Tag Archives: Αργοναυτική εκσταρατεία

Ο ΑΡΓΟΝΑΥΤΙΚΟΣ ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕΤΑΛΛΩΝ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

ship-with-dolphins-

 

Αντικείμενο μελέτης του παρόντος άρθρου αποτελεί η Αργοναυτική εκστρατεία και ειδικότερα η σχέση της με την εμπορική διακίνηση των μετάλλων στη Μεσόγειο κατά την Εποχή του Χαλκού (3000-1200 π.Χ.). Η συντριπτική πλειοψηφία των σταθμών της Αργούς ήταν μεταλλευτικά ή μεταλλουργικά κέντρα, σύμφωνα με τις σχετικές αρχαιομεταλλουργικές έρευνες. Τα κέντρα αυτά δίνονται συγκεντρωτικά, ενώ συζητείται η ανάμειξη ορισμένων εξ αυτών στην εισαγωγή κασσιτέρου στη Μεσόγειο. Η αρχαιομεταλλουργική έρευνα δεν έχει ασχοληθεί ωστόσο με τη συνολική ερμηνεία του Αργοναυτικού μύθου. Μένουν ασαφείς οι σκοποί που εξυπηρετούσε το εκτεταμένο ταξίδι της επιστροφής των Αργοναυτών μέσω της κεντρικής Μεσογείου και των Άλπεων. Στόχος της παρούσας εργασίας αποτελεί λοιπόν ο συσχετισμός ολόκληρης της Αργοναυτικής εκστρατείας με τη διακίνηση των μετάλλων στη Μεσόγειο και η απόπειρα τεκμηρίωσης του ιστορικού πυρήνα του μύθου. Επιχειρείται επίσης η συλλογή και η ερμηνεία των παραπομπών του μύθου στη μεταλλεία και τη μεταλλουργία. Χαρακτηριστική είναι η παράδοση του χρυσόμαλλου δέρατος, με την οποία γίνεται σαφής υπαινιγμός στην προϊστορική μέθοδο απόληψης των κόκκων χρυσού από τις κοίτες των ποταμών με τη χρήση πυκνόμαλλων δερμάτων. Με βάση την αύξηση των εισαγωγών σε μέταλλα και προϊόντα μεταλλοτεχνίας από τη υπόλοιπη Μεσόγειο στο Αιγαίο, προτείνεται μια πιθανή χρονολόγηση της Αργοναυτικής εκστρατείας. Τέλος, μελετάται η θρησκευτική οργάνωση των συντεχνιών των μεταλλουργών της Εποχής του Χαλκού. Ένα τέτοιο είδος συντεχνιακής οργάνωσης, μέσω της μαντείας, κατέστη πιθανώς καθοριστικός παράγοντας για την επέκταση του Μυκηναϊκού εμπορίου μετάλλων.

Κατά τη μυθολογική παράδοση, ο Πελίας, ο βασιλιάς της Ιωλκού, ανέθεσε στον ανιψιό του, τον Ιάσονα, να του φέρει το χρυσόμαλλο δέρας από την Κολχίδα. Εκείνος, με την Αργώ και το πλήρωμά της, έφτασε στην Κολχίδα, πήρε το χρυσόμαλλο δέρας αλλά δεν επέστρεψε μέσω του Αιγαίου, όπως είχε φτάσει εκεί. διέπλευσε τον Ίστρο (σημερινό Δούναβη), πέρασε από την Αδριατική στους ποταμούς Ηριδανό και Ροδανό, για να διασχίσει το Τυρρηνικό Πέλαγος, την κεντρική Μεσόγειο και να καταλήξει, μέσω του Αιγαίου και μετά από πολλές περιπέτειες, στην Ιωλκό. Οι κυριότερες πηγές του Αργοναυτικού μύθου είναι τα «Αργοναυτικά» του Απολλώνιου του Ροδίου, το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου βιβλίου της «Βιβλιοθήκης» του Ψευδο-Απολλοδώρου και ο Διόδωρος ο Σικελιώτης (4.40.1.4-4.57.1.1).Οι πλέον στοιχειώδεις παραπομπές στη μεταλλεία και τη μεταλλουργία είναι η παρουσία συγκεκριμένων ηρώων στις τάξεις των Αργοναυτών, όπως του Παλαιμονίου, γιού του θεού της μεταλλουργίας, Ηφαίστου, και του Αιθαλίδη. Το όνομα του τελευταίου ετυμολογείται μάλιστα από τον όρο «αιθάλη», δηλαδή την τέφρα της μεταλλουργικής καμίνου (Σούδα, λ. αιθάλη). Αξιοπρόσεκτη είναι η ένταξη του Λυγκέα στο πλήρωμα της Αργούς. Αυτός, κατά την παράδοση, είχε τόσο οξεία όραση ώστε μπορούσε να διακρίνει το περιεχόμενο του υπεδάφους. Θεωρείτο ο πρώτος που ανακάλυψε υπόγεια κοιτάσματα χρυσού, σιδήρου και άλλων μετάλλων και τα εξόρυξε τοποθετώντας λύχνους στις στοές (Σχόλια σε Αριστοφάνους, «Πλούτον» 210.19-27). Ο μύθος φαίνεται πως υπαινίσσεται ουσιαστικά την ανάπτυξη τόσο της επιφανειακής μεταλλευτικής έρευνας [1] όσο και του φωτισμού των υπόγειων στοών [2, 3, 4]. Οι τεχνικές αυτές άρχισαν να χρησιμοποιούνται από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3000-2000 π.Χ.), οπότε και ξεκίνησαν οι πρώτες υπόγειες εκμεταλλεύσεις, παράλληλα με τις αρχαιότερες επιφανειακές [2, 4, 5]. Η αντικατάσταση των πέτρινων εργαλείων από σκληρότερα χάλκινα μετά το 2000 π.Χ. μείωσε το κόστος εξόρυξης και επέτρεψε τη διάνοιξη μεγαλύτερου μήκους στοών που ακολουθούσαν τον όγκο του κοιτάσματος[5]. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο επαρκής φωτισμός με λυχνάρια ήταν πλέον απαραίτητος, όπως και η επιφανειακή έρευνα για τα πιθανά όρια του κοιτάσματος. Η σχέση του Αργοναυτικού μύθου με τη μεταλλεία και τη μεταλλουργία ανιχνεύεται επίσης στο κομμάτι των περιπετειών Ιάσονα στην Κολχίδα.

