Monthly Archives: May 2013

ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΟΙΤΑΣΜΑΤΑ ΧΡΥΣΟΥ

Screen Shot 2013-05-12 at 8.03.42 μ.μ.

Κείμενο του Κου Αριστείδη Μπαρούνη π. Υφηγητή Γεωλογίας ΕΜΠ

Ιστορική αναδρομή

Ο χρυσός είναι ένα από τα επτά μέταλλα τα οποία ήσαν γνωστά στην αρχαιότητα. Τα υπόλοιπα 6 είναι άργυρος, κασσίτερος, σίδηρος, χαλκός, ψευδάργυρος, υδράργυρος. Η πρώτη γραπτή ιστορική αναφορά για την ύπαρξη και την κατανομή χρυσού στον πλανήτη έγινε από τον έλληνα ιστορικό και γεωγράφο Στράβωνα 64π.Χ. 23 μ. Χ. στον 17ο τόμο στο έργο του ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ. Στο βιβλίο ταυ αυτό ο Στράβων αναλύει για πρώτη φορά την έννοια της μεταλλογένειας της επιστήμης που καθορίζει την κατανομή των μεταλλοφόρων ορυκτών στον στερεό φλοιό της γης. Στη “Γεωγραφία” o Στράβων αναφέρει ότι περίπου το 4000Π.Χ. ποτάμια της Ιωνίας μετέφεραν προσχώσεις με περιεχόμενα ψήγματα χρυσού τα οποία με υποτυπώδεις μεθόδους και κοσκινίσεις ανακτούσαν από την υπόλοιπη άχρηστη μάζα. Αναφέρει επίσης o Στράβων την ύπαρξη προσχωμάτων χρυσού στην Ισπανία και στο Ιράν και δίνει στοιχεία αναγνωρίσεως των περιοχών όπου τα χρυσοφόρα κοιτάσματα σχηματίζονται. Ουσιαστικά είναι ο πρώτος που εισάγει την έννοια της κοιτασματολογίας. Στην Ισπανία ο Πλίνιος ο νεώτερος (23 79AD) αναφέρει την εξαγωγή 200.000 ουγγιών χρυσού το έτος 77μ. Χ. από τους Ρωμαίους. Πλην των ανωτέρω συγγραφέων αναφορά στην έρευνα του χρυσού γίνεται και στο βιβλίο του Γερμανού George Bawer ( 1494 1555) γνωστού ως Agricole όπου δίδει οδηγίες για την έρευνα μεταλλοφόρων κοιτασμάτων χρυσού. Με χαρακτηριστικές εμφανίσεις χρυσού στα αμμοχάλικα της κοίτης των ποταμών και χειμάρρων και ορατές φλέβες χρυσού στις χαλαζιακές εμφανίσεις πυριγενών πετρωμάτων ο χρυσός προσέλκυσε το ενδιαφέρον του προϊστορικού ανθρώπου. Επειδή η σκληρότητα ταυ χρυσού ήτο μικρότερη της πέτρας ο χρυσός δεν ενδιέφερε τον προϊστορικό άνθρωπο για την κατασκευή όπλων. Υπάρχουν όμως ενδείξεις προϊστορικής χρήσεως του μετάλλου σε διακοσμητικές χρήσεις στην Ν. Ζηλανδία και στην Αυστραλία. Στην διάρκεια της νεολιθικής περιόδου 8000 4200 π.Χ. Έγιναν περιορισμένες εφαρμογές στην κατασκευή μνημείων αλλά ο αρχαιότερος χρυσός πίνακας προσδιορίσθηκε στη Βάρνα της Βουλγαρία, την εποχή του χαλκού το 4200π.Χ. Πιθανώς το 90% του χρυσού των ευρημάτων των αρχαιολόγων αφορούν αφιερώματα σε διαφόρους θεούς εξεχόντων αξιωματούχων της εποχής. Μεταξύ αυτών είναι τα ευρήματα του Γερμανού Αρχαιολόγου Schleman που περιλαμβάνουν και ένα άγαλμα του τελευταίου βασιλέως της Τροίας του Πρίαμου. Μεταξύ όλων των αρχαίων πολιτισμών της 2ης και 3ης χιλιετίας π.Χ. περιλαμβανομένων του Αιγυπτιακού, Μινωικού, Μυκηναϊκού και Ελληνικού έγινε χρήση του χρυσού για διακοσμήσεις από Έλληνες καλλιτέχνες. Ο Περουβιανός πολιτισμός έκανε χρήση ταυ χρυσού του οποίου η εξόρυξη από προσχωματικά κοιτάσματα στην περιοχή των Άνδεων χρονολογείται από τον 12ο αιώνα π. Χ.

