέντρωση. Ο δεύτερος ήταν η ώρα της εκκλησιαστικής ακολουθίας, πού την τελούν οι Καθολικοί τα μεσάνυχτα (όπως εμείς την Ανάσταση) και πού τούς δίνει την ελευθερία έπειτα να ξενυχτήσουν με φαγοπότι και να χορέψουν ως το πρωί. Κι ο τρίτος ήταν ή οικονομική άνεση κι ή τεχνική δυνατότητα των ευρωπαϊκών λαών να χαρίσουν πλουσιοπάροχα δώρα, να σκεφτούν, έξω από την πείνα και το ντύσιμο, την ψυχαγωγία τού παιδιού, και να το νοιαστούν πολύ πριν από τα Χριστούγεννα, με τον Αη – Νικόλα προσωποποιημένο, σαν πρόδρομο και συνεργάτη τού κυρίαρχου Pere-Noel.
Αν αφαιρέσουμε τα στοιχεία αυτά, θα δούμε ότι τα άλλα πού απομένουν είναι κοινά, κι ότι θα μπορούσε και το δικό μας εθιμολόγιο να είχε αναπτυχθεί πανηγυρικά και φαντασμαγορικά, ακολουθώντας μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα τα δικά του μοτίβα.
Έχουμε κι εμείς τη διάθεση των Χριστουγεννιάτικων δώρων στα παλιά έθιμά μας. Μόνο, πού οι άμεσες ανάγκες έφερναν τούς γονείς στα πρακτικά δώρα, στο καλό ντύσιμο και στα καινούργια παπούτσια, πού θα οδηγούσαν τα βήματα των παιδιών τους στον πρωινό όρθρο τής εκκλησιάς και στις επισκέψεις των συγγενών. Δώρα επίσης διατροφής, γλυκίσματα και φρούτα και κρασί, αντάλλαζαν με την αγάπη τους οι συγγενείς και οι γείτονες…
Έχουμε κι εκκλησιαστικούς ύμνους, ξεχωριστούς σέ μελωδία και κείμενα, πού μόνο γιατί δεν τούς πρόβαλαν εξωεκκλησιαστικά οί μουσουργοί μας, δεν είναι γνωστοί. Έχουμε τούς παιδικούς ύμνους των Καλάντων, τούς χορωδιακούς στην Επτάνησο, άλλα κι άλλους των χωριών μας άγνωστους, πού απηχούν βυζαντινά προτουρκικά μέλη, κι άξιζαν να είχαν εναρμονιστεί, για τη Χριστουγεννιάτικη ψυχαγωγία μας. Έχουμε και τη θύμηση τού πράσινου στις χειμωνιάτικες ώρες, με τα κλαδιά τής μυρτιάς και τής ελιάς ή και τής καρυδιάς, πού στήνουν στα σπίτια τους και στη γωνιά οι χωρικοί, κάποτε μάλιστα κρεμώντας φρούτα στα κλαδιά, πού είναι ή πρωτόγονη μορφή τού ελατόδενδρου με τα χρωματιστά λαμπάκια.
Τα πνεύματα τού δάσους των Δυτικών, τούς Νάνους και τούς Λυκανθρώπους, τούς βρίσκουμε στα δικά μας Καλικαντζάρια, πού είναι πολύ πλουσιότερα στις μορφές, στα επεισόδια και στους θρύλους. Οι ελληνικοί Καλικάντζαροι, συμβολικοί ή χιουμοριστικοί, θα είχαν πολύ εμπνεύσει τούς δυτικούς καλλιτέχνες και διακοσμητές, αν πλαισίωναν τα δικά τους Χριστούγεννα.
Έχουμε και τη σπιτική συγκέντρωση τής βραδιάς των Χριστουγέννων, με έθιμα μεγαλόπρεπα και «εστιακά». Ή άσβηστη φωτιά τής εστίας, πού ανάβεται με τα ζευγαρωμένα κούτσουρα τού δάσους, (με το «πάντρεμά» της), και κρατά όλο το Δωδεκαήμερο, είναι αρχαϊκός συμβολισμός τής οικογενειακής ασφάλειας, αλληλεγγύης και θαλπωρής, στις κακές ώρες τού χειμώνα. Κι ή σπονδή τού κρασιού πού γίνεται το ίδιο βράδυ (τής παραμονής) πάνω από τη «χριστοζύμωτη» «κουλούρα τής γωνιάς», είναι ελληνική συνέχεια λατρείας τού θεού και των προγόνων.
Με το θαμπό ακόμα ξημέρωμα σημαίνουν οι καμπάνες για τον πρωινό Όρθρο στην εκκλησιά, κι οι πιστοί συγκεντρώνονται, ακολουθώντας το βυζαντινό παρακέλευσμα «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, πού εγεννήθη ο Χριστός». Ανάγλυφη φάτνη (creche) δεν υπάρχει στην ελληνική εκκλησιά. Δείχνει όμως γραφικά το «τοπίο» της ή ζωγραφική παράσταση τής Γέννησης, πού στήνεται συνήθως στη μέση τού ναού, ή στέκει τοιχογραφημένη στους θόλους και «ιστορεί» το περιστατικό.
