«Οι διαταραχές των αλυσίδων εφοδιασμού, κυρίως ως προς τις κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες αναδεικνύουν την ανάγκη για διαφοροποίηση των καναλιών εφοδιασμού της ΕΕ, καθώς και για αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο για την τόνωση δραστηριοτήτων όπως της εξόρυξης, με γνώμονα πάντα την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος».
Η προσαρμογή του εγχώριου θεσμικού πλαισίου, με ευθυγράμμιση στα ευρωπαϊκά πλαίσια και με άρση των ρυθμιστικών εμποδίων αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την ενδυνάμωση της βιομηχανίας, ενώ η δημιουργία ενός ισχυρού και ανθεκτικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος τόσο σε επίπεδο θεσμικό όσο και σε επίπεδο υποδομών οδηγεί σε μια ισχυρή και ανταγωνιστική βιομηχανία, η οποία θα πρέπει να αποτελεί διαχρονικά στόχο άμεσης προτεραιότητας.
Αυτό «προτάσσει» η μελέτη του ΙΟΒΕ με θέμα «Ο τομέας μεταποίησης στην Ελλάδα Νέες προκλήσεις και προοπτικές βιώσιμης ανάπτυξης στο εξελισσόμενο ευρωπαϊκό και παγκόσμιο περιβάλλον» η οποία διενεργήθηκε για λογαριασμό της «Ελληνικής Παραγωγής – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη».
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, ο τομέας μεταποίησης έχει ειδική βαρύτητα για την ελληνική οικονομία και κρίσιμο ρόλο για την εξασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας, της πράσινης μετάβασης, του ψηφιακού μετασχηματισμού και, εν τέλει, της βιώσιμης ανάπτυξης της χώρας. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, η συμμετοχή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας ενισχύθηκε (9,1% του ΑΕΠ το 2022) και ξεπέρασε τα επίπεδα που κατέγραφε πριν την εγχώρια κρίση χρέους (7,6% το 2009), αναδεικνύοντας τη σημασία του τομέα για την ανθεκτικότητα της οικονομίας.
Ενισχύεται τα τελευταία χρόνια και το μερίδιο της μεταποίησης στην απασχόληση, το οποίο έφτασε το 10,0% το 2022, από 8,9% το 2014, ενώ ανοδική είναι και η συμβολή του τομέα στην εξωστρέφεια της χώρας, μέσα από αύξηση της αξίας των εξαγωγών των μεταποιητικών προϊόντων (€29,1 δισεκ. το 2022, από €11,7 δισεκ. το 2009, εξαιρώντας τα πετρελαιοειδή).
Η μεταποίηση δημιουργεί ζήτηση για προϊόντα και υπηρεσίες από πολλούς άλλους κλάδους της οικονομίας και δημιουργεί σημαντικά εισοδήματα που ενισχύουν την κατανάλωση. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις έμμεσες και προκαλούμενες επιδράσεις, η συνολική συμβολή της εγχώριας μεταποίησης – εξόρυξης υπολογίζεται σε 24,0% του ΑΕΠ το 2021.
Σε όρους απασχόλησης, ο τομέας στηρίζει περίπου 1,1 εκατ. θέσεις εργασίας στην εγχώρια οικονομία. Αξιοσημείωτη είναι και η συμβολή στα δημόσια έσοδα, με το 20% (€11,2 δισεκ.) να οφείλεται άμεσα ή με έμμεσο τρόπο στη δραστηριότητα της εγχώριας βιομηχανίας. Το μεγαλύτερο μέρος της επίδρασης συγκεντρώνεται στις περιφέρειες που περιλαμβάνουν τα δυο μεγαλύτερα αστικά κέντρα της χώρας (Αττική και Κεντρική Μακεδονία), ενώ ιδιαίτερα υψηλή είναι η συμβολή του τομέα στο ΑΕΠ και στην απασχόληση σε περιφέρειες της χώρας με σημαντική μεταποιητική και εξορυκτική δραστηριότητα, όπως η Στερεά Ελλάδα, η Δυτική Μακεδονία, η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη, η Πελοπόννησος και η Θεσσαλία.
Ωστόσο, τα μερίδια της μεταποίησης στα βασικά μεγέθη της οικονομίας συνεχίζουν να υπολείπονται σημαντικά από τον μέσο όρο της ΕΕ και η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στις σχετικές κατατάξεις. Ειδικότερα, η Ελλάδα βρίσκεται στην 22η θέση ανάμεσα στις 27 χώρες μέλη της ΕΕ με βάση το μερίδιο της μεταποίησης τόσο στο σύνολο της ΑΠΑ της χώρας όσο και στην εγχώρια απασχόληση. Σημαντική υστέρηση καταγράφεται και σε όρους παραγωγικότητας εργασίας των εγχώριων επιχειρήσεων μεταποίησης, με την Ελλάδα να κατατάσσεται στην 21η θέση με €29,6 χιλ. ΑΠΑ ανά εργαζόμενο το 2020, έναντι €64,0 χιλ. κατά μέσο όρο στην ΕΕ.