 

 

ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΠΛΟΥΤΟΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ ΤΩΡΑ!

News-2

Το ζήτημα των μεταλλευτικών χώρων της Ελλάδας και της αξιοποίησής τους τέθηκε επιτακτικά τα τελευταία χρόνια, εν μέρει και λόγω της κρίσης. Μια χώρα που αναζητά εναγωνίως έσοδα είναι φυσικό να επιδιώκει να τα αντλήσει απ’ όπου μπορεί. Σε αυτό το πλαίσιο, το ΙΓΜΕ συνέταξε στα τέλη του 2011 ειδική έκθεση, ώστε να τεθούν οι προτεραιότητες και να επιταχυνθούν οι εξελίξεις. Την έκθεση για τον ελληνικό ορυκτό πλούτο υπογράφουν ο καθηγητής Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου και ο οικονομικός γεωλόγος Νίκος Αρβανιτίδης. Οι δύο τεχνοκράτες καταγράφουν αναλυτικά τις δυνατότητες και σημειώνουν ότι η πολιτεία οφείλει δεδομένης της οικονομικής συγκυρίας να κινηθεί με ταχύτητα και να αξιοποιήσει στο μέγιστο τα κοιτάσματα. Προς το παρόν, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Αντίθετα, οι παλινωδίες της κυβέρνησης και του ίδιου του πρωθυπουργού στο θέμα της δημιουργίας μεταλλουργίας χρυσού στο Πέραμα της Αλεξανδρούπολης δείχνουν ότι τα τοπικά συμφέροντα διαθέτουν συχνά μεγάλη πολιτική ισχύ, ικανή να επιβάλλει την άποψή της κόντρα σε οποιασδήποτε μορφής εθνικό σχεδιασμό.

Όπως σημειώνεται στην έκθεση του ΙΓΜΕ, είναι πλέον απαραίτητο να προσδιορισθούν οι στρατηγικές επιλογές για το μέλλον, να οριοθετηθεί και να χαραχθεί ο “οδικός χάρτης” βέλτιστης αξιοποίησης και βιώσιμης εκμετάλλευσης συγκεκριμένων ορυκτών πρώτων υλών, με χαρακτηριστικά εθνικού ή περιφερειακού συγκριτικού πλεονεκτήματος και υπεροχής για την Ελλάδα, και να διασφαλιστεί η διατήρηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων μακροπρόθεσμα. Στις όποιες οικονομοτεχνικές εκτιμήσεις, στρατηγικό σχεδιασμό και επενδυτική σκοπιμότητα θα πρέπει να συνυπολογισθούν και οι ανεπιθύμητοι παράγοντες, που επηρεάζουν αρνητικά τη μεταλλευτική δραστηριότητα και έρευνα της χώρας, όπως για παράδειγμα η παγκοσμιοποίηση του μεταλλευτικού ανταγωνισμού, πιέσεις με χαρακτηριστικά περιφερειακού ανταγωνισμού από χώρες των Βαλκανίων, διαρκώς αυξανόμενο περιβαλλοντικό κόστος, σύγκρουση συμφερόντων για τη χρήση και την αξία της γης, υλοποίηση ερευνητικών προγραμμάτων τεχνολογικής ανάπτυξης, που απαιτούν υψηλό κόστος και γνωσιακό επίπεδο, η τρέχουσα οικονομοπιστωτική κρίση και βέβαια οι διακυμάνσεις των τιμών και της ζήτησης. Επίσης, και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Ελλάδα σε σχέση με άλλες χώρες, όπως είναι ο εξαγωγικός προσανατολισμός, οι σημαντικές διεθνείς επιχειρήσεις, η δραστηριοποίηση νέων δυναμικών εταιρειών στον κλάδο, η ανερχόμενη παρουσία ελληνικών εταιρειών στο εξωτερικό, η αξιοποίηση εγχώριων μεταλλευτικών και μεταλλουργικών απορριμμάτων, οι νέες χρήσεις και εφαρμογές γνωστών εγχώριων υλικών, οι συγχωνεύσεις οικογενειακών εταιρειών σε μεγάλους διεθνείς ομίλους, η δραστηριοποίηση ξένων εταιρειών στην έρευνα, εξόρυξη και παραγωγή προϊόντων. Είναι βέβαιο πως η καθυστέρηση στην αξιοποίηση βιώσιμων πλουτοπαραγωγικών πηγών, όπως είναι τα ορυκτά, αφαιρούν τη δυνατότητα της χώρας να αλλάξει ριζικά τα σημερινά αναπτυξιακά της δεδομένα, εκμεταλλευόμενη τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα .

