Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: Ο ΙΕΡΕΑΣ ΠΟΥ ΕΣΩΣΕ ΤΟΥΣ ΑΠΕΡΓΟΥΣ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΣΕΡΙΦΟΥ

12s21-thumb-large

Η Σέριφος, αυτό το τόσο όμορφο και αγαπημένο νησί των Κυκλάδων, δεν είναι γνωστή διεθνώς μόνο για τις παραλίες της. Στο έδαφος της άνθησε στο παρελθόν η βιομηχανία του σιδήρου, καθώς από την προϊστορική εποχή αναπτύχθηκαν εκεί μεταλλευτικές δραστηριότητες. Το 1884 η γαλλική εταιρία του Λαυρίου Σπηλιαζέζα απέκτησε άδεια για μεταλλευτικές δραστηριότητες στο νησί και ανέθεσε την εργολαβία και τη διεύθυνση των εργασιών στον μεταλλειολόγο Αιμίλιο Γκρόμαν.

Δεν άργησαν όμως να εμφανιστούν οι πρώτες διαμαρτυρίες από πλευράς εργαζομένων. Τα εργατικά ατυχήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, ενώ συχνές ήταν και οι απώλειες ζωών. Οι 2.000 μεταλλωρύχοι ήταν διατεθειμένοι να απαιτήσουν πιο ανθρώπινες συνθήκες εργασίας καθώς και την καθιέρωση της οκτάωρης απασχόλησης (εργάζονταν 12 ώρες). Οι εκκλήσεις τους δεν έγιναν αποδεκτές, με αποτέλεσμα οι εργάτες να προχωρήσουν σε απεργία.

Μαζί με τις γυναίκες τους συγκεντρώθηκαν στην προβλήτα των μεταλλείων το πρωί της Κυριακής 21 Αυγούστου 1916, αρνούμενοι να φορτώσουν το ελλιμενισμένο πλοίο και ζητώντας συγχρόνως την καθιέρωση του οκταώρου. Ο φόβος και η ανησυχία είχαν απλωθεί σε όλο το λιμάνι. Ο παπα Γιάννης Ρώτας, μαζί με τον εννιάχρονο γιο του Αριστείδη, άρχισαν να χτυπάνε τις δύο καμπάνες του Αγίου Νικολάου για τη λειτουργία. Δεν περνάνε λίγα λεπτά και βλέπουν στον δρόμο να περνά μια φάλαγγα από 20-30 χωροφύλακες με κατεύθυνση προς τους εργάτες.

Ο παπα Γιάννης, αναστατωμένος, σταματά αμέσως την κωδωνοκρουσία, εισέρχεται φουριόζος στο ιερό, βάζει τα άμφια και, γυρίζοντας προς την πλευρά του γιου του, του δίνει αυστηρή εντολή: «Κάτσε έξω και, αν ακούσεις πυροβολισμό, να με ειδοποιήσεις αμέσως». Δεν περνάει όμως πολλή ώρα και ακούγεται ο πρώτος πυροβολισμός.

Ο παπα Γιάννης έβγαλε τα άμφια και έτρεξε στην προβλήτα την ώρα ακριβώς που εμαίνετο η μάχη. Χωρίς δισταγμό, μπήκε ανάμεσα στα αντιμαχόμενα μέρη, στράφηκε στους εργάτες και τους είπε να σταματήσουν την αντεπίθεση. Οι εργάτες, επειδή τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, σταμάτησαν. Το ίδιο έπραξαν από την πλευρά τους και οι χωροφύλακες, που κατέβασαν αμέσως τα όπλα τους. Ο ιερέας στάθηκε μπροστά τους και τους παρακάλεσε να φύγουν. Οι χωροφύλακες ύστερα από λίγα λεπτά αποχώρησαν από την προβλήτα.