2-aa107092d1

ΕΙΚΟΝΑ:

 Αναπαράσταση της χρήσης του ρείθρου-φάτνης. Το ξύλινο ρείθρο είναι καλυμμένο με τριχωτό δέρμα ζώου. (Κ. Γ. Τσάϊμου).

Η περιγραφή του χρυσόμαλλου δέρατος παραπέμπει στην χρήση προβιών για την απόληψη του χρυσού από τις κοίτες των ποταμών. Το πυκνό τρίχωμά τους συγκρατούσε τον χρυσό που παρέσυρε το νερό, σε ψήγματα ή σκόνη, παίρνοντας χρυσαφένια λάμψη (Στράβων 11.2.19.10-14). Η μέθοδος αυτή ήταν ευρέως διαδεδομένη κατά την Εποχή του Χαλκού και ήταν η ίδια που εφαρμοζόταν και στον Φάση ποταμό, στην Κολχίδα. Αργότερα εξελίχθηκε στο ρείθρο-φάτνη. Προστέθηκε δηλαδή ένα ξύλινο λούκι το οποίο είχε πλέον ως επένδυση το δέρμα του ζώου [1, 4, 6, 7, 8].

Για να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, ο Ιάσονας έπρεπε να ζέψει δύο ταύρους που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος και είχαν πύρινη ανάσα και χάλκινα νύχια. Με αυτούς θα όργωνε ένα χωράφι, ανοίγοντας αυλάκια όπου θα έσπερνε τα δόντια ενός φιδιού. Από αυτά θα ξεφύτρωναν οπλισμένοι γίγαντες τους οποίους θα σκότωνε. Ο Ιάσονας βρήκε τους ταύρους του Ηφαίστου στο δάσος, μέσα σε ένα σύννεφο καπνού. Η παραπάνω περιγραφή μπορεί να παραλληλιστεί με τη μορφή που είχαν οι προϊστορικές κάμινοι χαμηλής εστίας. Επρόκειτο για δυο κοιλότητες στην κατωφέρεια μιας πλαγιάς εκ των οποίων η μια λειτουργούσε ως εστία τήξης του μεταλλεύματος και η άλλη ως χώρος συγκέντρωσης της σκωρίας. Στο κάτω μέρος της καμίνου υπήρχαν θέσεις για τα φυσερά. Τηκόμενο το μέταλλο κατακαθόταν στον πυθμένα της, ώστε, για να το πάρει ο μεταλλουργός, έπρεπε να καταστρέψει τα τοιχώματά της [4, 7].

Συγκρίνοντας τους ταύρους του Ηφαίστου με τον προαναφερθέντα τύπο καμίνου, θα κατέληγε κάποιος στις ακόλουθες παρατηρήσεις. Οι δυο ταύροι με την πύρινη ανάσα συμβολίζουν τις δυο κοιλότητες της καμίνου, η οποία είναι ζεστή λόγω της καύσης, ενώ η σκωρία που ρέει μοιάζει να διανοίγει ένα αυλάκι. Τα δόντια του φιδιού είναι τα ακροφύσια των φυσερών, που ενδυναμώνουν τη φωτιά και αναδύεται πυκνός καπνός, παρόμοιος με γίγαντα. Όταν κατακαθίσει ο καπνός, ο γίγαντας αυτός «σκοτώνεται», καθώς ο μεταλλουργός καταστρέφει μέρος της καμίνου, για να πάρει το μέταλλο από την εστία. Μια επιπρόσθετη ένδειξη ότι οι ταύροι όντως συμβολίζουν τις προϊστορικές καμίνους είναι το γεγονός ότι ο Ιάσονας τους βρήκε στο δάσος. Η τήξη του μεταλλεύματος απαιτούσε βέβαια καύσιμη ύλη, για την οποία χρησιμοποιείτο πρωτίστως το ξύλο [4].

