ΤΟ ΕΠΕΝΔΥΤΙΚΟ ΤΑΝΓΚΟ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΤΣΙΠΡΑ

1Ένα και μόνο στόχο έχει αυτή η κυβέρνηση, όπως και όλες οι επόμενες. Επενδύσεις. Είναι ο μοναδικός τρόπος, μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα η Ελλάδα να αποφύγει τον υποβιβασμό της στον τρίτο κόσμο. Δίχως τρελούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν υπάρχει καμία ελπίδα να βγει η χώρα από τη «στασιμομιζέρια» της. Το τέταρτο μνημόνιο, αυτό του διπλού νομίσματος, θα έρθει αναπόφευκτα και η κυβέρνηση το γνωρίζει καλά.

Αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα, που επίσης γνωρίζει. Ακόμη και αν κλείσει η αξιολόγηση, η κυβέρνηση αυτή, αφενός, δεν το έχει με τους επενδυτές, αφετέρου, εκείνοι δεν έρχονται με ένα τηλεφώνημα, λες και πρόκειται για φαγητό από ντελίβερι. Έρχονται μόνο εφόσον πεισθούν ότι θα βγάλουν χρήματα, ότι δεν υφίσταται πλέον αβεβαιότητα, πως το φορολογικό περιβάλλον είναι ευνοϊκό, ο δημόσιος τομέας λειτουργεί, η χώρα σέβεται τις συμφωνίες που υπογράφει. Το ερώτημα, φυσικά, είναι ποιος θα τα κάνει όλα αυτά. Το χειρότερο είναι ότι, ακόμη και αν η κυβέρνηση εγκαταλείψει την ακτιβιστική συχνά νοοτροπία που τη διακατέχει, οι επενδυτές Θέλουν και πάλι χρόνο για να πεισθούν, και χρόνος δεν υπάρχει.

Επομένως; Επομένως, πίσω από τους ηρωισμούς περί κυρίαρχης χώρας , ο φόβος είναι μη τυχόν το τρενάκι της ανάπτυξης δεν εμφανιστεί τελικά στην ώρα του στην αποβάθρα. Μη τυχόν η δυναμική της οικονομίας, υπό το βάρος υφεσιακών μέτρων ύψους 5 6 δισ. ευρώ και εν μέσω μιας προβληματικής διεθνούς συγκυρίας, δεν θα είναι πλέον τέτοια ώστε να βγάλει τη χώρα από το βάλτο. Διότι όσο περνούν οι μήνες τόσο μεγαλώνει ο λογαριασμός, τόσο καταναλώνεται όλο εκείνο το κεφάλαιο που με πολύ κόπο είχε δημιουργηθεί τα προηγούμενα χρόνια, δίχως φυσικά αυτό να σημαίνει ότι οι προηγούμενοι είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους. Αν την είχαν άλλωστε κάνει, δεν θα συζητούσαμε τώρα σε αυτή τη βάση. Το ένα επομένως σενάριο που βρίσκεται στο τραπέζι είναι το κακό σενάριο, που συνεπάγεται μια αέναη στασιμότητα. Στον αντίποδα, το Success Story που επιδιώκει ο Τσίπρας συνίσταται στα εξής: Έχοντας κλείσει τη συμφωνία, επιτυγχάνει, έστω σε συμβολικό επίπεδο, μια διευθέτηση στο θέμα του χρέους και αμέσως μετά τα ελληνικά ομόλογα γίνονται δεκτά από τη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως εγγύηση για τη ρευστότητα που χορηγεί στις ελληνικές τράπεζες (waiver). Περιορίζεται γι’ αυτές το κόστος του χρήματος, γλιτώνουν τόκους, επανέρχονται εν πάση περιπτώσει σε μια κανονικότητα.

Σαν επόμενο βήμα, τα ελληνικά ομόλογα συμμετέχουν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, οι αποδόσεις τους υποχωρούν στο 5% από το σημερινό 10% του δεκαετούς, επιτρέποντας στην Ελλάδα να βγει δειλά δειλά στις αγορές χρήματος μετά από δύο χρόνια καραντίνας. Πέφτοντας οι αποδόσεις των ομολόγων, μειώνεται το χρηματοοικονομικό κόστος, άρα και το ρίσκο της χώρας, και αυτό δίνει, θεωρητικά, στην Ελλάδα τη δυνατότητα να προσελκύσει επενδυτές. Επανερχόμαστε έτσι στο μεγάλο και αποφασιστικό στόχο που έχει αυτή η κυβέρνηση, όπως και κάθε επόμενη. Θα έρθουν οι επενδύσεις Διότι υπάρχει μια ακόμη δυσκολία. Εκτός από τα τεράστια ελληνικά εσωτερικά προβλήματα, και το προσφυγικό, η παγκόσμια οικονομία γλιστράει σιγά σιγά αλλά σταθερά σε ένα βάλτο οικονομικής επιβράδυνσης. Εκτεθειμένες σε κινδύνους, όπως μια νέα αστάθεια στις αγορές, μια παρατεταμένη περίοδος φθηνού πετρελαίου ή μια ραγδαία επιβράδυνση της Κίνας, τα κεφάλαια μαζεύονται στο καβούκι τους, οι επενδύσεις σε περίεργες περιφερειακές χώρες όπως η Ελλάδα δυσκολεύουν. Και όλα αυτά καθώς πλησιάζει η 23η Ιουνίου του ιστορικού βρετανικού δημοψηφίσματος, τα αποτελέσματα του οποί ου θα επηρεάσουν, αφενός, μακροπρόθεσμα την πορεία, ενότητα και σύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφετέρου, βραχυπρόθεσμα, τις επιλογές πολλών ξένων funds. Τυχόν Brexit μπορεί να ταρακουνήσει τόσο πολύ τις αγορές, ώστε ειλημμένες επενδυτικές αποφάσεις να μετατεθούν χρονικά ή και να αναβληθούν, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού.