Ειδικά για τη Β. Ελλάδα, όπου υπάρχει η μεγαλύτερη συγκέντρωση ορυκτού πλούτου της χώρας, η έκθεση αναφέρει: «Το μεταλλογενετικό περιβάλλον στη Β. Ελλάδα είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για τον σχηματισμό εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων μεταλλικών ορυκτών. Η μεταλλευτική αξία των βεβαιωμένων αποθεμάτων νικελίου, ψευδαργύρου, μολύβδου, χαλκού, χρυσού και αργύρου στη Μακεδονία και στη Θράκη, με βάση την ενεργό μεταλλευτική παραγωγή, τις επενδύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη και τις τρέχουσες τιμές των μετάλλων, ανέρχεται περίπου σε 27,6 δισ. ευρώ. Ένα πολύ μικρό μέρος της αξίας αυτής αξιοποιείται σήμερα παραγωγικά. Τα δυναμικά αποθέματα που φιλοξενούνται στις υπάρχουσες μεταλλευτικές αλλά και σε νέες περιοχές κοιτασματολογικού ενδιαφέροντος είναι σε θέση να πολλαπλασιάσουν το προαναφερόμενο οικονομικό μέγεθος. Είναι άλλωστε διαπιστωμένο ότι η αξία του μεταλλικού περιεχομένου στο σύνολο των μετρημένων αποθεμάτων ανέρχεται περίπου σε 80 δισ. ευρώ, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα και ειδικότερα τη Β. Ελλάδα μία από τις πλουσιότερες κοιτασματολογικές περιφέρειες της Ευρώπης, ικανή να αποτελέσει σταθερή πλουτοπαραγωγική πηγή μετάλλων και να συμβάλει στη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας. Το βεβαιωμένο αποθεματικά δυναμικό περίπου 420 τόνων χρυσού στη Μακεδονία και στη Θράκη αποτελεί κυρίαρχο οικονομικό στόχο».

[ΠΗΓΗ: ΕΠΕΝΔΥΤΗΣ].

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΥΣΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

1489171

Από διάλεξη του Καθηγητή Γεωλογίας του Α.Π.Θ. κ. Μιχάλη Βαβελίδη, στο Συνεδριακό Κέντρο του Επιμελητηρίου Δράμας.

Στη φύση ο χρυσός εντοπίζεται κυρίως αυτοφυής και λιγότερο υπό μορφή ενώσεων. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα φυσικό κράμα που μπορεί να περιέχει σημαντικές περιεκτικότητες σε άργυρο ή/και χαλκό.  Όταν οι περιεκτικότητες σε άργυρο υπερβαίνουν το 25% ονομάζεται ήλεκτρο και όταν η περιεκτικότητά του σε χαλκό είναι πάνω από 20% ονομάζεται χαλκούχος χρυσός. Σε πολύ μικρές ποσότητες ο αυτοφυής χρυσός περιέχει και άλλα μεταλλικά στοιχεία όπως όσμιο, ιρίδιο, παλλάδιο, λευκόχρυσο, ρουθένιο, ρόδιο καθώς επίσης αντιμόνιο, βισμούθιο ή υδράργυρο. Στον Ελλαδικό χώρο ο χρυσός εντοπίζεται, σύμφωνα με τις μέχρι τώρα έρευνές μας, κυρίως αυτοφυής.