Εκτός από την Κολχίδα, όπου υπήρχε άφθονος χρυσός και είχε αναπτυχθεί η μεταλλουργία, η Αργώ πέρασε από διάφορες άλλες περιοχές της Μεσογείου. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι στους περισσότερους σταθμούς της είτε εξορύσσονταν ορισμένα μέταλλα είτε είχε αναπτυχθεί η μεταλλουργία. Οι Αργοναύτες σταμάτησαν πρώτα στη Λήμνο, σημαντικό κέντρο μεταλλουργίας του βορείου Αιγαίου [7, 9] και ύστερα στη Σαμοθράκη και στην Τροία. Οι τελευταίες, λόγω της θέσης τους, αποτελούσαν κομβικά σημεία για το θαλάσσιο εμπόριο μεταξύ του Αιγαίου και της Μαύρης Θάλασσας. Εκτός αυτού, η Τροία διέθετε πλούσια παραγωγή σε χρυσό, άργυρο, χαλκό, καθώς και ανεπτυγμένη μεταλλουργία [6, 10]. Στη Μαύρη Θάλασσα, η Αργώ πέρασε από τη Σινώπη και κοντά από τη χώρα των Χαλύβων, περιοχές με κοιτάσματα χαλκού [11, 12]. Επιπλέον οι Χάλυβες, στη βόρεια Μικρά Ασία, επεξεργάστηκαν πρώτοι τον σίδηρο, ήδη από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, αξιοποιώντας τα πλούσια εγχώρια κοιτάσματα (Στράβων 12.3.23.7-11) [4, 13, 14].

Οι Αργοναύτες, κατά την επιστροφή τους, απέφυγαν το Αιγαίο και ακολούθησαν τους θαλάσσιους και ποτάμιους δρόμους της κεντρικής Μεσογείου και της νότιας Ευρώπης. Πέρασαν από τα μεγάλα μεταλλευτικά κέντρα του Δούναβη που βρίσκονταν κυρίως στις περιοχές του Ai Bunar (Βουλγαρία) και της Rudna Glava (Σερβία), από όπου εξορυσσόταν χαλκός [15, 16, 17], από την Τρανσυλβανία, όπου υπήρχαν μεγάλα κοιτάσματα χρυσού [16, 17], όπως και στο νοτιοδυτικό κομμάτι του Δούναβη (Erzgebirge, Σερβία) [15, 18]. Από εκεί η Αργώ κατέπλευσε, μέσω της Αδριατικής, στον Ροδανό και τον Ηριδανό, τα ποτάμια νοτίως των Άλπεων, στις όχθες των οποίων ήταν συγκεντρωμένα κοιτάσματα κυρίως χρυσού και χαλκού [17, 18, 19, 20] αλλά και σιδήρου και μολύβδου [20]. Αξιοσημείωτη είναι η στάση των Αργοναυτών στο νησί Αιθαλία (Elba), στο Τυρρηνικό πέλαγος, όπου εξορυσσόταν χαλκός και σίδηρος, όπως συνέβαινε επίσης στις απέναντι ακτές της Ετρουρίας. Ενδεικτική της παραγωγής του νησιού είναι η ετυμολογία του ονόματός του από τον όρο αιθάλη, δηλαδή την τέφρα της μεταλλουργικής καμίνου [17, 21].

Όταν οι Αργοναύτες έφτασαν τελικά στο Αιγαίο, σταμάτησαν στην Κρήτη και στη Θήρα, επιλογές καθόλου τυχαίες. Η πρώτη συγκέντρωνε πλήθος κέντρων μεταλλουργίας και μεταλλοτεχνίας [22], ενώ εισήγαγε σημαντικές ποσότητες μετάλλων από τα μεταλλεία του Αιγαίου, όπως χαλκό από την Κύθνο και το Λαύριο ή άργυρο από το Λαύριο και τη Σίφνο [20]. Η Θήρα αποτελούσε τον ενδιάμεσο σταθμό των εισαγωγών από το Αιγαίο προς την Κρήτη [9, 23, 24].