Επομένως, παρά την θετική πορεία των τελευταίων ετών, καταγράφεται ακόμα σημαντική υστέρηση αλλά και περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και βελτίωσης του εγχώριου τομέα μεταποίησης, μέσα από τη θέσπιση κατάλληλων πολιτικών για την αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων και νέων διεθνών προκλήσεων που αντιμετωπίζει ο τομέας.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, τα ρυθμιστικά εμπόδια και τις στρεβλώσεις σε νομοθετικό επίπεδο που πλήττουν την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεις, φέροντας αυτές σε μειονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών τους, πρέπει να περιοριστούν δραστικά. Για αυτό και η θέσπιση ενός ενιαίου πλαισίου κρατικών ενισχύσεων για την εγχώρια βιομηχανίας, σε ευθυγράμμιση με το ισχύον ευρωπαϊκό πλαίσιο, μπορεί να καταστήσει τη βιομηχανία της χώρας ισχυρή και ανθεκτική έναντι των νέων προκλήσεων.
Σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, στις σημαντικότερες διεθνείς προκλήσεις για τον τομέα μεταποίησης συγκαταλέγεται η προσπάθεια για μετάβαση σε μία οικονομία με μηδενικές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050, σε καθαρή βάση (net zero emissions). Συνεπώς, οι επιχειρήσεις καλούνται να προσαρμόσουν τον τρόπο που παράγουν και λειτουργούν έναντι των κλιματικών κινδύνων, καθώς και να διαφοροποιήσουν ενίοτε τα χαρακτηριστικά των προϊόντων τους στο πλαίσιο μίας κλιματικά ουδέτερης οικονομίας.
Για να επιτευχθεί ωστόσο μια αποτελεσματική και ταχεία μετάβαση, η Ελλάδα, όπως και όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ καλείται να προσδιορίζει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική πράσινης μετάβασης, και να προχωρήσει σε αναπροσαρμογές σε πολλές θεσμικές δράσεις.
Ειδικότερα, η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, το επενδυτικό σχέδιο ύψους τουλάχιστον €1 τρισεκ. για την επόμενη δεκαετία, ευθυγραμμισμένο με τη Συμφωνία του Παρισιού και τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, μπορεί να ενισχύσει τoν παραγωγικό ιστό και την ελληνική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, η αποτελεσματική της υλοποίηση, με τις κατάλληλες παρεμβάσεις και θεσμικές αλλαγές σε εθνικό επίπεδο όπου απαιτείται, θα συμβάλει στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα και την οικονομική και κοινωνική ευημερία.
Είναι ωστόσο κρίσιμο, να διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που θα αναλάβουν το επιπλέον κόστος της μετάβασης στην πράσινη οικονομία.
Η επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου συναρτάται απόλυτα από την επίτευξη επιμέρους στόχων για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), την κλιματική προσαρμογή, τη μετάβαση στην κυκλική οικονομία, την ενεργειακή αποδοτικότητα, την προστασία της βιοποικιλότητας, αλλά και την ενσωμάτωση των αρχών βιώσιμης ανάπτυξης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Μέσα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό, οι επιχειρήσεις προσαρμόζονται στις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Η βελτίωση της αποδοτικότητας των γραμμών παραγωγής και των δικτύων εφοδιασμού συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την απόκτηση συγκριτικού πλεονεκτήματος για μια μεταποιητική επιχείρηση.
Επίσης, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ:
Η εγχώρια βιομηχανία μπορεί να προσαρμοστεί και να ανταποκριθεί ταχύτερα στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις με τη στήριξη ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου και με τα κατάλληλα χρηματοδοτικά εργαλεία.
– Η ανάπτυξη ανθρώπινου δυναμικού με επιστημονική και τεχνική κατάρτιση, και εξειδικευμένες γνώσεις σε τεχνολογίες αιχμής μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της βιομηχανίας, στη δημιουργία ποιοτικών θέσεων εργασίας, καθώς και στην κοινωνική ευημερία.
– Η υλοποίηση σχετικών δράσεων αναβάθμισης ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και η στήριξη του ιδιωτικού τομέα από την πολιτεία για την ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών, θα συμβάλει στη διασφάλιση μιας βιώσιμης ανάπτυξης.
-Η ενεργειακή κρίση, με την οποία ήρθαν αντιμέτωπες οι ευρωπαϊκές οικονομίες, ανέδειξε το πρόβλημα της εξάρτησης της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα.
– Το νέο κανονιστικό πλαίσιο έκτακτης ανάγκης επιτρέπει στις χώρες να στηρίξουν κλάδους καίριας σημασίας, μειώνοντας το ενεργειακό κόστος.
– Από την άλλη, οι διαταραχές των αλυσίδων εφοδιασμού, κυρίως ως προς τις κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες αναδεικνύουν την ανάγκη για διαφοροποίηση των καναλιών εφοδιασμού της ΕΕ, καθώς και για αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο για την τόνωση δραστηριοτήτων όπως της εξόρυξης, με γνώμονα πάντα την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.
– Κατά συνέπεια, η Ελλάδα καλείται να προσαρμοστεί στις νέες ανάγκες, αναθεωρώντας το θεσμικό της πλαίσιο και αίροντας χρόνιους περιορισμούς.
[ΠΗΓΗ: https://www.vradini.gr/, 16/12/2023]