Ο παπα Γιάννης άρχισε να μεταφέρει τους τραυματίες σε σπίτια όπου τους προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Έπειτα πήγε στα γραφεία της εταιρίας, αναζητώντας μάταια να βρει κάποιους εκεί. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στον σταθμό χωροφυλακής και ζήτησε να αποφυλακιστούν όσοι εργάτες κρατούνταν εκεί.

Ο μοίραρχος ήταν ανάμεσα στους νεκρούς από τη συμπλοκή και το έργο της αποφυλάκισης των κρατουμένων ανέλαβε ο υπομοίραρχος. Δεν έχασε χρόνο ο παπα Γιάννης και μαζί με τους εργάτες κατευθύνθηκε στο σωματείο, όπου έγινε συνάντηση των απεργών με τα μέλη του σωματείου και άλλους παράγοντες του νησιού.

Έκλαιγε γοερά!

Όλοι μαζί, με επικεφαλής τον παπα Γιάννη, μπήκαν στις γαλαρίες των μεταλλείων, όπου είχαν καταφύγει οι χωροφύλακες, έχοντας λάβει εντολή να μη χτυπήσουν, έστω και αν τους επετίθεντο οι απεργοί. Μαζί, πάντα, με τον παπά κατέβηκαν στην προβλήτα, συνοδεύοντας τους χωροφύλακες, καθώς έφευγαν.

Η απεργία είχε λήξει, αφήνοντας πίσω πέντε νεκρούς. Κόντευε πια μεσημέρι όταν επέστρεψαν στην εκκλησία ο παπα Γιάννης και ο γιος του Αριστείδης, για να συνεχιστεί η λειτουργία που είχε διακοπεί. Καθ όλη τη διάρκεια της ο παπα Γιάννης δεν σταμάτησε σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιου του να κλαίει γοερά, συντετριμμένος από όσα είχαν προηγηθεί.

Ήταν εγγυητής σε κάθε διαπραγμάτευση

Από εκείνο το γεγονός και έπειτα κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της εταιρίας και των μεταλλωρύχων γινόταν δια του παπαΓιάννη, τον οποίο οι εργάτες θεωρούσαν εγγυητή για την τήρηση των συμφωνιών. Όταν όμως το 1936 η εταιρία δεν ήταν συνεπής στις υποσχέσεις της προς τους εργάτες, ο παπα Γιάννης, εμφανώς ενοχλημένος από την εξέλιξη αυτή και βλέποντας ότι οι απόψεις του δεν εισακούγονταν, πήρε την απόφαση να φύγει από το νησί. Ζήτησε τότε από τον Μητροπολίτη Φιλάρετο να πάρει μετάθεση σε άλλη περιοχή. 0 Φιλάρετος τον τοποθέτησε στο Μάννα της Σύρου, στον Ναό των Αγίων Αναργύρων. Είχαν συμπληρωθεί δυο χρόνια από την απομάκρυνσή του και η εταιρία συνειδητοποίησε ότι ο παπα Γιάννης δεν ήταν απλώς υπόδειγμα ιερέα, αλλά και ο κατάλληλος άνθρωπος για την επικοινωνία και τη συνεννόηση ανάμεσα στους εργαζομένους και τον εργοδότη. Ζήτησαν, λοιπόν, από τον Δεσπότη να κάνει τις απαραίτητες ενέργειες, ώστε να επιστρέψει ο παπα Γιάννης στη Σέριφο. Το αίτημα ικανοποιήθηκε. Λίγο καιρό αργότερα ο ιερέας επιβιβάστηκε σε πλοίο της εταιρίας και, συνοδευόμενος από εργάτες, επέστρεφε στην αγαπημένη του Σέριφο. Η προκυμαία στο Μεγάλο Λιβάδι είχε κατακλυστεί από τους συμπατριώτες του, οι οποίοι του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή, σε κλίμα συγκίνησης.

[ΠΗΓΗ: ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, του Σωτήρη Λέτσιου, 26/11/2016]