Τα προσχωματικά κοιτάσματα έχουν χαμηλότερες περιεκτικότητες σε άργυρο (κάτω από 10%) και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο χρυσός μέσα στα ποτάμια μεταφέρεται και με τον τρόπο αυτό έχουμε έναν φυσικό εμπλουτισμό των κόκκων σε χρυσό και μία φυσική απομάκρυνση του αργύρου τους. Όσο μεγαλύτερη επομένως είναι η απόσταση μεταφοράς του κόκκου χρυσού από την αρχική πηγή του, τόσο πιο καθαρός σε χρυσό είναι αυτός. Αυτό αποτελεί ένα σχετικά καλό κριτήριο για τον προσδιορισμό της πηγής προέλευσης του. Αυτοφυής απαντά ο χρυσός επίσης σε μεταλλεύματα σιδήρου, χαλκού και αρσενικού με περιεκτικότητες σε άργυρο 18%.

Σε μεμονωμένες περιπτώσεις ο χρυσός εντοπίζεται στον Ελλαδικό χώρο και υπό μορφή ενώσεων του τελλουρίου ή του βισμούθιου. Τα κοιτάσματα χρυσού στην Ελλάδα βρίσκονται κυρίως στο χώρο της Μακεδονίας και Θράκης. Στην υπόλοιπη Ελλάδα έχουμε μεμονωμένες εμφανίσεις στα νησιά Εύβοια, Σίφνο, Μήλο, Σάμο και Λέσβο. Στην Αν. Μακεδονία έχουμε χρυσό στον Ποταμό Νέστο, στις περιοχές Παλιάς Καβάλας – Φιλίππων, στη νήσο Θάσο, στο όρος Παγγαίο, στον Αγγίτη ποταμό, στο Μενοίκιο (Αλιστράτη), στην περιοχή Στρυμόνα (Νιγρίτα-Χείμαρρο), Βροντού και  Άγκιστρο.

Αναφορές σχετικά με την εκμετάλλευση χρυσού κατά την αρχαιότητα έχουμε από πολλούς συγγραφείς.

Ο Όμηρος αναφέρει αρχαία εκμετάλλευση χρυσού για την περιοχή βόρεια της Μαρώνειας.

Από τον Ηρόδοτο και Αριστοτέλη γίνεται αναφορά για την εκμετάλλευση χρυσού στον Εχέδωρο ( σημερινό Γαλλικό ), την αρχαία Παιονία και για τα μεταλλεία στο Δίσωρο.

Μια άλλη γνωστή θέση από την αρχαιότητα είναι σύμφωνα με τον Στράβωνα η περί τον Στρυμόνα περιοχή. Εδώ θα αναφέρω ότι εντοπίσαμε αρχαία μεταλλευτική δραστηριότητα κοντά στην Αμφίπολη καθώς επίσης και στην περιοχή Νιγρίτας και του Χειμάρρου.

Όσον αφορά το Παγγαίο αναφέρεται από πολλούς αρχαίους συγγραφείς: Ηρόδοτος, Eυρυπίδης, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας και άλλους μεταγενέστερους. Ο Στράβων μας λέει χαρακτηριστικά «Το ίδιο το Παγγαίο έχει μεταλλεία χρυσού και αργύρου καθώς και όλη η περιοχή που βρίσκεται στην πεδιάδα του Στρυμόνα έως την Παιονία». Θα πρέπει να αναφέρω ότι οι μέχρι τώρα αρχαίες εργασίες που επισκεφτήκαμε π.χ στην περιοχή Νικήσιανης , Οφρινίου, Μουσθένης κ.λ.π. δεν ανταποκρίνονται στη φήμη αυτή του Παγγαίου ως μεγάλου μεταλλευτικού κέντρου. Εξέχουσα θέση στην αρχαία ελληνική γραμματεία έχουν τα μεταλλεία χρυσού της Θάσου και της Σκαπτής Ύλης. Ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης αναφέρουν ότι ο σημαντικότερος παράγων του πλούτου και της ανάπτυξης της Θάσου κατά την αρχαιότητα ήταν η «πρόσοδος από τα μεταλλεία της νήσου και της αντίπερα Θράκης». Την εποχή του Ηροδότου η πρόσοδος αυτή από τα μεταλλεία της Θάσου και της σκαπτής Ύλης ανέρχονταν σε 200 τάλαντα ετησίως, ενώ σε καλές χρονιές ανέρχονταν στα 300 (υπενθυμίζουμε ότι 1 τάλαντο ισοδυναμεί με 26,2 Kg σε αντίστοιχο του αργύρου). Από αυτά τα 80 προέρχονταν από τα μεταλλεία της Σκαπτής Ύλης.