Από τα παραπάνω δεδομένα συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι Αργοναύτες, δηλαδή στην πραγματικότητα οι Μυκηναίοι έμποροι, επιχείρησαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο διακίνησης κυρίως μετάλλων και προϊόντων μεταλλουργίας που εκτεινόταν από τη Μαύρη Θάλασσα ως το Τυρρηνικό πέλαγος. Για τη χρονολόγηση αυτού του εγχειρήματος μπορεί να ληφθεί υπόψη κατ’ αρχήν η μυθολογία. Είναι γνωστό πως η Τρωική Εκστρατεία συνέβη τον 13ο αιώνα π.Χ. [25]. Απαντούν δε παραδείγματα γιων Αργοναυτών που συμμετείχαν σε αυτήν, όπως ο Τεύκρος, γιος του Τελαμώνα ή ο Αγαπήνορας, γιος του Αγκαίου. Φαίνεται λοιπόν ότι η Αργοναυτική Εκστρατεία, που προηγήθηκε κατά μια μυθολογική γενιά της Τρωικής, θα πρέπει να τοποθετηθεί περίπου στον 14ο-13ο αιώνα π.Χ. Διευκρινίζεται ότι οι πρώτες επαφές του Αιγαίου με τη Μαύρη Θάλασσα ξεκίνησαν από την 4η-3η χιλιετία π.Χ. Δεν μπορούν εντούτοις να συσχετιστούν τόσο εύλογα με τον μύθο των Αργοναυτών, όπως έχει υποστηριχθεί [7], αλλά με τον προγενέστερο του Φρίξου και της Έλλης.

Από τις ισοτοπικές αναλύσεις σε μεταλλικά ευρήματα, σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου, διαπιστώνεται η ύπαρξη ενός δικτύου ανταλλαγής μετάλλων και προϊόντων μεταλλοτεχνίας, μεταξύ του 17ουκαι 13ου αιώνα π.Χ. Το φαινόμενο αυτό γίνεται πολύ εντονότερο κατά τον 14ο-13ο αιώνα π.Χ., οπότε αυξάνονται οι εξαγωγές Ευρωπαϊκού τύπου μπρούτζινων προϊόντων μεταλλοτεχνίας, από την Ευρώπη, ιδιαίτερα από τις Άλπεις και την Ιταλία, προς το Αιγαίο. Την ίδια περίοδο αυξάνονται και οι εισαγωγές χαλκού ως πρώτης ύλης από την κεντρική Μεσόγειο στο Αιγαίο [26, 27]. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού φαίνεται επομένως να συμφωνούν με τον χώρο και τον χρόνο του Αργοναυτικού μύθου. Δεν μπορεί επίσης να αποκλειστεί η πιθανότητα η επέκταση του Μυκηναϊκού εμπορίου στη Μεσόγειο να αποσκοπούσε και στην προμήθεια κασσιτέρου. Το συγκεκριμένο μέταλλο αντικατέστησε το αρσενικό στην παραγωγή του μπρούτζου, από την 2η χιλιετία π.Χ. [28, 29]. Δεδομένου δε ότι ο μπρούτζος αποτελούσε υλικό κατασκευής των περισσότερων χρηστικών ή λατρευτικών αντικειμένων την Εποχή του Χαλκού (π.Χ. λεπίδων, περονών, κοσμημάτων, ειδωλίων ή όπλων), η ζήτηση του κασσιτέρου θα ήταν ασφαλώς υψηλή. δεν είναι ωστόσο επιβεβαιωμένη η προέλευσή του. Η έρευνα δυσχεραίνεται από το γεγονός ότι δύσκολα μπορεί να διαπιστωθεί η εξόρυξη των προϊστορικών κοιτασμάτων, καθώς λείπουν συχνά χαρακτηριστικά ευρήματα ή τα ίχνη της εκμετάλλευσης έχουν καταστραφεί από μεταγενέστερες δραστηριότητες. Πιστεύεται όμως ότι οι περισσότερες πηγές μετάλλων της Μεσογείου είχαν ανακαλυφθεί μέχρι το 2000 π.Χ. [15]. Όσον αφορά τον κασσίτερο, κοιτάσματά του πιθανώς γνωστά κατά την Εποχή του Χαλκού βρίσκονταν κατά μήκος της νότιας πλευράς του Δούναβη και ιδιαίτερα στο Erzgebirge [17, 30], στα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Αιθαλίας και της Ετρουρίας [17,30]. Υποστηρίζεται επίσης ότι κασσίτερος εισαγόταν από το Αφγανιστάν, μέσω Κολχίδας και Τροίας, με προορισμό το Αιγαίο ή από την Κορνουάλη της Βρετανίας μέσω του Ηριδανού και του Ροδανού [9, 17,30, 31]. Ο Ηρόδοτος (5ος αιώνας π.Χ.) παραδέχεται ότι είναι γνωστές οι Κασσιτερίδες νήσοι (Βρετανία), από όπου εισάγεται ο κασσίτερος, μάλλον μέσω του Ηριδανού (Ηρόδοτος 3.115.3-3.116.2).

leonardos-16

ΧΑΡΤΗΣ

Η πορεία της Αργούς στη Μεσόγειο και τα πιθανώς γνωστά κοιτάσματα, κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού. (Ι. Κακριδής, Ελληνική Μυθολογία, με προσθήκες του γράφοντος).

