ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΠΡΩΤΕΣ ΥΛΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΡΑΣΙΝΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ πως μία κρίση μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία. Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σύνθημα για την πρόσφατη αφύπνιση της ΕΕ στη νέα πραγματικότητα της ασφάλειας του εφοδιασμού με κρίσιμες και στρατηγικές πρώτες ύλες προς χρήση από τις ευρωπαϊκές αλυσίδες εφοδιασμού.

Με το νόμο περί κρίσιμων πρώτων υλών που συμφωνήθηκε σε χρόνο ρεκόρ, η βιομηχανία της ΕΕ συνειδητοποιεί ολοένα και περισσότερο την ανάγκη αλλαγής των προσεγγίσεων για την προμήθεια πρώτων υλών και τη δημιουργία συμμαχιών στην εφοδιαστική αλυσίδα, οι οποίες θα διασφαλίζουν ανθεκτικότητα και θα συμβάλλουν στην επίτευξη των φιλοδοξιών της Πράσινης Συμφωνίας.

Ο πρόεδρος της Euromines Rolf Kuby κάλεσε τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και τον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας να αξιολογήσουν από κοινού την πραγματικότητα της προμήθειας πρώτων υλών σε ευρωπαίους κατασκευαστές. Δύο δηλώσεις του, συνοψίζουν την προσέγγιση της περασμένης δεκαετίας για τις πρώτες ύλες στην ΕΕ: «Για χρόνια η Ευρώπη ήταν υπερβολικά εφησυχασμένη όσον αφορά στη μεταφορά των περιβαλλοντικών επιπτώσεων που επιφέρει η εξόρυξη σε τρίτες χώρες και την απλή προμήθεια πρώτων υλών προς κατανάλωση», ενώ, εν αντιθέσει «Πουθενά αλλού η εξόρυξη δεν ακολουθεί τόσο υψηλά πρότυπα προστασίας του περιβάλλοντος, όπως στην Ευρώπη».

Από την κρίση των σπάνιων γαιών στις αρχές της δεκαετίας του 2000, μέχρι την κρίση στο γραφίτη, στο μαγνήσιο, στο γάλλιο και στο γερμάνιο σήμερα, τα χρονικά διαστήματα που καταδεικνύουν τις ευπάθειες της Ευρώπης, γίνονται όλο και μικρότερα. Η εξάρτηση που προκύπτει, δημιουργεί πίεση στην πολιτική ηγεσία στην ΕΕ. Τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα φαίνεται να έχουν αναγνωρίσει αυτήν την απειλή για την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής βιομηχανίας. Σε τελική ανάλυση, οι ίδιες πρώτες ύλες είναι κρίσιμες για την επίτευξη της Πράσινης Συμφωνίας στην Ευρώπη. Μόνο με τη συμπερίληψη όλων αυτών των πτυχών, ο πράσινος μετασχηματισμός μπορεί να αποτελέσει ένα επιτυχημένο πρότυπο προς αντιγραφή από άλλες χώρες.

Το 1957, οι Ευρωπαίοι ηγέτες είχαν την απίστευτη διορατικότητα να κάνουν τον πόλεμο οικονομικά αδύνατο και τελικά αδιανόητο. Στο επίκεντρο αυτής της πρωτοβουλίας, βρίσκεται η ενσωμάτωση της παραγωγής πρώτων υλών, πέρα ​​από τα σύνορα των χωρών, υποχρεώνοντας τις να συνεργαστούν. Σε διάφορες οικονομικές κρίσεις, η Ευρώπη πέτυχε μια συστημική ευημερία με το εμπόριο, την εύρεση συμμάχων και τη διασφάλιση της πρόσβασης σε ενεργειακές και μη ενεργειακές πρώτες ύλες.