Αυτό το περιστατικό έχει εντυπωσιάσει τη σκέψη των καλών γυναικών μας, πού συλλογίζονται μαζί με το θεϊκό βρέφος και την ανθρώπινη μητέρα του. Ό συμμερισμός τού τοκετού και των πόνων τής Παναγίας δεν παρουσιάζεται, έτσι λαογραφικά έκδηλος, σέ άλλους λαούς. Για την Παναγία «λεχώνα», οι Ελληνίδες φτιάχνουν αλευρόπιτες, πού τίς λένε «σπάργανα τού Χριστού», και τραγουδάνε λυσίπονους στίχους, σαν να πρόκειται για επίτοκο συγγενή τους:
«Κυρά Θεοτόκο έκοιλοπόνα,
έκοιλοπόνα καί παρεκάλιε:
— Βηθήσετέ με αυτήν τήν ώρα,
τή βλογημένη καί δοξασμένη
μαμμή νά πάτε, μαμμή νά φέρτε!…
(Να ένα στοιχείο, πού θα μάς οδηγούσε να ορίζαμε πιο επίκαιρα τη Γιορτή τής Μητέρας, π.χ. την επομένη των Χριστουγέννων) .
Στο μεσημεριανό Χριστουγεννιάτικο τραπέζι προσπαθούσαν πάντα και οι παλιότεροι να συγκεντρώσουν ό,τι πιο πλουσιοπάροχο και καλομαγειρεμένο μπορούσαν να διαθέσουν, πλούσιοι και φτωχοί. Αρχίζοντας από το αρχαϊκό «Χριστόψωμο» με τα καρύδια, περνώντας από το θερμαντικό χοιρινό (πού το σφάξιμό του είναι άλλη τελετή) ή από τη βραστή όρνιθα (η γαλοπούλα μάς ήρθε από τούς δυτικούς) και φτάνοντας στα λογής γλυκά, πού καμάρωνε να παρουσιάζει ή νοικοκυρά, έκαναν τη χειμωνιάτικη ευωχία τους ως το βράδυ, έτρωγαν και χόρταιναν τόσο, πού χρησιμοποιούσαν παροιμιακά τη φράση «κάνω Χριστούγεννα», για το καλό φαγοπότι.
Από την ανάγκη τού φαγητού, όπως και τού καλού- ζεστού ντυσίματος τής ημέρας των Χριστουγέννων, έχει την αρχή της κι ή πλατιά άσκηση τής φιλανθρωπίας, στις μέρες αυτές. Το δώρο (κόσμημα ή παιγνίδι) ήταν συμπλήρωμα πολυτέλειας μπροστά στις πρακτικές ανάγκες τής παλιότερης κοινωνίας, πού χρειαζόταν πρώτα να φάει και να ντυθεί. Γι’ αυτό μπορεί να χαρεί κανείς σήμερα την εκλαΐκευση τού «περιττού» δώρου, πού δείχνει οικονομικό ανέβασμα και συμμετοχή τού μεγάλου κοινού στα αρχοντικά έθιμα.
Έχουμε ακόμα πλήθος μικροσυνήθειες στους ελληνικούς τόπους, πού ξεκινούν από δοξασίες θρησκευτικές (π.χ. τα μεσάνυχτα ανοίγουν οι ουρανοί) ή από σκέψεις μαγείας και μαντικής, με φυσιολατρικές εκδηλώσεις και γεωργική φροντίδα…
Η συζήτηση δεν γίνεται για ν’ ανακόψουμε το μεγάλο ρεύμα τού διεθνούς Χριστουγεννιάτικου γιορτασμού, ρεύμα ευχάριστο, πού συνθέτει ολόκληρο το Δωδεκαήμερο, και πού το κάνει πιά ασταμάτητο ή ομαδική μίμηση και ή εμπορική προβολή… Ενδιαφέρει όμως να σκεφτόμαστε με εθνική παρακολούθηση, τί πρέπει να κρατηθεί από τα δικά μας, μέσα στα έθιμα αυτά, και τί είναι υπερβολικά ξένο, ώστε να τού αντιστεκόμαστε με αξιοπρέπεια. Στην πλατύτερη εθιμική βάση τους τα «Ελληνικά Χριστούγεννα» κρατάνε γερά. Ό κίνδυνος όμως έρχεται από την εμπορική πρωτοβουλία, πού έχει αμεσότερη επίδραση στο κοινό.
’Ας πάρουμε μερικά παραδείγματα. Εμείς γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα, ύστερα από μια ελαφρά σαρακοστή (μιλούμε για την παράδοση) και πάμε στην εκκλησιά το χάραμα τής Γιορτής, με τίς καμπάνες τού Όρθρου. Πώς δικαιολογείται λοιπόν το ξενικό «ρεβεγιόν» τής Παραμονής, πού τόσο διαφημίζουν οι κατά τα άλλα «θεοσεβούμενοι» επιχειρηματίες; Και τί θα εμπόδιζε να μεταφέραμε το νυχτερινό γλέντι στην ίδια τη βραδιά τής Γιορτής, όπως γινόταν και στα σπίτια μας παλιότερα; Θα παρακολουθούσαν τότε μ’ ευχαρίστηση και οι «ξένοι» τα ελληνικά μας Χριστούγεννα.