Το πιθανότερο σενάριο

Το πιθανότερο είναι πως η κυβέρνηση θα περάσει την αξιολόγηση, αλλά όχι και τον πραγματικό κάβο, κάποιες μεταρρυθμίσεις θα γίνουν, άλλες όμως όχι, και τα πάντα θα συνεχίσουν να κινούνται σχετικά αργά, εκτός από τα υφεσιακά μέτρα που θα πλήξουν δυνατά την ελληνική οικονομία. Στην Ευρώπη γνωρίζουν το συγκεκριμένο σενάριο, αλλά δεν θέλουν άλλο να ασχολούνται με την ελληνική υπόθεση, τους αρκεί να υπάρχει μια κυβέρνηση να εφαρμόζει τις όποιες συμφωνίες, δεν τους νοιάζει αν βγαίνουν τα νούμερα. Αυτό ακριβώς όμως είναι το πρόβλημα: Δεν υπάρχει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, ένα βιώσιμο πρόγραμμα, ούτε καν ο στόχος γρήγορης εφαρμογής του μνημονίου με σκοπό την έξοδο μια και καλή από αυτό. Υπό αυτό πάντα το πρίσμα, το ενδιαφέρον των ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις στην Ελλάδα θα αναθερμανθεί, καθώς η χώρα θεωρείται σημαντικός επενδυτικός προορισμός, από οικονομικής και γεωστρατηγικής άποψης, σε τομείς όπως οι μεταφορές, ο τουρισμός, η ενέργεια.

Αλλά ο χρόνος κατά τον οποίο θα δρομολογηθούν μαζικές επενδυτικές πρωτοβουλίες θα παραμείνει το ζητούμενο μπορεί μετά το καλοκαίρι, μπορεί όμως και από το 2017 καθώς η απουσία αναπτυξιακού σχεδίου και το νέο κύμα των μέτρων που θα χτυπήσει την οικονομία θα ανατρέψουν το χρονοδιάγραμμα στο οποίο είχαν ποντάρει τόσο η κυβέρνηση για τη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος όσο και οι ξένοι επενδυτές για την υλοποίηση των σχεδίων τους. Με άλλα λόγια, το άλμα στον τομέα των επενδύσεων δεν θα γίνει. Το ενδιαφέρον θα συνεχίσει να στρέφεται στα δύο πλεονεκτήματα που έχει η χώρα, τη γεωγραφική της θέση και τον τουρισμό. Ακριβώς εκεί εστιάζουν και οι δύο μεγαλύτερες επενδύσεις των τελευταίων ετών, η παραχώρηση του ΟΛΠ στην κινεζική Cosco και των περιφερειακών αεροδρομίων στη γερμανική Fraport.

Στη περίπτωση του Πειραιά, η Cosco παρέμεινε μέχρι τέλους στην κούρσα επειδή το αντικείμενο δεν εξαρτάται από τις περιπέτειες της ελληνικής οικονομίας. Τα κέρδη είναι τράνζιτ, τα κοντέινερ φεύγουν σιδηροδρομικώς από τον Πειραιά για τις αγορές της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης, όπου και εδρεύουν οι πελάτες. Τραβώντας αντίστοιχα την κουρτίνα πίσω από την απόφαση της Fraport να επενδύσει στα περιφερειακά αεροδρόμια, βρίσκει κανείς τη μοναδική μας βαριά βιομηχανία, τον τουρισμό. Ύστερα απ’ αυτά, τΐ Ποιος ξένος θα άνοιγε το πορτοφόλι του για να επενδύσει, για παράδειγμα, στους ελληνικούς αυτοκινητόδρομους, όταν η κίνηση έχει μειωθεί 30% Ποιος θα αγόραζε σήμερα τη ΔΕΗ, εάν φυσικά πωλούνταν, όταν την πνίγουν τα φέσια; Δεν είναι δύσκολη η απάντηση, πόσο μάλλον όταν οι ξένοι αντιμετωπίζουν πλέον την Ελλάδα με όρους αναδυόμενης οικονομίας αντί για αναπτυγμένης.

