Η ΔΕΗ σχεδιάζει επενδύσεις που προορίζονται να παίξουν καταλυτικό ρόλο στην απανθρακοποίηση του ενεργειακού μίγματος της χώρας, αφού θα συμβάλουν στο να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη από τη συμμετοχή των ΑΠΕ, αλλά και στο να «θωρακισθεί» η επάρκεια τροφοδοσίας με ηλεκτρισμό. Οι επενδύσεις αυτές αφορούν την ανάπτυξη πέντε «φυσικών μπαταριών» ηλεκτρικής ενέργειας, ο προϋπολογισμός των οποίων αναμένεται να ξεπεράσει το 1 δις ευρώ.
Οι «φυσικές μπαταρίες» είναι συστήματα αντλησιοταμίευσης, τα οποία προσφέρουν τη δυνατότητα μαζική αποθήκευσης μακράς διάρκειας (πάνω από 6 ώρες) «καθαρής» ενέργειας. Χάρις στην αποθήκευση μακράς διάρκειας, εξασφαλίζουν τη μέγιστη δυνατή διείσδυση των ΑΠΕ στο μίγμα, «μετατοπίζοντας» την κατανάλωση «πράσινης» ηλεκτροπαραγωγής σε άλλα χρονικά διαστήματα της ημέρας.
Έτσι, η αντλησιοταμίευση συμπληρώνει τον ρόλο που καλούνται να παίξουν οι συμβατικές μπαταρίες, στις οποίες η διάρκεια αποθήκευσης κινείται στις 2-4 ώρες. Ενδεικτικό είναι πως στην αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), προβλέπεται η λειτουργία συστημάτων αντλησιοταμίευσης συνολικής ισχύος 2.500 MW έως το 2030, τα οποία συνδυαστικά με τους συμβατικούς συσσωρευτές, θα στηρίξουν την αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο 80% στο μίγμα ηλεκτροπαραγωγής.
Πώς λειτουργεί η αντλησιοταμίευση
Τα έργα αντλησιοταμίευσης λειτουργούν ως «φυσικές μπαταρίες», απαιτώντας για αυτό τον σκοπό δύο ταμιευτήρες με διαφορά υψομέτρου. Όταν υπάρχει περίσσεια ενέργειας στο σύστημα, η ενέργεια αυτή χρησιμοποιείται για να αντλήσει νερό από τον κάτω προς τον άνω ταμιευτήρα.
Όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση για ενέργεια, το νερό απελευθερώνεται για να κινηθεί προς τον χαμηλότερο ταμιευτήρα, παράγοντας με αυτό τον τρόπο υδροηλεκτρική ενέργεια. Επομένως, τότε το έργο λειτουργεί όπως ένας συμβατικός υδροηλεκτρικός σταθμός. Έτσι, ένα έργο αντλησιοταμίευσης αποθηκεύει προσωρινά ηλεκτρική ενέργεια που «περισσεύει» στο σύστημα – και η οποία προέρχεται από μονάδες ΑΠΕ, που λειτουργούν όταν υπάρχει αιολικό ή ηλιακό δυναμικό, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή όχι εκείνη τη στιγμή ζήτηση για να καλύψουν.
Αυτή η περίσσεια ηλεκτρικής ενέργειας, αντί να πάει χαμένη, αποθηκεύεται προσωρινά στις «φυσικές μπαταρίες». Επομένως, είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να μετατραπεί σε υδροηλεκτρική ενέργεια, για να παραχθεί εκ νέου ηλεκτρισμός.
Ανάγκη για νέα έργα έως το 2030
Αυτή τη στιγμή, λειτουργούν δύο αντλησιοταμιευτικές μονάδες της ΔΕΗ, το έργο της Σφηκιάς στον Αλιάκμονα (συνολικής ισχύος 315 MW) και του Θησαυρού στον Νέστο (381 MW). Υπό κατασκευή βρίσκεται η τρίτη «φυσική μπαταρία» στη χώρα μας, στην Αμφιλοχία από την ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, ισχύος 680 MW.
Με δεδομένο ότι τα έργα αυτά αθροίζουν ισχύ 1.370 MW περίπου, απομένει ένα «κενό» πάνω από 1.100 MW σε «φυσικές μπαταρίες», ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι του 2030. Κάτι που σημαίνει ότι οι επενδύσεις της ΔΕΗ υπόσχονται να καλύψουν μία βασική προϋπόθεση για την «πράσινη στροφή» του εγχώριου ενεργειακού μίγματος.