Πράγματι στη Θάσο, η οποία μελετήθηκε συστηματικά στα πλαίσια της διδακτορικής μου διατριβής τα αρχαία μεταλλεία χρυσού εντοπίζονται στην περιοχή, Παλαιοχώρι και Κλισήδι σε υψόμετρο 200 έως 600 μέτρων μεταξύ Αινύρων και Κοινύρων απέναντι από τη Σαμοθράκη, όπως ακριβώς περιγράφει ο Ηρόδοτος, αλλά και κάτω από την ακρόπολη της Θάσου.

Στα Κοίνυρα έχουμε ένα κοίτασμα προσχωματικού χρυσού μέσα σε σύγχρονα καρστικά έγκειλα του δολωμιτικό μαρμάρου, το οποίο έτυχε έντονης εκμετάλλευσης. Η αναφορά του Ηροδότου ότι ένα ολόκληρο βουνό είναι ανεστραμμένο είναι πράγματι αλήθεια. Θα πρέπει να πούμε ακόμη ότι παρόμοιος τύπος κοιτάσματος δεν έχει περιγραφεί μέχρι σήμερα στη βιβλιογραφία. Κάτω από την Ακρόπολη της Θάσου έχουμε ένα σύστημα στοών μήκους 300 περίπου μέτρων που φθάνει κάτω από το επίπεδο της Θάλασσας. Τα χρυσοφόρα στρώματα βρίσκονται στην επαφή Μαρμάρου και κατώτερου γνευσίου.

H Σκαπτή Ύλη ήταν γνωστή στην αρχαιότητα όπως παραπάνω αναφέραμε για τις ποσότητες χρυσού από τα μεταλλεία τους και για τη σύνδεσή της με τον ιστορικό Θουκυδίδη. Το ερώτημα σχετικά με την ακριβή θέση των μεταλλείων της Σκαπτής Ύλης, αναζητήθηκε και συζητήθηκε επανειλημμένα από παλαιότερους ερευνητές. Μερικοί υποστηρίζουν ακόμη ότι αυτά βρίσκονται στο όρος Παγγαίο. Σύμφωνα με τις δικές μας συστηματικές έρευνες πιστεύουμε, ότι ο Ηρόδοτος αναφερόταν στην περιοχή βόρεια και ανατολικά της πόλης της Καβάλας όπου εντοπίζονται, ένας μεγάλος αριθμός εμφανίσεων χρυσοφόρου και αργυρούχου μεταλλεύματος. Η άποψή μας αυτή βρίσκεται σε συμφωνία με νεώτερες αρχαιολογικές έρευνες σύμφωνα με τις οποίες η Θασιακή Περαία περιορίζετε στο Σύμβολο όρος και στο νότιο τμήμα της οροσειράς της Λεκάνης.