Όλα τα παραπάνω σημεία εξόρυξης ή εισαγωγής του μετάλλου συμπεριλαμβάνονταν στους προορισμούς της Αργοναυτικής εκστρατείας. Μπορεί λοιπόν να υποτεθεί εύλογα ότι οι Μυκηναίοι επεκτείνοντας τις εμπορικές δραστηριότητές τους προσπάθησαν, μεταξύ των άλλων, να διασφαλίσουν την εισροή του κασσιτέρου στο Αιγαίο. Ο στόχος αυτός ήταν ζωτικής σημασίας για την Μυκηναϊκή μεταλλουργία και την οικονομία, λόγω της ιδιαίτερα διαδεδομένης χρήσης του μετάλλου. Πράγματι, κατά τον 14ο-13ο αιώνα π.Χ., οπότε και η Αργοναυτική εκστρατεία, παρατηρείται αύξηση στις ποσότητες των διακινούμενων αγαθών, μεταξύ των οποίων του χαλκού αλλά και του κασσιτέρου[26]. Κατά την ίδια περίοδο, δηλαδή στα τέλη της 2ηςχιλιετίας π.Χ., αρχίζει η διάδοση της μεταλλουργίας του σιδήρου στον Ελλαδικό χώρο, για να πετύχει όμως μαζικές παραγωγές μετά τον 12ο αιώνα π.Χ.[26, 32]. Η εξέλιξη αυτή ίσως να συντελέστηκε υπό την επίδραση της ανεπτυγμένης σιδηρουργίας στην Τροία, της οποίας τα αρχαιότερα προϊόντα χρονολογούνται στο 2800 π.Χ. Οι Μυκηναίοι έφτασαν στην περιοχή τόσο κατά την Αργοναυτική όσο και κατά την Τρωική εκστρατεία.

Η ανάπτυξη της μεταλλουργίας του σιδήρου στον Ελλαδικό χώρο, έστω και σε πολύ περιορισμένη κλίμακα, προηγείται των παραπάνω εκστρατειών. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το αρχαιότερο σιδερένιο εύρημα του Ελλαδικού χώρου, ο πέλεκυς από την Ασίνη (περιοχή νότια του Άργους), ανάγεται στο 2800 π.Χ., όπως και τα εγχειρίδια της Τροίας από το ίδιο μέταλλο [33]. Μικρές ποσότητες σιδήρου θα εξορύσσονταν μάλλον στις Κυκλάδες μαζί με χαλκό [31]. Λόγω της σπανιότητάς του φαίνεται πως απέκτησε αξία, ώστε ο Όμηρος εξισώνει τον «καλοδουλεμένο σίδηρο» με τον χαλκό και τον χρυσό. Δεν αποκλείεται λοιπόν οι Μυκηναίοι να ενδιαφέρθηκαν για την εισαγωγή του σιδήρου στο Αιγαίο ή για την ανάπτυξη της μεταλλουργίας του. Τα εμπορευόμενα αγαθά και ιδιαίτερα τα μέταλλα ελέγχονταν από τις ελίτ των Μυκηναϊκών κέντρων [26], μέρος των οποίων αποτελούσε η θρησκευτική εξουσία. Οι μεταλλουργοί της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, σε μεγάλο βαθμό, είχαν θέσει την παραγωγή τους υπό θεϊκή προστασία. Αναφέρεται ενδεικτικά ότι στο Ζάκρο, στα Μάλια και στις Μυκήνες ανακαλύφθηκαν εργαστήρια μεταλλουργίας που ανήκαν σε ιερά [34, 35, 36]. Στην Έγκωμη της Κύπρου βρέθηκε μπρούτζινο ειδώλιο του 13ου-11ου αιώνα π.Χ. που παριστάνει έναν κερασφόρο άνδρα στεκόμενο πάνω σε τάλαντο. Το εύρημα εντοπίστηκε μέσα σε ιερό που συνόρευε με εργαστήριο μεταλλουργίας και ονομάστηκε «Θεός του Ταλάντου». Παρεμφερής είναι η περίπτωση της «Θεάς του Bomfrord», ενός Κυπριακού, γυναικείου ειδωλίου που επίσης στέκεται πάνω σε τάλαντο. Τα ευρήματα αυτά, αναπαριστώντας θεότητες που προστάτευαν τη μεταλλευτική παραγωγή της Κύπρου, ενισχύουν την άποψη ότι η μεταλλουργία ελεγχόταν από τη θρησκευτική εξουσία, σε σημαντικό βαθμό [37, 38]. Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε οι πινακίδες της Πύλου σε Γραμμική Β. Γίνεται λόγος για «χαλκουργούς που ανήκουν στην Πότνια» (PY Jn 310), δηλαδή στη σεβαστή γυναικεία θεά (πιθανώς τη Ρέα, την Ήρα ή την Κυβέλη) και για «δούλες της ιέρειας εξαιτίας του ιερού χρυσού»( PY Ae 303). Σε αρκετές πινακίδες απαντά επίσης η έκφραση «χαλκός του ναού» [39]. Φαίνεται να έχει βάση λοιπόν η υπόθεση ότι πολλά ιερά της Εποχής του Χαλκού κατείχαν και διένεμαν ποσότητες μετάλλων, ενώ απασχολούσαν τους δικούς τους τεχνίτες.