Η στροφή αυτή θα περιορίσει παράλληλα την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας, γεγονός που με τη σειρά του θα λειτουργήσει ως ανάχωμα σε ενδεχόμενες νέες «εισαγόμενες» ενεργειακές κρίσεις. Επίσης, πέρα από εγχώρια, η «πράσινη» ηλεκτροπαραγωγή έχει πλέον το μικρότερο κόστος, συμβάλλοντας στη συγκράτηση των χονδρεμπορικών τιμών.
Η «ακτινογραφία» των μονάδων
Η πρώτη νέα μονάδα αντλησιοταμίευσης, ισχύος 148 MW, προορίζεται για το πρώην λιγνιτωρυχείο της Καρδιάς στη Δυτική Μακεδονία. Όπως έχει γράψει το Insider.gr, με βάση την έγκριση από την αρμόδια διεύθυνση του ΥΠΕΝ της τροποποίησης, ανανέωσης και κωδικοποίησης παλαιότερης απόφασης του 2011, που αφορά στην έγκριση περιβαλλοντικών όρων λειτουργίας του τοπικού ΑΗΣ, εκτός από τη «φυσική μπαταρία» στο ορυχείο, η επιχείρηση σχεδιάζει να εγκαταστήσει στον ΑΗΣ σύγχρονους πυκνωτές και έναν Σταθμό Συμπαραγωγής Ηλεκτρισμού και Θερμότητας Υψηλής Απόδοσης (ΣΗΘΥΑ), ο οποίος θα υποστηρίξει τη λειτουργία του συστήματος τηλεθέρμανσης της ευρύτερης περιοχής.
Για τις υπόλοιπες τέσσερις «φυσικές μπαταρίες», η επιχείρηση κατέθεσε πρόσφατα στη ΡΑΑΕΥ αιτήσεις για τη χορήγηση αδειών αποθήκευσης. Οι μισές προορίζονται επίσης για πρώην λιγνιτωρυχεία, στη Μεγαλόπολη (ισχύος 183 MW) και στη Μαυροπηγή στη Δυτική Μακεδονία.
Μεγαλύτερης ισχύος, 460 MW το καθένα, είναι τα δύο υπόλοιπα έργα. Το ένα σχεδιάζεται να κατασκευαστεί στη Σφηκιά, σε σχετικά μικρή απόσταση από την υφιστάμενο αντλησιοταμιευτικό σταθμό. Η τέταρτη φυσική μπαταρία προορίζεται να αναπτυχθεί στη λίμνη Βεγορίτιδα.
Από το παραπάνω χαρτοφυλάκιο, πιο ώριμο αδειοδοτικά είναι το έργο στο λιγνιτωρυχείο της Καρδιάς. Στόχος της εταιρείας είναι σε έναν χρόνο από σήμερα να προκηρύξει τον διαγωνισμό κατασκευής του. Με δεδομένο ότι για την ανάπτυξη μίας τέτοιας μονάδας χρειάζονται περίπου 3 χρόνια, εκτιμάται ότι θα είναι έτοιμο γύρω στο 2027.
Οφέλη για εθνική & τοπική οικονομία
Αξίζει να σημειωθεί ότι, πέρα από τα ενεργειακά οφέλη, οι επενδύσεις στην αντλησιοταμίευση έχουν θετικό «αποτύπωμα» και στην εθνική οικονομία. Ο βασικός λόγος είναι πως πρόκειται για έργα με μεγάλη εγχώρια προστιθέμενη αξία, τα οποία δημιουργούν επίσης εκατοντάδες θέσεις εργασίας κατά την κατασκευή τους.
Επίσης, για τη λειτουργία μίας «φυσικής μπαταρίας» απασχολείται ένας σημαντικός αριθμός προσωπικού, ενισχύοντας έτσι την τοπική απασχόληση. Μάλιστα, οι μονάδες έχουν μεγάλη διάρκεια «ζωής», πάνω από 50 χρόνια. Το γεγονός αυτό είναι σημαντικό για τις πρώην λιγνιτικές περιοχές, όπου οι εν λόγω επενδύσεις θα συμβάλουν και στην αναπτυξιακή στήριξή τους.
Επίσης, η αισθητική αναβάθμιση των αντίστοιχων περιοχών των πρώην λιγνιτωρυχείων, όπου θα δημιουργηθούν οι ταμιευτήρες των μονάδων, δίνει τη δυνατότητα για ευρύτερες επιχειρηματικές συνέργειες, δημιουργώντας για παράδειγμα ευκαιρίες για ανάπτυξη δραστηριοτήτων αγροτουρισμού.
[ΠΗΓΗ: https://www.insider.gr/, του Κώστα Δεληγιάννη, 10/8/2023]