Το προσφιλές σύνθημα των αντίχρυσων «Είμαστε Γαλάτες και είμαστε πολλοί», μάλλον το σκέφτηκε κάποιος αστοιχείωτος με κύρια πηγή μόρφωσης τα κόμικς του Αστερίξ… Οι Γαλάτες ήταν γνωστός λαός-σκορποχώρι… Ήταν μια φυλετική και γεωργική κοινωνία, αντίθετα από τους άλλους κελτικούς λαούς. Κάθε φυλή είχε ένα συμβούλιο γηραιών και αρχικά έναν βασιλιά, ενώ αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν αιρετό άρχοντα που εκλεγόταν κάθε χρόνο. Οι φυλετικές αυτές υποομάδες ενώνονταν σε ενιαίες ομάδες που ονομάζονταν civitates, οι οποίες θα αποτελούσαν αργότερα τη βάση για τη διαίρεση της Γαλλίας σε εκκλησιαστικά επισκοπάτα και αρχιεπισκοπές.
Συνεπώς, ως επί το πλείστον, οι Γαλάτες είχαν την αίσθηση μιας τοπικής εθνικότητας και οι κλασικές πηγές πιστοποιούν ότι υπήρχαν δέκα έξι διακριτά τοπικά έθνη Γαλατών. Η Γαλατία ήταν πολιτικά διαιρεμένη και δεν υπήρχε ενότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές, παρά μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις, όπως στη συμμαχία ενάντια στις δυνάμεις του Ιούλιου Καίσαρα υπό τον Βερκιγγετόριγα.
Γενικά οι Γαλάτες σε όλη την Ευρώπη δεν είχαν διαμορφώσει ένα ενιαίο έθνος, παρά μονάχα θύλακες του συνεχούς δικού τους πολιτισμού… Σας θυμίζει τίποτα;
Και για όσους δεν ξέρουν ιστορία, να μάθουν ότι κατά την πρώτη Γαλατική εισβολή στην Ελλάδα, μετά τη συντριβή του μακεδονικού στρατού, οι Γαλάτες ξεχύθηκαν στην απροστάτευτη γη της Μακεδονίας. Λεηλάτησαν την ύπαιθρο με τρομερή μανία και έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό καίγοντας και σφάζοντας ό,τι και όποιον έβρισκαν στο διάβα τους. Μετά το θάνατο του Πτολεμαίου Κεραυνού ανέβηκε στο μακεδονικό θρόνο ο αδερφός του Μελέαγρος. Η βασιλεία του κράτησε μόλις δύο μήνες διότι οι Μακεδόνες που είχαν βιώσει τα δεινά που είχε φέρει στον τόπο τους ο φιλόδοξος Κεραυνός δεν ήθελαν κάποιον συγγενή του στο θρόνο. Στη θέση αυτού στέφθηκε βασιλιάς ο Αντίπατρος, ανιψιός του Κάσσανδρου. Και αυτός όμως δεν κατάφερε να εξαλείψει τη γαλατική απειλή. Ένας ευγενής με το όνομα Σωσθένης τον ανάγκασε να παραιτηθεί, συγκέντρωσε στρατό και άρχισε να μάχεται ενάντια στον εισβολέα, καταφέρνοντας να εκδιώξει τελικά τους Κέλτες απ’ τη Μακεδονία. Επειδή η φύση της πρώτης κελτικής εκστρατείας το 279 π.Χ. ήταν κυρίως αναζήτηση λαφύρων παρά οργανωμένη προσπάθεια αποικισμού, οι Κέλτες, με κορεσμένη τη δίψα τους για λάφυρα, δε βρήκαν το σθένος να συνεχίσουν άλλο την εκστρατεία τους κι επέστρεψαν στην πατρίδα τους.
Στην δεύτερη Γαλατική εισβολή, ο στρατηγός Βρένος συγκέντρωσε έναν μεγάλο αριθμό πεζών, τους οποίους ορισμένες πηγές υπολογίζουν σε πάνω από 200.000. Οι κελτικές ορδές ξεκίνησαν στις αρχές της άνοιξης του 278 π.Χ. . Ο Σωσθένης τήρησε αμυντική στάση, κατάφερε να συγκρατήσει τη βαρβαρική ορμή και τους απώθησε προξενώντας τους σημαντικές απώλειες. Η αντίσταση των Μακεδόνων οδήγησε τους Γαλάτες ακόμα πιο νότια, στη Θεσσαλική γη. Οι Έλληνες, στο άκουσμα της είδησης πως οι βάρβαροι πλησιάζουν, αποφάσισαν να δράσουν. Ο ελληνικός στρατός γνώριζε καλά τι θα αντιμετωπίσει. Ο Παυσανίας αναφέρει σχετικά :
«Το ελληνικό γενναίο πνεύμα χάθηκε μέσα σε λίγες στιγμές ωστόσο η δύναμη του φόβου ανάγκασε τους Έλληνες να συνειδητοποιήσουν ότι έπρεπε να πολεμήσουν. Γνώριζαν ότι αυτή η πάλη δε γινόταν για την ελευθερία τους, όπως τότε που αντιμετώπισαν τους Πέρσες. Δεν έφτανε πλέον να προσφέρουν γη και ύδωρ. Τα γεγονότα που συνέβησαν στη Μακεδονία, στη Θράκη και στην Παιονία ήταν ακόμα νωπά στη μνήμη τους, ενώ νέες αιματοχυσίες λάμβαναν πλέον χώρα και στη Θεσσαλία. Κάθε άνδρας ως ξεχωριστή μονάδα και κάθε πόλη συνολικά συνειδητοποιούσαν ότι οι Έλληνες θα έπρεπε είτε να αντεπεξέλθουν στις περιστάσεις είτε να αφανιστούν».