Σήμερα η ΕΕ αντιμετωπίζει μια ακόμη πρόκληση: η κλιματική αλλαγή και η απαιτούμενη ενεργειακή μετάβαση, τόσον όσον αφορά στην κατανάλωση όσο και στην παραγωγή, μετατοπίζουν τους κανόνες του παιχνιδιού σε ένα νέο επίπεδο σκληρού ανταγωνισμού. Ο πόλεμος επέστρεψε στην Ευρώπη και δεν είναι δεδομένο ότι οι σύμμαχοι και οι αντίπαλοι θα σταθούν στο ύψος των απαιτήσεων για την προμήθεια πρώτων υλών στην ΕΕ που η ίδια δε διαθέτει. Αυτή η αυξανόμενη έκθεση στον κίνδυνο ανεπαρκούς προσφοράς, είναι σοβαρή για την ευημερία και τη δύναμη της καινοτομίας της ΕΕ στο να βρίσκει απαντήσεις στην τεράστια πρόκληση της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Η ανταπόκριση στις απαιτήσεις του πλαισίου ESG και στις μεταβαλλόμενες γεωπολιτικές συνθήκες, με παράλληλη διατήρηση της ευημερίας, θα εξαρτηθούν από τα μέταλλα και τα ορυκτά. Η αύξηση της ζήτησης για μέταλλα που απαιτούνται ως πρώτες ύλες για αγαθά, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα και οι ενεργειακές υποδομές, θα είναι τεράστια και πιθανώς θα ανέλθει σε επίπεδα που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε επί του παρόντος.

Το γεγονός αυτό απαιτεί τολμηρά βήματα στον τρόπο με τον οποίο διαχειριζόμαστε και χρησιμοποιούμε τις πρώτες ύλες, όχι μόνο όσον αφορά στις εξειδικευμένες εφαρμογές και τεχνολογίες, αλλά συστημικά σε όλες τις αξιακές αλυσίδες. Εξάλλου, ο αντίκτυπος στη βιωσιμότητα ενός ηλεκτρικού οχήματος εξαρτάται από τη βιωσιμότητα των πρώτων υλών από τις οποίες είναι κατασκευασμένο.

Η ευρωπαϊκή εξόρυξη αναδεικνύεται ως στρατηγικός πυλώνας αυτονομίας για τομείς όπως η πράσινη ενέργεια, ο ψηφιακός μετασχηματισμός και οι αμυντικές τεχνολογίες. Μπορεί να παρέχει τις πρώτες ύλες που απαιτούνται για τη λειτουργία μιας ανεμογεννήτριας και μια μπαταρία για την αποθήκευση αυτής της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και να χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τα πρότυπα ESG για τις εισαγόμενες πρώτες ύλες.

Η Ευρώπη δεν είναι μόνη

Η Πράσινη Συμφωνία της ΕΕ δεν είναι η μόνη μεταβατική πολιτική βιωσιμότητας. Ο αγώνας για τις πρώτες ύλες θα ενταθεί ακόμη περισσότερο, με τα κράτη να προσπαθούν να αποκτήσουν πρόσβαση στα πιο υποσχόμενα κοιτάσματα. Ο έλεγχος των δικαιωμάτων εξόρυξης και της ικανότητας επεξεργασίας θα είναι η καθοριστική γεωπολιτική πρόκληση για τις επόμενες δεκαετίες. Η Ευρώπη πρέπει να αναμετρηθεί με αυτό, σε τρεις κατευθύνσεις:

  1. Αξιοποίηση των Ευρωπαϊκών πόρων: Αξιοποίηση των πολλά υποσχόμενων κοιτασμάτων κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών, χρησιμοποιώντας την εμπειρία και την τεχνογνωσία των εταιρειών εξόρυξης της ΕΕ, με ελάχιστες περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
  2. Δημιουργία βιώσιμων συνεργασιών: Η ανάθεση της εξόρυξης σε τρίτες χώρες με χαμηλότερες ρυθμιστικές απαιτήσεις δεν αποτελεί επιλογή. Η Ευρώπη πρέπει να συμμετάσχει σε εταιρικές σχέσεις με συμμάχους που είναι πρόθυμοι να τηρήσουν υψηλά πρότυπα όσον αφορά στις απαιτήσεις του πλαισίου ESG.
  3. Ενσωμάτωση της κυκλικής οικονομίας: Πέρα από την ανακύκλωση, η ενσωμάτωση της εξόρυξης στην ιδέα της κυκλικής οικονομίας μπορεί να ελαχιστοποιήσει την εξόρυξη πρωτογενών πρώτων υλών για άλλους τομείς.

