Ύφεση δείχνουν βιομηχανία και εξαγωγές. Μείωση βιομηχανικής παραγωγής κατά 4% και πτώση 11,4% των εξαγωγών τον Μάρτιο
Ύφεση και φορολογία εξάντλησαν τις αντοχές της βιομηχανίας. Συρρίκνωση της παραγωγής, μείωση της απασχόλησης και των αποδοχών στα επτά χρόνια της κρίσης. Την ύφεση που μαστίζει την ελληνική βιομηχανία καταδεικνύουν τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) για την εξέλιξη του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής τον Μάρτιο, ο οποίος παρουσίασε μείωση κατά 4% έναντι αύξησης 5,4% τον Μάρτιο του 2015. Η υποχώρηση οφείλεται κυρίως στη μείωση της παραγωγής των ορυχείων και των λατομείων κατά 23,8% και της μεταποιητικής παραγωγής κατά 2,5%.
Εμπόδια
Είναι φανερό ότι οι αντοχές της εγχώριας βιομηχανίας εξαντλούνται, την ίδια στιγμή που n χώρα έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη την ανασυγκρότηση του παραγωγικού της μοντέλου για να εξέλθει από την κρίση. Η εσωτερική υποτίμηση δεν οδήγησε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η παρατεταμένη αβεβαιότητα και η χρηματοδοτική ασφυξία ως απόρροια των capitalcontrols, n υπερφορολόγηση και το υψηλό κόστος ενέργειας έφεραν συρρίκνωση της παραγωγής, μείωση της απασχόλησης και των αποδοχών. Στα 7 χρόνια της κρίσης, το μείγμα πολιτικής που εφαρμόστηκε, με το βάρος να πέφτει στους φόρους, δεν άφησε περιθώρια πολιτικών ενίσχυσης της βιομηχανίας, ενός κλάδου που παράγει την υψηλότερη προστιθέμενη αξία από κάθε άλλον και μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες απεξάρτησης από τις εισαγωγές.
Τα ηχηρά λουκέτα μεγάλων εταιρειών, όπως οι βιομηχανίες ΙΜΑΣ, Softex, ΒΓΣ, Χαλυβουργικό, HellenicSteel, Βιομέκ, Nutriant, Pepsico ΗΒΗ, Neoset, Shelman, Delica, είναι αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής. Ένας νέος κύκλος αποβιομηχάνισης έχει ανοίξει, συμπαρασύροντας και συνδεδεμένες επιχειρήσεις από τον τομέα των υπηρεσιών. Ο αγώνας για επιβίωση κυρίως των βιομηχανιών με εξωστρεφή δραστηριότητα αναμένεται να δυσκολέψει περαιτέρω με την επιβολή των νέων φορολογικών μέτρων και της αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών. Χαρακτηριστική είναι n περίπτωση της προοπτικής αύξησης του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο φυσικό αέριο, όταν σήμερα επιβαρύνει την τιμή του κατά 40%. Ασφυκτικά θα λειτουργήσει για τη βιομηχανία αλλά και τον τομέα των μεταφορών και της αγροτικής παραγωγής και n αύξηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης.
Ενεργειακό κόστος
Και όμως, η μείωση του ενεργειακού κόστους, όπως φάνηκε από την περίπτωση της χαλυβουργίας ΣΟΒΕΛ (όμιλος Βιοχάλκο), έχει άμεσο αντίκτυπο στην αύξηση της παραγωγής και της ανταγωνιστικότητας. Όπως αναφέρουν κύκλοι της εταιρείας, από τον Μάρτιο, που υπέγραψε νέα σύμβαση με τη ΔΕΗ, που διασφαλίζει χαμηλότερο κόστος ηλεκτροδότησης, η λειτουργία της επιχείρησης από 8 ώρες αυξήθηκε στις 11-13 ώρες. Το θέμα του ενεργειακού κόστους, ωστόσο, παραμένει άλυτο για την πλειοψηφία των ενεργοβόρων βιομηχανιών, γι’ αυτό και η υποχρέωση της ΔΕΗ, να υπογράψει συμβάσεις με τους πελάτες υψηλής τάσης, συμπεριλήφθηκε στο προσχέδιο του μνημονίου. Στο προσχέδιο διευκρινίζεται ότι τα τιμολόγια θα πρέπει να βασίζονται στο κόστος και να λαμβάνουν υπ’ όψιν τα χαρακτηριστικά του προφίλ των καταναλωτών. Ενδεικτικό του ελλείμματος πολιτικής μείωσης του ενεργειακού κόστους για τη βιομηχανία είναι και το ότι δεν έχουν εφαρμοστεί στην Ελλάδα οι κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις της Ε.Ε., που θεσμοθετήθηκαν για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής ενεργοβόρου βιομηχανίας.
Η εξέλιξη, πάντως, του μείγματος καυσίμου ηλεκτροπαραγωγής της χώρας είναι ανησυχητική για τις δυνατότητες διαμόρφωσης μιας πολιτικής χαμηλού ενεργειακού κόστους για επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή έχει υποχωρήσει στο 24% έναντι 45% και 50% κατά τα προηγούμενα χρόνια. Στην υποχώρηση του λιγνίτη οφείλεται, κυρίως, η μείωση της παραγωγής ορυχείων και λατομείων κατά 23,8% τον Μάρτιο, που συμπαρέσυρε προς τα κάτω και τον γενικό δείκτη βιομηχανικής παραγωγής.
[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, της Χρύσας Λιάγγου, 11/05/2016]