Το ερωτηματικό των αποκρατικοποιήσεων

Το μεγάλο, φυσικά, ερωτηματικό αφορά το πώς θα κάνει κτήμα του ο ΣΥΡΙΖΑ τις αποκρατικοποιήσεις. Σύμφωνοι, κανείς δεν περιμένει από αυτή την κυβέρνηση να πανηγυρίζει στο Σύνταγμα κάθε φορά που κάνει μια ιδιωτικοποίηση ή μια μεγάλη επένδυση. Είναι άλλο όμως με το δεξί σου χέρι να υπογράφεις τη σύμβαση και με το αριστερό σου να χειροδικείς κατά των επενδυτών. Είναι κάτι σαν να πυροβολείς τα πόδια σου, για να το πούμε πιο απλά. Η αλήθεια είναι ότι τα μέλη και στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ήρθαν στην εξουσία ήταν πεπεισμένα ότι θα ακυρώσουν όλες τις μνημονιακές δεσμεύσεις της χώρας, με τις οποίες την είχαν αλυσοδέσει οι προηγούμενοι. Πίστευαν ότι τα μνημόνια αποτελούσαν επιλογή της τρόικας εσωτερικού , ότι αρκούσε η γενναία αντίσταση της Αριστεράς στις βουλές της συντηρητικής νομενκλατούρας των Βρυξελλών για να τα σκίσει. Επί ενάμιση χρόνο τώρα, βιώνουν μια συνεχή οδυνηρή έκπληξη, αυτοακυρώνουν διαδρομές, πολλοί 50 ετών , όπως έχει πει ο υπουργός Ναυτιλίας Θοδωρής Δρίτσας. Πολλοί υποστηρίζουν ότι ο υπουργός θα έπρεπε να παραιτηθεί, ώστε να διαφυλάξει την αξιοπρέπειά του. Πόσο μάλλον όταν άνοιξε ο ίδιος την πόρτα σε περίπτωση που το διάδοχο σχήμα του ΤΑΙΠΕΔ αποκτήσει μεγαλύτερες εξουσίες από το νυν.

Έχει ωστόσο εξήγηση η στάση του υπουργού Ναυτιλίας, όπως και των άλλων διαφωνούντων. Είναι η ασθενής αριθμητική υπεροχή της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός απρόοπτου, και οι 153 βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας θα ψηφίσουν τα νέα μέτρα, διότι διαφορετικά διακυβεύεται η θέση τους, δεν θα ρίξουν τη κυβέρνηση, γιατί τότε θα οδηγηθούμε σε εκλογές, και πολλοί εξ αυτών δεν θα ξαναεκλεγούν. Έπειτα, είναι διαφορετικό να φεύγουν μαζικά εκατοντάδες στελέχη, όπως έγινε το περασμένο καλοκαίρι με την ομάδα Λαφαζάνη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, και διαφορετικό η μη ψήφιση των μέτρων από μεμονωμένα κοινοβουλευτικά στελέχη. Δύσκολα ο κ. Δρίτσας ή κάποιος άλλος βουλευτής θα πάρει πάνω του το βάρος της ατομικής ιστορικής ευθύνης να ρίξει μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που για πρώτη φορά δοκιμάζεται στο αμόνι της εξουσίας. «Φτάσαμε ώς εδώ, ψηφίσαμε τόσα μέτρα, δεν θα κάνουμε πίσω στον τελευταίο κάβο», είναι το μασάζ που κάνει η κυβέρνηση στους βουλευτές. Άλλωστε, το πάθημα Λαφαζάνη έχει γίνει μάθημα σε πολλούς βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (και όχι μόνο).

Αν, πάντως, ηχομονώσει κανείς τις φωνές των Δρίτσα, Σπίρτζη, και άλλων, η δουλειά γίνεται, οι υπογραφές πέφτουν. Υπεγράφη η συμφωνία για τον ΟΛΠ και τα περιφερειακά αεροδρόμια, σε εξέλιξη βρίσκονται οι ιδιωτικοποιήσεις της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, του ΟΛΘ, το πιο εμβληματικό ωστόσο παράδειγμα αφορά την επένδυση στο Ελληνικό, κάποτε κόκκινη σημαία για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Εν κατακλείδι, τα πράγματα γι’ αυτή την κυβέρνηση και για τις επόμενες Θα είναι εξαιρετικά δύσκολα. Η κοινωνία θα βράζει όλο και περισσότερο εξαιτίας του ασφαλιστικού και του φορολογικού, το προσφυγικό Θα βρίσκεται σε έξαρση, τα εσωτερικά προβλήματα Θα ζητούν εις μάτην λύση, καχεξία και απογοήτευση Θα κυριαρχούν ακόμη για καιρό πολύ. Όσο για τον Αλέξη Τσίπρα, θα επιχειρήσει μέσα από ένα ιδιότυπο επενδυτικό τανγκό που γνωρίζει πια καλά (ένα βήμα μπρος, δυο βήματα πίσω) να ανατρέψει αυτή τη σημερινή εικόνα αδράνειας και να κόψει την κορδέλα του δικού του Success Story. Το αν θα καταφέρει να το φτιάξει είναι άλλο θέμα.

[ΠΗΓΗ: THE GREEK REPORT, 22/04/2016,του Γιώργου Φιντικάκη]