Για να μην πολυλογούμε, οι Γαλάτες έφτασαν μέχρι τους Δελφούς λεηλατώντας και σφάζοντας… Εκεί τραυματίστηκε ο Βρένος και λόγω των εκτεταμένων τραυμάτων που έφερε, αυτοκτόνησε με το σπαθί του σύμφωνα με το κελτικό έθιμο που απαιτούσε οι βαριά τραυματισμένοι άντρες να αφαιρούν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των άμεσων συγγενικών τους προσώπων.
Οι Αθηναίοι, μαθαίνοντας τα γεγονότα, ένωσαν τις δυνάμεις τους με τους Βοιωτούς και ξεκίνησαν να καταδιώκουν από κοινού τους Γαλάτες σκοτώνοντας αυτούς που καθυστερούσαν κι έμεναν πίσω. Οι Γαλάτες κατόρθωσαν να αποσυρθούν από τους Δελφούς και να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τον Ακιχώριο, ο οποίος στο μεταξύ είχε αναχωρήσει από την Ηράκλεια για να καλύψει την υποχώρηση των συντρόφων του. Έχοντας πλέον αυτόν ως αρχηγό, μετά από υπόδειξη και επιθυμία του αποθανόντος Βρέννου, κατευθύνθηκαν προς το γαλατικό στρατόπεδο. Καθ’ οδόν, και νιώθοντας καυτή την ανάσα των Αιτωλών στην πλάτη τους, συνάντησαν κοντά στο Σπερχειό τους Θεσσαλούς και τους Μαλιείς, οι οποίοι είχαν σταθεί εκεί αποφασισμένοι να ανταποδώσουν τα δεινά που τους προξένησαν οι επίδοξοι κατακτητές. Οι περισσότεροι Έλληνες ιστορικοί της εποχής καταμαρτυρούν ότι κανένας Γαλάτης δεν επέζησε της σφαγής στο Σπερχειό ποταμό.
Οι Γαλάτες εισβάλλοντας στην Ελλάδα είχαν σκοπό όχι απλώς να τη λεηλατήσουν αλλά και να την αποικίσουν. Πήραν μαζί τους τις γυναίκες και τα παιδιά τους με σκοπό να βρουν νέες εστίες και να εγκατασταθούν μόνιμα σε αυτές.
Είναι αξιομνημόνευτη η αποφασιστικότητα που επέδειξαν μέσα στην απελπισία τους οι Έλληνες. Αξιοσημείωτο είναι ότι αγωνιζόμενοι να επιζήσουν, αφάνισαν δεκάδες χιλιάδες Γαλάτες παρότι συνολικά δεν είχαν συγκεντρώσει περισσότερους από 30.000 μαχητές. Το κατόρθωμα αυτό γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν αναλογιστεί κανείς ότι ο σωματότυπος και η αριθμητική υπεροχή του εχθρού, σε συνδυασμό με την έλλειψη των μεγάλων ηγετών στον Ελλαδικό χώρο – δεδομένης της απουσίας των Πύρρου και του Αντίγονου Γονατά – καθιστούσε αναμενόμενη την Κελτική επικράτηση.
Ωστόσο, σε μια εποχή φθοράς των παλαιών αξιών, εμφύλιων σπαραγμών και με την λάμψη του ελληνικού πολιτισμού να σβήνει, το ελληνικό πνεύμα, με πρωταγωνιστές τους Αιτωλούς, απέδειξε για ακόμα μια φορά την αξία του ενάντια σε έναν ισχυρό και αλώβητο λαό που δέσποζε σε ολόκληρη τη Δυτική Ευρώπη και ο οποίος στις αρχές του 4ου π.Χ. αιώνα είχαν κατακτήσει τη μετέπειτα κοσμοκράτειρα Ρώμη.
Οι Έλληνες, σε μια εποχή παρακμής, τέλεσαν έναν άθλο μεγαλύτερο ίσως από εκείνον της αναχαίτισης των Περσικών ορδών μερικούς αιώνες πριν, όταν η Ελλάδα ήκμαζε σε όλους τους τομείς. Είναι πράγματι θλιβερό που μια τόσο σημαντική στιγμή στην ελληνική ιστορία δεν έχει την προβολή που της αρμόζει.
Πηγή: Άρθρο του Γεωργίου Τσόρβα: «Oι Γαλάτες στην Ελλάδα – Εισβολή των βαρβάρων»