Οι έρευνές μας στην πλούσια σε μετάλλευμα, μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα περιοχή παλιάς Καβάλας άρχισαν από το 1984, στα πλαίσια ενός ευρύτερου προγράμματος για την αρχαία εκμετάλλευση χρυσού και αργύρου στον Ελλαδικό χώρο, λίγο μετά τον εντοπισμό και την ολοκλήρωση της έρευνας του πρώτου σκέλους της αναφοράς του Ηροδότου σχετικά με τα αρχαία μεταλλεία χρυσού της Θάσου. Το πρόγραμμα αυτό χρηματοδοτείται από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας Τεχνολογίας και την Επιτροπή Ερευνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Η μεταλλευτική αυτή περιοχή στην οροσειρά της Λεκάνης ήταν όπως προκύπτει από παλαιότερες και τις δικές μας συστηματικές έρευνες αντικείμενο εντατικής μεταλλευτικής δραστηριότητας. Σε μια επιφάνεια περίπου 100 Km2 εντοπίζονται πάνω από 150 εμφανίσεις μεταλλεύματος τα οποία εκμεταλλεύτηκαν σύμφωνα με τις έρευνες μας κατά την αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή και Οθωμανική εποχή και τον 20ο αιώνα. Η εκμετάλλευση στην περιοχή αυτή κατά την αρχαιότητα ήταν προσανατολισμένη στην εξόρυξη του πλούσιου σε χρυσό ή/και άργυρο μεταλλεύματος. Το πόσο σημαντικό μεταλλευτικό κέντρο ήταν η περιοχή αυτή μας το δηλώνει εκτός από τον Ηρόδοτο και Θουκυδίδη και ο Στράβωνας ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά:

«Υπάρχουν πολλά μεταλλεία χρυσού στις Κρηνίδες όπου σήμερα βρίσκεται η πόλη Φίλιπποι, κοντά στο Παγγαίο όρος».

Καθώς επίσης ο Διόδωρος ο Σικελιώτης: «Ύστερα ήρθε ο Φίλιππος Β΄ στην πόλη Κρηνίδες την οποία αύξησε σε πληθυσμό και τη μετονόμασε σε Φιλίππους και τα μεταλλεία χρυσού που ήταν εκεί λιτά και άδοξα έφτιαξε καινούρια ώστε να μπορεί να έχει προσόδους πάνω από χίλια τάλαντα». Όσον αφορά στα μεταλλεύματα της περιοχής Παλιάς Καβάλας αυτά είναι σύμφωνα με τις έρευνές μας συνδεδεμένα με το κατώτερο τμήμα της σειράς μαρμάρων και εν μέρει με το ανώτερο τμήμα της σειράς γνευσίων. Διακρίνουμε τρεις τύπους μεταλλοφόρων σωμάτων, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν κατά την αρχαιότητα.:

Τον πρώτο τύπο αποτελούν σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα μέσα σε ανθρακικά πετρώματα με περιεκτικότητες σε χρυσό μέχρι 26 ppm. Το δεύτερο τύπο σχηματίζουν σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα πλούσια σε μόλυβδο, ψευδάργυρο και άργυρο, τα οποία εντοπίζονται επίσης μέσα στα ανθρακικά πετρώματα, με περιεκτικότητες σε άργυρο μέχρι 2500 ppm. Ο τρίτος τύπος αναφέρεται σε χαλαζιακά σώματα πλούσια σε σιδηροπυρίτη και αρσενοπυρίτη καθώς επίσης σε επιμηκυσμένα σώματα σιδηροπυρίτη-χαλκοπυρίτη, στην επαφή μαρμάρου/γνευσίου και στον γνεύσιο, με περιεκτικότητες σε χρυσό μέχρι και 38 ppm.

Η χρονολόγηση της μεταλλευτικής δραστηριότητας σε προσχωματικά κοιτάσματα είναι πολύ δύσκολη, συχνά αδύνατη και αυτό γιατί τα ίχνη σε τέτοιου είδους κοιτάσματα καταστρέφονται και χάνονται πολύ εύκολα. Το μόνο που απομένει είναι σωροί από υπολείμματα έκπλυσης. Ένα μεγάλο κομμάτι σ’ αυτό έχουν εκτός από τη φύση και οι επιδράσεις του ανθρώπου, ιδιαίτερα κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σε αντίθεση με τα προσχωματικά κοιτάσματα τα ίχνη αρχαίας μεταλλευτικής δραστηριότητας διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα σε πολύ καλή κατάσταση ιδιαίτερα σε υπόγειες εργασίες.

Με βάση τα γεωμετρικά χαρακτηριστικά την τεχνική εξόρυξης και προσπέλασης, καθώς επίσης τα αρχαιολογικά ευρήματα και τη χρήση των μεθόδων χρονολόγησης C14 και θερμοφωταύγιας , διακρίνουμε στα μέχρι τώρα ερευνηθέντα μεταλλεία της Αν. Μακεδονίας περισσότερες φάσεις εκμετάλλευσης. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτή της κλασσικής περιόδου.