Στον Αργοναυτικό μύθο ανιχνεύονται στοιχεία που παραπέμπουν στη θρησκευτική οργάνωση των μεταλλουργών της Εποχής του Χαλκού. Στα «Αργοναυτικά» του Απολλωνίου, πότνιες, όπως η Ρέα και η Ήρα, εμφανίζονται ως προστάτιδες των Αργοναυτών. Στο δίνδυμον όρος ο Ιάσονας τελεί μάλιστα θυσία στην Κυβέλη ή τη Ρέα και φτιάχνει έναν βωμό προς τιμήν της (Απολλώνιος Ρόδιος, «Αργοναυτικά»1.1092-1102, 1125-1129).Τα Μυκηναϊκά ιερά, κατέχοντας λοιπόν σημαντικό μερίδιο του μεταλλικού πλούτου, δεν θα ήταν παράλογο να επεδίωξαν αφενός να διασφαλίσουν τις πηγές πρώτων υλών των εργαστηρίων τους και αφετέρου να αυξήσουν τον πλούτο τους. Η ακμή των Μυκηναϊκών κέντρων την περίοδο 1600-1200 π.Χ. θα ευνοούσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Ο αποτελεσματικότερος τρόπος να υποκινηθεί μια ευρείας κλίμακας εξόρμηση των Μυκηναίων εμπόρων ήταν να παρουσιαστεί ως θεία επιταγή ή τουλάχιστον να επικυρωθεί και να προστατευτεί από το θείο. Η μυθολογική παράδοση παρέχει ενδείξεις ότι οι Μυκηναίοι έμποροι κατέφυγαν πιθανώς στη μαντεία. Ο Ιάσονας συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών πριν την αναχώρησή του και συμπεριλαμβάνει δυο μάντεις μεταξύ των Αργοναυτών, τον Μόψο και τον Ίδμονα. Στο ακρόπρωρο της Αργούς είχε προσαρμοστεί μάλιστα ένα κομμάτι από τη μαντική φηγό της Δωδώνης, το οποίο, με ανθρώπινη φωνή, προειδοποιούσε για κάθε επερχόμενο κίνδυνο (Απολλώνιος Ρόδιος, «Αργοναυτικά» 1.525-527).

Ούτως ή άλλως η αναγκαιότητα της μαντείας στο εμπόριο του 14ου και του 13ου αιώνα π.Χ. δεν φαντάζει παράλογη. Ακόμα και έμποροι του 5ου αιώνα κατέφευγαν στη Δωδώνη αλλά και σε μάντεις, επερωτώντας σχετικά με την ασφάλεια του ταξιδιού τους και τις κερδοφόρες συναλλαγές. Κατά την Αρχαϊκή Περίοδο όλες οι αποικιστικές αποστολές, πριν την αναχώρησή τους, είχαν εξασφαλίσει την συγκατάθεση κυρίως των Δελφών, ενώ στους αποίκους συμπεριλαμβάνονταν συχνά μάντεις [40]. Αν οι έμποροι των Αρχαϊκών ή των Κλασικών χρόνων ένιωθαν την ανάγκη να αποταθούν στο θείο, για να προστατευθούν τα ταξίδια τους, το φαινόμενο θα ήταν συχνότερο σε προγενέστερες περιόδους. Οι δυσκολίες παρέμεναν άλλωστε οι ίδιες, όπως και η επιδίωξη του κέρδους. Η συμβολή των μαντείων και εν γένει της Μυκηναϊκής θρησκευτικής εξουσίας του 14ου και του 13ου αιώνα π.Χ. ήταν πιθανώς ότι ευνόησε την εξάπλωση των Μυκηναίων εμπόρων στη Μεσόγειο. Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα τον καλύτερο έλεγχο της διακίνησης των μετάλλων και των μεταλλουργικών προϊόντων, καθώς και τη διασφάλιση της πρώτης ύλης για τη μεταλλουργία στο Αιγαίο. Εκτός τούτου, δεν αποκλείεται να εισήχθη στα Μυκηναϊκά κέντρα νέα τεχνογνωσία από τη Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα [7]. Σε κάθε περίπτωση ο Αργοναυτικός μύθος στηρίζεται σε έναν ιστορικό πυρήνα και περιέχει πολλές συγκαλυμμένες πληροφορίες σχετικά με τη διακίνηση των μετάλλων και την οργάνωση των μεταλλουργών της Ύστερης Εποχής του Χαλκού.

