ΤΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΗΜΑΙΝΕΙ «ΔΙΚΑΙΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ» ΣΕ ΜΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΥΤΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ;

Τι ακριβώς σημαίνει «δίκαιη ανάπτυξη»; Πώς μπορεί να συνταιριάξει κανείς τη δικαιοσύνη με την ανάπτυξη μιας οικονομίας; Πώς ο καθένας θα παίρνει το μερίδιο της συμβολής του σε αυτή την ανάπτυξη με τρόπο ακριβοδίκαιο, και πάντως κοινά αποδεκτό;

Η πιο διαδεδομένη αντίληψη είναι η σύνδεση μισθών και παραγωγικότητας.

Πράγματι, σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η αύξηση των μισθών υστερεί σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο Bela Galgoczi από το London School of Economics, εξετάζει γιατί οι μισθοί και η παραγωγικότητα –δυο παράγοντες που είναι απαραίτητοι για τη δίκαιη κατανομή των κερδών της οικονομικής ανάπτυξης- έχουν όλο και μεγαλύτερη αποσύνδεση μεταξύ τους, σχεδόν στο σύνολο των ευρωπαϊκών χωρών.

Η αύξηση των μισθών, λοιπόν, που υπολείπεται της παραγωγικότητας κατά τις τελευταίες δεκαετίες – δεν ήταν μόνο μια ανησυχία για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά όλο και περισσότερο για τους διαμορφωτές πολιτικής.

Η σχέση μεταξύ παραγωγικότητας και μισθών αποτελεί κεντρικό ζήτημα για μια δίκαιη κατανομή μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου.

Τα συνδικάτα επιθυμούν να εφαρμόσουν έναν μηχανισμό καθορισμού των μισθών, ο οποίος θα λαμβάνει υπόψη την οικονομική πραγματικότητα, θα δημιουργεί χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξη και θα διασφαλίζει ότι το εργατικό δυναμικό κερδίζει το μερίδιό του από τον πλούτο που δημιουργείται. Γι ‘αυτό, η κατευθυντήρια αρχή είναι ότι οι ονομαστικές αυξήσεις των μισθών πρέπει να αντισταθμίζουν τον πληθωρισμό και να αντανακλούν τις πραγματικές αυξήσεις της παραγωγικότητας.

Αυτό που παρατηρήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες και ιδιαίτερα μετά την κρίση ήταν η αποσύνδεση των μισθολογικών εξελίξεων από την αύξηση της παραγωγικότητας. Στις περισσότερες βιομηχανικές οικονομίες, συμπεριλαμβανομένης της Ευρώπης, η αύξηση των μισθών υστερεί σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας.

Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυτό εμφανίζει μείωση τόσο των μεριδίων αγοράς όσο και αλλοίωση της σχέσης ανάμεσα στον μέσο όρο αμοιβής (μισθοί και μπόνους) και τον μέσο μισθό: ο πρώτος που αντανακλά την ανακατανομή του εισοδήματος από την εργασία στο κεφάλαιο, ο δεύτερος αυξανόμενη ανισότητα μεταξύ μισθωτών.

Η σχέση αυτή επιδεινώθηκε σε όλες (εκτός από δύο) χώρες του ΟΟΣΑ και αντικατοπτρίζει τη δυσανάλογη αύξηση των αποδοχών στην κορυφή των εργαζομένων (διοικητικά και διευθυντικά στελέχη).

Παρακάτω εξετάζονται οι εξελίξεις των μισθών και της παραγωγικότητας στην ΕΕ από το 2000 και μετά: 

Η παραγωγικότητα της εργασίας ορίζεται ως ο λόγος της πραγματικής προστιθέμενης αξίας στο κόστος, ως προς τη συνολική αξία. Χρησιμοποιείται ο δείκτης τιμών προστιθέμενης αξίας (αποπληθωρισμένος) για την πραγματική παραγωγικότητα της εργασίας. Επίσης χρησιμοποιείται ο δείκτης τιμών καταναλωτή για την πραγματική αποζημίωση των εργαζομένων – καθώς η τελευταία αντανακλά την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων.

Τα στοιχεία στον παραπάνω πίνακα δείχνουν ότι από το 2000 έως το 2016 οι μισθολογικές εξελίξεις καθυστέρησαν την παραγωγικότητα στην ΕΕ και ειδικότερα σε 14 κράτη- μέλη (η Σλοβακία δεν εμφανίζεται λόγω των μεγάλων μεταβολών της, με αύξηση της παραγωγικότητας κατά 180% και αύξηση των μισθών κατά 162%).

Για την ΕΕ28, η παραγωγικότητα της εργασίας (ως ΑΕΠ ανά εργαζόμενο) το 2016 ήταν 10,5% υψηλότερη σε πραγματικούς όρους από ό, τι το 2000, ενώ η πραγματική αποζημίωση των εργαζομένων την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά μόλις 2,45%. Η πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας ήταν λοιπόν πάνω από τέσσερις φορές μεγαλύτερη από την αύξηση των πραγματικών μισθών, πράγμα που σημαίνει ότι τα τρία τέταρτα της επιτευχθείσας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας δεν καταβλήθηκαν με τη μορφή μισθών. Στην Ουγγαρία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία και την Ελλάδα, οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν τα τελευταία 16 χρόνια, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε. Η παραγωγικότητα αυξήθηκε τρεις φορές περισσότερο από τους μισθούς στη Γερμανία, την Ιρλανδία και την Κροατία, και δύο φορές περισσότερο από τους μισθούς στην Πολωνία, το Βέλγιο και την Αυστρία.

Τα κράτη μέλη όπου οι πραγματικές μισθολογικές αυξήσεις ήταν μακριά ​​από την αύξηση της παραγωγικότητας παρέχουν επίσης ορισμένα διδάγματα. Η περίπτωση της Δανίας και της Σουηδίας δείχνει ότι η υγιής οικονομική ανάπτυξη και ο υψηλός βαθμόπέρας ανταγωνιστικότητας συμβαδίζουν με τις δυναμικές αυξήσεις των μισθών. Ενώ ορισμένα από τα κράτη μέλη της Κεντρικής Ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Λετονίας, της Λιθουανίας και της Εσθονίας, είχαν υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις από ό, τι η παραγωγικότητα, τα σχετικά μισθολογικά επίπεδα εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από τα σχετικά επίπεδα παραγωγικότητας σε σύγκριση με το μέσο όρο της ΕΕ15, όπως δείχνει το επόμενο γράφημα. Αυτό δείχνει ότι τα επίπεδα των μισθών τους δεν είναι μόνο πολύ χαμηλότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ σε απόλυτες τιμές, αλλά και σε σχέση με τα επίπεδα παραγωγικότητάς τους.

[ΠΗΓΗ: http://www.politically.gr/, του Μάριου Πομερσί, Με στοιχεία από το LSE, 27/6/2018]