Επαναπροσδιορισμός προσεγγίσεων για τις πρώτες ύλες

Οι πρώτες ύλες δε θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται μόνο κάτω από το πρίσμα της επαρκούς προμήθειας. Ως επιβεβαίωση αυτής της διαφοροποίησης στην υφιστάμενη προσέγγιση, έρχεται το γεγονός ότι για πολλούς τομείς, η προσφορά πρώτων υλών είναι έκτη ή έβδομη στη λίστα απαιτήσεων. Χωρίς να διασφαλιστεί η συμμόρφωση με τα κριτήρια ESG για την προμήθεια των πρώτων υλών, το ρήγμα μεταξύ των μεταποιητικών εταιρειών κατάντη και των εταιρειών εξόρυξης ανάντη, θα συνεχίσει να καθιστά τις εφοδιαστικές αλυσίδες ευάλωτες και επιρρεπείς σε διακοπές και να αποτελεί εμπόδιο στην εφαρμογή των προτύπων βιωσιμότητας και στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Κατά συνέπεια, η εξόρυξη, η επεξεργασία και η μεταποίηση πρέπει πλέον να ανταγωνίζονται όχι μόνο ως προς τη διαθεσιμότητα και το κόστος. Αυτή η αλλαγή προσέγγισης είναι ένας καταλύτης για να κάνει η ΕΕ περισσότερα με βιώσιμο τρόπο και να είναι ειλικρινής στον τρόπο με τον οποίο προμηθεύει και προμηθεύεται πρώτες ύλες, με στόχο να εκπληρώσει τις δικές της φιλοδοξίες βιωσιμότητας.

Η βιωσιμότητα δεν αποτελεί εξωτερικό παράγοντα

Η ενσωμάτωση υψηλών προτύπων παραγωγής στην εξόρυξη και η ασφάλεια του εφοδιασμού στις κατάντη βιομηχανίες, πρέπει να συμβαδίζουν με την αναγνώριση του κόστους και των οφελών της βιώσιμης εξόρυξης πρώτων υλών. Η εξόρυξη ως η βάση πολλών στόχων της Πράσινης Συμφωνίας – εάν γίνει σωστά – μειώνει το αποτύπωμα άνθρακα σε ολόκληρες αξιακές αλυσίδες.

Για παράδειγμα, τα pellet της LKAB είναι 7 φορές λιγότερης εντάσεως όσον αφορά στο CO2 σε σχέση με την παραγωγή μέσω πυροσυσσωμάτωσης και είναι βασικά για την παραγωγή χάλυβα χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα. Τα ορυχεία Aitik και Kevitsa της Boliden είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα εξηλεκτρισμού ορυχείων, παράγοντας χαλκό και ψευδάργυρο χαμηλού αποτυπώματος άνθρακα, βασικές πρώτες ύλες για τον εξηλεκτρισμό ολόκληρων βιομηχανιών χωρίς την ανάγκη χρήσης ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ενέργειας.

Η βιομηχανία εξόρυξης πρώτων υλών της ΕΕ έχει έτοιμα όλα τα στοιχεία -διαθέσιμα κοιτάσματα, φιλικές προς το περιβάλλον διεργασίες εξόρυξης, παγκόσμιας κλάσης Έρευνα και Ανάπτυξη- για περαιτέρω μείωση των επιπτώσεων της εξόρυξης και παροχή κρίσιμων και στρατηγικών πρώτων υλών. Για να επιτευχθεί όμως ο στόχος, η Ευρώπη πρέπει να δράσει άμεσα. Ο νόμος περί κρίσιμων πρώτων υλών της ΕΕ είναι μια αλλαγή παραδείγματος που παρέχει πολιτική αναγνώριση των οφελών που έχει η εγχώρια εξόρυξη. Η δυναμική που ξεκίνησε με τον νόμο αυτό, δεν πρέπει να επιβραδυνθεί. 

 

[ΠΗΓΗ: https://rawmathub.gr/, με πληροφορίες από euractiv.com, 30/11/2023]