Ιωάννης Λεονάρδος*, Περιοδικό Ορυκτός Πλούτος, τεύχος 157, 2011

* Φιλόλογος, Υπ. Διδάκτορας, Σχολή Μηχανικών Μεταλλείων – Μεταλλουργών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  1. CRADDOCK, P. T. 1995. Early Mining and Production, Washington, 30-31, 91.
  2. HEALY, J. F. 1978. Mining and Metallurgy in the Greek and Roman World, London, 70, 83-84.
  3. SHEPHERD, R. 1993. Ancient Mining, London– New York, 90.
  4. ΤΣΑΪΜΟΥ, Κ. Γ. 1997. Η Αρχαιογνωσία των Μετάλλων: Αρχαία Μεταλλευτική και Μεταλλουργική Τεχνική, Αθήνα, 48-49, 58-59, 82, 93, 186-187,206-208.
  5. HABASHI, F. 1994. A History of Metallurgy, Québec, 11-13.
  6. JESUS, De P. S. 1980. The Development of Prehistoric Mining and Metallurgy in Anatolia, Oxford, 40-43, 84-85.
  7. DOUMAS, C. 1991. “What did the Argonauts Seek in Colchis?”, Hermathena 150, 31-41.
  8. ΤΣΑΪΜΟΥ, Κ. Γ. 1991. “Τα «Ρείθρα» στο Αρχαίο Λαύριο και η Ονομασία τους”, Ορυκτός Πλούτος 70, 49-56.
  9. MUHLY, J. D. 1999. “Copper and Bronze in Cyprus and the Eastern Mediterranean” in Pigott, V. C., The Arcaeometallurgy of the Asian Old World, Philadelphia, 15-25.
  10. PERNICKA, E. – EIBNER, C. – ÖZTUNALI, Ö. – WAGNER, G. A. 2003. “Early Bronze Age Metallurgy in the North-East Aegean” in Wagner, G. A. – Pernicka, E. – Uerpmann, H. P., Troia and the Troad: Scientific Approaches, Berlin, 143-172.
  11. GALE, N. H. – STOS-GALE, Z. A. –GILMORE, G. R. 1985. “Alloy Types and Copper Sources of Anatolian Copper Alloy Artifacts”, Anatolian Studies 35, 143-173.
  12. MUHLY, J. D. 1987. “Book Review: R. D. Penhallurick, Tin in Antiquity: Its Mining and Trade Throughout the Ancient World with Particular Reference to Cornwall”, Archaeomaterials 2, 99-106.
  13. FORBES, R. J. 1971. Studies in Ancient Technology, vol. 8, Leiden, 35, 80.
  14. ΚΟΝΟΦAΓΟΣ, Κ. – ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡIΟΥ,Γ. 1981. “Ἡ Τεχνική της Παραγωγής Σιδήρου και Χάλυβος από τούς Αρχαίους Έλληνες στην Αττική κατά την Κλασσική Περίοδο”, Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών 56, 148-172.
  15. WEISGERBER, G. – PERNICKA, E. 1995. “Ore Mining in Prehistoric Europe: An Overview” in Morteani, G. – Northover, J. P., Prehistoric Gold in Europe: Mines, Metallurgy and Manufacture, Dordrecht – Boston – London, 159-182.
  16. MAKKAY, J. 1995. “The Rise and Fall of Gold Metallurgy in the Copper Age of the Carpathian Basin: The Background of the Change” in Morteani, G. – Northover, J. P. , Prehistoric Gold in Europe: Mines, Metallurgy and Manufacture, Dordrecht –Boston – London, 65-76.
  17. HARDING, A. F. 2000. European Societies inthe Bronze Age, Cambridge, 198-201.
  18. LEHRBERGER, G. 1995. “The Gold Deposits of Europe: An Overview of the Possible Metal Sources for Prehistoric Gold Objects” in Morteani, G. – Northover, J. P. , Prehistoric Gold in Europe: Mines, Metallurgy and Manufacture, Dordrecht –Boston – London, 115-144.
  19. PIANA-AGOSTINETTI, P. – BERGONZI, G. – CATTIN, M. – SOLDATO, Del M. – CAMBARI,F. M. – TIZZONI, M. 1995. “Gold in the Alps: A View from the South” in Morteani, G. – Northover, J. P., Prehistoric Gold in Europe: Mines, Metallurgy and Manufacture, Dordrecht – Boston – London, 199-218.
  20. STOS-GALE, S. 2000. “Trade in Metals in the Bronze Age Mediterranean: An Overview of Lead Isotope Data for Provenance Studies” in Pare, C. F. E. , Metals Make the World Go Round: The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe, Oxford, 56-69.