Ας έρθουμε στο «Δέντρο». Άρεσε ή φαντασμαγορία του και, καθώς γινόταν οικονομικά προσιτό, επικράτησε. Ωραία ή πρασινάδα στο χειμωνιάτικο σπίτι, και μάλιστα όταν την διακοσμούμε με χρώματα και με φώτα! Αλλά γιατί να μην την ποικίλλουμε θαρρετά και με τίς ελληνικές πρασινάδες, πού με παραδοσιακό ένστικτο προσφέρουν στην αγορά οι χωρικοί μας; Μυρτιά στολισμένη με πορτοκάλι, τί συμβολικότερο, αντίκρισμα της επιθυμητής βλάστησης στην Ελλάδα; Και πόσο ανόητη και ψυχρή αποβαίνει ή άλλη συνήθεια μερικών, να γεμίζουν τα «δέντρα» τους με φαρμακευτικό μπαμπάκι, για να θυμίζει το… χιόνι τής Παλαιστίνης και τής Ελλάδας (πού δικαιολογείται βέβαια στους Βόρειους).
Σκέφτομαι τίς φάτνες (creches), πού με απομίμηση των καθολικών ανάγλυφων μοιράζουν στα παιδιά οι χαρτοπώλες μας. Παντού ή δυτική παράσταση με τούς Μάγους-βασιλείς και τον Αιθίοπα. Πουθενά δεν είδαμε πρωτοβουλία βυζαντινής αναπαράστασης (αν και έχουμε χαρτοτεχνικές δυνατότητες), μια Γέννηση π.χ. εμπνευσμένη από το Δαφνί, ή από τον Βαρλαάμ των Μετεώρων.
Οι έμποροι βγάζουν στους τοίχους και στις βιτρίνες τους Νάνους τού ευρωπαϊκού δάσους, πού τα παιδιά μας τούς βλέπουν περισσότερο σαν παραμύθι, παρά σαν Χριστούγεννα. Τούς Καλικαντζάρους όμως θα τούς καταλάβαιναν αμέσως, όπως θα χαίρονταν και σκηνές από τα παιδικά κάλαντα, πού δεν τα βλέπουμε πουθενά σε διάκοσμο, ούτε καν με τον παραδοσιακό πίνακα τού Λύτρα. Διαφημιστική Εταιρία στόλισε φέτος (1964) τούς ηλεκτρικούς στύλους των δρόμων τής πρωτεύουσας με ανέκφραστα σχήματα και αδύναμο φως. Άλλοι δρόμοι φωτίστηκαν με. βενετσιάνικα φανάρια. Ποια είναι ή ελληνική νότα, πού θα την αναζητήσουν κι οι ξένοι, στον αθηναϊκό μας διάκοσμο; Ας πλαισίωναν τουλάχιστο το συμβολικό απαραίτητο Άστρο με σιλουέτες και σχήματα από την παράδοσή μας, με σύμβολα από τη λαϊκή τέχνη μας, με τρίγωνα και καραβάκια Καλαντιστών, με κλαδιά δάφνης κι ελιάς και με ωραιόσχημα ελληνικά φρούτα…
Μπορούμε να δώσουμε έπαινο σ’ έναν ελληνικό εμπορικό χώρο, πού διατηρεί πάντα και προβάλλει τη Χριστουγεννιάτικη παράδοση με σπιτικό σεβασμό. Είναι τα Ζαχαροπλαστεία και τ’ αντίστοιχα Αρτοποιεία μας. Αυτά εξακολουθούν να ζυμώνουν «με τα χέρια τής μητέρας και τής γιαγιάς» και ν’ αραδιάζουν στα τραπέζια και στις προθήκες τους τα διακοσμητικά γλυκίσματα (μορφή παραδοσιακής τέχνης) των ημερων αυτών, από τα κουλουράκια και τους χιονισμένους κουραμπιέδες, ως τα μελίπηκτα φοινίκια (μελομακάρονα), τίς δίπλες και τα χριστόψωμα.
Το αίτημα τής παραδοσιακής προσοχής στις γιορτές και στις εκδηλώσεις μας είναι εθνικό μαζί και ψυχολογικό. Εθνικό, γιατί δένει την ιστορική μας συνέχεια και στηρίζει την αυτοτέλεια με τα μέσα της ηθικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς. Ψυχολογικό, γιατί ζεσταίνει την αυτοπεποίθηση και την εθνική αγάπη, συγκρατεί τον ίδιο τον λαό στα πατροπαράδοτα, και στέλνει μηνύματα στους ξενιτεμένους του Έθνους, ότι εδώ στη Γενέτειρα τούς περιμένει πάντα η πατρική ανάμνηση, εξελιγμένη ίσως στις μορφές της, αλλά πιστή στην αρχική σύνθεση, στο ιδιότυπο ελληνικό πνεύμα, στο κλίμα, στην παράδοση και στους θεσμούς.