Οι αρχαίες στοές έχουν κυρίως την χαρακτηριστική (κλασσική) τραπεζοειδή μορφή. Συχνή επίσης είναι η ορθογώνια τομή όπως παρατηρήθηκε αυτή στα μεταλλεία Φιλίππων, της Σκαπτής Ύλης και της Ακρόπολης Θάσου. Οι διαστάσεις των στοών έχουν πλάτος συνήθως 80cm και ύψος κατά μέσο όρο 90cm. Παρόμοιες τομές μ’ αυτές των στοών παρατηρήθηκαν και σε φρεάτια, η λειτουργία των οποίων εξυπηρετούσε την προώθηση του μεταλλεύματος και παράλληλα τις (ατμοσφαιρικές) συνθήκες εργασίας στους χώρους του μεταλλείου (εξαερισμός κλπ). Για την κατασκευή των στοών και φρεατίων χρησιμοποιούνταν κατά την κλασική αρχαιότητα δύο κυρίως τρόποι προσπέλασης, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα γνωστοί από το Λαύριο. Η κάθετη και η οριζόντια. Μία τρίτη μέθοδος προσπέλασης η οποία όμως χρησιμοποιούνταν και για την εκμετάλλευση του μεταλλεύματος ήταν η τοποθέτηση πυρράς όταν το πέτρωμα ήταν πολύ σκληρό.

Η μέθοδος εξόρυξης του χρυσοφόρου μεταλλεύματος γινόταν κατά την αρχαιότητα κυρίως με τη μέθοδο των εξοφλήσεων. Σε αντίθεση με τη μοντέρνα μέθοδο εκμετάλλευσης οι αρχαίοι κατά την προσπέλαση ακολουθούσαν το μεταλλοφόρο σώμα. Με την εξόρυξη του μεταλλεύματος δημιουργούνταν συχνά εκτενείς ακανόνιστοι χώροι, οι λεγόμενες εξοφλήσεις καθώς επίσης ένα λαβυρινθώδες σύστημα στοών.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για τη εξόρυξη και προσπέλαση ήταν κυρίως το κοπίδι και σφυρί. Σε ορισμένες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν και ίχνη αξίνας. Για μαλακό υλικό γινόταν πιθανώς και χρήση τσάπας.

Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν όταν το μεταλλοφόρο στρώμα ήταν κεκλιμένο, η εκμετάλλευση να γίνεται σε περισσότερα από ένα επίπεδα. Σε θέσεις από ανώτερα σε κατώτερα επίπεδα ή στην είσοδο σμιλευόταν κλιμακοστάσια. Για τη στήριξη της οροφής οι αρχαίοι άφηναν στύλους ασφαλείας ή έκαναν τοιχία υποστύλωσης. Οι στύλοι αποτελούνταν από το πέτρωμα που φιλοξενούσε το μετάλλευμα. Για την κατασκευή των τοιχίων υποστυλώσεις χρησιμοποιούσαν κυρίως το στείρο υλικό μέσα από το μεταλλείο.

Όσον αφορά στο φωτισμό, αυτός γινόταν με πυρσούς κυρίως όμως με λυχνίες ελαίου οικιακής χρήσης από πηλό ή μολύβι. Για τις λυχνίες έσκαβαν κοιλώματα στον τοίχο μέσα στο πέτρωμα ή κατασκευαζόταν θέσεις από πηλό.

Μία σημαντική παρατήρηση σε αρχαίες μεταλλευτικές περιοχές, είναι ότι έξω από τα χρυσωρυχεία βρίσκουμε συνήθως πολύ λίγο και γενικά μικρούς σωρούς εξορυγμένου υλικού, παρόλο που οι χώροι εξόρυξης στο μεταλλείο συχνά είναι τεραστίων διαστάσεων. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η θραύση και ο διαχωρισμός του εξορυγμένου υλικού και πολλές φορές ο εμπλουτισμός του μεταλλεύματος γινόταν μέσα στο μεταλλείο. Το στείρο υλικό το χρησιμοποιούσαν στην κατασκευή των τοιχίων υποστυλώσεις αλλά και για να καλύψουν και για να κλείσουν επιμελώς χώρους που δεν τους χρησιμοποιούσαν πλέον. Με τον τρόπο αυτό απόφευγαν το δύσκολο έργο μεταφοράς του στείρου υλικού και γινόταν παράλληλα, θα λέγαμε σήμερα, η αποκατάσταση του περιβάλλοντος. (Θρησκευτικά αίτια, για να εξυγιαίνουν τις πληγές της θεότητας της γης).