  21. BARKER, G. – RASMUSSEN, T. 2000. The Etruscans, Oxford, 49-50, 205.
  22. HAKULIN, L. 2008. “Bronze working on Late Minoan Crete: An Overview Based on Published Data” in Tzachili, I., Aegean Metallurgy in the Bronze Age: Proceedings of an International Symposium held at the University of Crete, Rethymnon, Greece, on November 19-21, 2004, Rethymno, 197-210.
  23. STOS-GALE, Z. A. – GALE, N. H. 1990. “The Role of Thera in the Bronze Age Trade in Metals” in Hardy, D. A. – Doumas, C. G. – Sakellarakis, J. A. – Warren, P. M. , Thera and the Aegean World III, vol. 1: Archaeology, London, 72-91.
  24. WIENER, M. H. 1990. “The Isles of Crete? The Minoan Thalassocracy Revisited” in Hardy, D. A. –Doumas, C. G. – Sakellarakis, J. A. – Warren, P. M. ,Thera and the Aegean World III, vol. 1: Archaeology, London, 128-161.
  25. THOMAS, C. G. – CONANT, C. 2007. The Trojan War, Oklahoma, 63-65.
  26. SHERRATT, S. 2000. “Circulation of Metals and the End of the Bronze Age Eastern Mediterranean” in Pare, C. F. E., Metals Make the World Go Round: The Supply and Circulation of Metals in Bronze Age Europe, Oxford, 82-95.
  27. LO SCHIAVO, F. 2008. “Oxide Ingots in the Central Mediterranean: Recent Perspectives” in Tzachili, I., Aegean Metallurgy in the Bronze Age, Rethymno, 227-245.
  28. CHARLES, J. A. 1967. “Early Arsenical Bronzes: A Metallurgical View”, American Journal of Archaeology 71, 21-6.
  29. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, Γ. Δ. 2001. “Η Εξέλιξη των Κραμάτων Χαλκού στον Ελλαδικό Χώρο μέχρι το Τέλος της Γεωμετρικής Εποχής: Κραματικές Προσμίξεις και Τεχνολογική Εξέλιξη”, στο Μπασιάκου, Ι. – Αλούπη, Ε. – Φακορέλλη, Γ. , Αρχαιομετρικές Μελέτες για την Ελληνική Προϊστορία και Αρχαιότητα, Αθήνα, 587-608.
  30. McGEEHAN-LIRITZIS, V. – TAYLOR, J. W. 1987. “Yugoslavian Tin Deposits and the Early Bronze Age Industries of the Aegean Region”, Oxford Journal of Archaeology 6, no.3, 287-300.
  31. MUHLY, J. D. 1985. “Sources of Tin and the Beginnings of Bronze Metallurgy” American Journal of Archaeology 89, no. 2, 275-291.
  32. YALÇIN, Ü. 1999. “Early Iron Metallurgy in Anatolia“, Anatolian Studies 49, 177-187.
  33. VERMULE, E. 1972. Greece in the Bronze Age, Chicago, 26.
  34. HÄGG, R. 1992. “Sanctuaries and Workshops in the Bronze Age Aegean” in Linders, T. – Alroth, B., Economics of the Cult in the Ancient Greek World, Uppsala, 29-32.
  35. SOLES, J. S. 2003. “Conclusions of the Artisans’ Quarter” in Soles, J. S., Mochlos, vol. 11: Period III: Neopalatial Settlement on the Coast: The Artisans’ Quarter and the Farmhouse at Chalinomouri, Philadelphia, 91-102.
  36. FLOYD, C. R. 2006. “A Summary of the Habitation Site at Chrysokamino-Chomatas” in Betancourt, P. P., The Chrysokamino Metallurgy Workshop and Its Territory, Athens, 205-14.
  37. CATLING, H. W. 1971. “A Cypriot BronzeStatuette in the Bomford Collection” in Schaeffer, C. F. A. , Alasia, vol. 1, Leiden, 15-32.
  38. KASSIANIDOU, V. 2005. “Was Copper Production under Divine Protection in Late Bronze Age Cyprus? Some Thoughts on an Old Question”, in Karageorghis, V. – Matthäus, H. – Rogge, S., Cyprus: Religion and Society: From the Late Bronze Age to the End of the Archaic Period: Proceedings of an International Symposium on Cypriote Archaeology: Erlangen, 23-24 July 2004, Nicosia, 127-141.
  39. HOOKER, J. T. 1994. Εισαγωγή στη Γραμμική Β, μτφ. Μαραβέλιας, Χ. Ε. , Αθήνα, 186-187.
  40. FLOWER, M. A. 2008. The Seer in Ancient Greece, Berkeley – Los Angeles – London, 123, 193,201.