Η μέθοδος απόληψης προσχωματικού χρυσού γινόταν με τη γνωστή μέθοδο έκπλυσης με το σκαφίδι. Ακολουθούσε χύτευση του βαρέως κλάσματος εφόσον ήταν απαραίτητο. Συχνά γινόταν επιτόπου προσθήκη χαλκού στο τήγμα. Αυτό διαπιστώθηκε με σιγουριά σε δύο περιπτώσεις.

Για σιδηρομετάλλευμα ακολουθούσαν οι αρχαίοι την ίδια μέθοδο μετά από θραύση και άλεσμα του μεταλλεύματος, ενώ για πολυμεταλλικά μεταλλεύματα υπάρχουν κάποιες ενδείξεις (π.χ λιθάργυρος) ότι γινόταν πιθανώς με τη μέθοδο της κυπέλλωσης.

ΜΙΣΘΩΜΑ ΣΤΑ ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΧΡΥΣΟΥ

shutterstock_1483366-low

Σύμφωνα με την εφημερίδα “Ελευθεροτυπία” μέχρι και 20% επί της παραγωγής σε όγκο θα φθάνουν τα μισθώματα στα δημόσια ορυχεία, με βάση τη ρύθμιση που προωθεί το υπουργείο ΠΕΚΑ. Η ειδική επιτροπή για τον καθορισμό των τελών έχει ολοκληρώσει το έργο της, αλλά δεν ανακοινώνει τα σχετικά μισθώματα για τα ιδιωτικά ορυχεία, τα οποία από το ΥΠΕΚΑ λένε πως θα γίνουν γνωστά μετά την κατάθεση του νόμου για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) στη Βουλή. Για τα ιδιωτικά ορυχεία το σχέδιο νόμου προβλέπει, πάντως, ότι τα μεταλλευτικά τέλη θα ισχύουν αναδρομικά από 1-1-2013, αλλά τα μισθώματα θα καθορίζει τελικά υπουργική απόφαση (ΚΥΑ). Θα εκδίδονται δύο ΚΥΑ και η πρόβλεψη στο νομοσχέδιο τουλάχιστον για τα δημόσια ορυχεία είναι ότι θα εκδίδεται στο δεύτερο εξάμηνο κάθε έτους. Σύμφωνα με πληροφορίες, το ίδιο θα γίνει και με τα ιδιωτικά ορυχεία, ώστε σύμφωνα με μία εκδοχή να είναι γνωστή η παραγωγή τους. Αν επιβεβαιωθεί αυτό, σημαίνει ότι θα εκδίδονται δύο ΚΥΑ στο τέλος κάθε χρόνου οι οποίες θα ορίζουν τα μισθώματα, με βάση και την παραγωγή των ορυχείων. Η ουσία της ρύθμισης δηλαδή θα περιέχεται σε υπουργική απόφαση και όχι στο νόμο και η απόφαση αυτή θα χρειάζεται να εκδίδεται κάθε χρόνο. Το νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ, το οποίο περιλαμβάνει διατάξεις κυρίως για τα δημόσια ορυχεία, καθορίζει μεταξύ άλλων και το πώς θα διανέμονται μεταξύ των δήμων τα έσοδα από αυτά. Ουσιαστικά βάζει το κριτήριο της επιφάνειας. Να θυμίσουμε ότι το Δημόσιο προσδοκά έσοδα από την εκμίσθωση των ορυχείων χρυσού στη Χαλκιδική. Η ίδια η Eldorado Gold έχει υπολογίσει ότι τα συνολικά έσοδα του Δημοσίου θα φθάσουν τα 1,4 δισ. ευρώ σε βάθος 20ετίας, προερχόμενα τόσο από φόρους όσο και από μεταλλευτικά τέλη.