Tag Archives: Μαντεμοχώρια Χαλκιδικής

ΜΕΤΑΛΛΕΙΑ ΣΕΡΙΦΟΥ: 108 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΟΝ ΕΡΓΑΣΙΑΚΟ ΚΛΑΔΟ

Σήμερα  21 Αυγούστου 2024, συμπληρώνονται 108 χρόνια από τα βίαια κι αιματηρά γεγονότα στα μεταλλεία Σερίφου. Πρόκειται για την απεργία των εργαζομένων που οδήγησε ουσιαστικά στην καθιέρωση της οκτάωρης εργασίας, κάτι που, όπως φαίνεται, τίθεται και πάλι υπό διακύβευση στο σύγχρονο εργασιακό τοπίο. Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Ιδιαίτερα στους Σερφιώτες, οι οποίοι με περηφάνια φέρουν το φορτίο της ιστορικής μνήμης των γεγονότων. 

Η αντιπαραβολή με το σήμερα

Τι κληροδότησαν οι αγωνιστές της Σερίφου στους σημερινούς μεταλλωρύχους;

Ίσως η καταλληλότερη περίπτωση για να δούμε πως εξελίχθηκαν οι συνθήκες εργασίας του κλάδου είναι τα Μεταλλεία Χαλκιδικής.

Και στη Χαλκιδική, όπως και στη Σέριφο, η εξόρυξη κρατεί από την αρχαιότητα και συγκεκριμένα από τον 6ο αι. π.Χ περίπου. Μόνο που στη Χαλκιδική συνεχίζεται και σήμερα η εξόρυξη διότι υπάρχουν διαπιστωμένα αποθέματα 160 τόνων χρυσού, άνω του 1 εκατομμυρίου τόνων χαλκού, 2.000 τόνων αργύρου, 1,5 εκατομμυρίου τόνων μολύβδου και ψευδαργύρου. Εξ’ άλλου, το μεταλλευτικό δυναμικό της περιοχής της Χαλκιδικής κατατάσσεται στα σημαντικότερα της Ευρώπης. 

(Φωτό: Εργαζόμενοι στα Μεταλλεία Κασσάνδρας)

Και φυσικά, οι συνθήκες εργασίας απέχουν παρασάγγας από εκείνες του 1916… Η ασφάλεια των εργαζομένων αποτελεί την μέγιστη προτεραιότητα και αυτό μαρτυρεί η προσήλωση στην τήρηση, ακόμα και την υπέρβαση της –αυστηρής– εργατικής νομοθεσίας που διέπει θέματα ασφαλείας. Σήμερα υπάρχουν αυστηρά τηρούμενες βάρδιες, γιατρός εργασίας, εκπαιδευμένες ομάδες διάσωσης αν τυχόν συμβεί κάτι, και το κυριότερο, συνεργασία σωματείων-διοίκησης. Αν υπάρξει κάποιο πρόβλημα συζητιέται και τις περισσότερες φορές λύνεται…

Όπως είναι λογικό, πολλά έχουν αλλάξει από την εποχή του Σπέρα και των πρωτοπόρων μεταλλωρύχων της Σερίφου που ίδρυσαν το πρώτο σωματείο μέχρι σήμερα. Αλλά οι μορφές του αγώνα παραμένουν ίδιες: Πολύ πρόσφατα, τον περασμένο Ιούνιο, προέκυψε ένα θέμα με το ωράριο εργασίας και οι εργαζόμενοι ήρθαν σε αντιπαράθεση με την εταιρεία. Και η μορφή του αγώνα που αποφάσισαν τα σωματεία ήταν –τι άλλο– η απεργία. Στα Μεταλλεία Κασσάνδρας είχαμε και άλλες μεγάλες απεργίες και μάλιστα πολύμηνες το 1975 και το 1977. Μάλιστα σε ένα καπρίτσιο της ιστορίας και στην πρόσφατη απεργία του Ιούνη υπήρξε καράβι που δεν φορτώθηκε στο λιμάνι του Στρατωνίου, όπω ςτότε στη Σέριφο!

Φυσικά δεν ήρθαν οι χωροφύλακες, ούτε ο στρατός… Το θέμα λύθηκε αισίως δια της διαβούλευσης και η νέα συλλογική σύμβαση εργασίας που υπογράφηκε εκατέρωθεν άφησε ευχαριστημένες και τις δύο πλευρές αν κρίνουμε από τις ανακοινώσεις στον τύπο, τόσο των σωματείων των μεταλλωρύχων όσο και της εργοδοσίας.

Υπάρχει ακόμη ένα κοινό σημείο του τότε με το σήμερα, της Σερίφου του 1900 με την Χαλκιδική του 21ου αιώνα. Η μεταλλευτική δραστηριότητα με τις τόσες θέσεις εργασίας που απορροφώνται από ντόπιους, κρατάει ζωντανό τον τόπο στα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, όπως ακριβώς τα μεταλλεία Σερίφου είχαν εκτοξεύσει τον πληθυσμό του νησιού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.

(Φωτό: Στα 200 μέτρα κάτω από την επιφάνεια…)

Παράλληλες ιστορίες, λοιπόν, σε διαφορετικές εποχές; Θα μπορούσε κανείς να το πει κι αυτό, αν και οι παράμετροι είναι πολλές. Για ένα παραμένουμε σίγουροι: Κάθε είδους κατακτήσεις (εργασιακές, κοινωνικές, ταξικές), διαχρονικά κερδίζονται με συλλογικό αγώνα και προσωπικές θυσίες. Και που και που εμφανίζεται και ένας Σπέρας με ρόλο καταλύτη να επισπεύσει ή να διαφοροποιήσει τις εξελίξεις.

Σε κάθε περίπτωση οι αγώνες των μεταλλωρύχων  της Σερίφου έχουν τις δικές τους σελίδες στην ιστορία και εμείς απλά έχουμε την υποχρέωση να διατηρούμε και να περνάμε τις μνήμες και έναν απέραντο σεβασμό από γενιά σε γενιά.

Ιστορικό σημείωμα: Οι κινητοποιήσεις και η μεγάλη απεργία του 1916

(Φωτό: Η Σκάλα στο Μ. Λιβάδι το 1936)

Το 1916, ήδη από την 7η Αυγούστου και αφού είχαν σημειωθεί δεκάδες θάνατοι μεταλλωρύχων μέχρι τότε, κάτι που είχε οδηγήσει σε σειρά διαβημάτων και σχετικών υπομνημάτων προς τα εμπλεκόμενα αρμόδια υπουργεία, ξεκίνησε απεργία. Οι μεταλλωρύχοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν την αυθαιρεσία του εργοδότη τους, Γερμανού Γρόμαν, συνασπίστηκαν και συνέστησαν σωματείο υπό τον συνδικαλιστή Κωνσταντίνο Σπέρα, που αργότερα θα ακολουθήσει μια αντίστροφη ιδεολογική διαδρομή. Ζήτησαν την καθιέρωση οκτώ ωρών ημερήσιας εργασίας, καθώς και μέτρα προστασίας της ζωής και της σωματικής τους ακεραιότητα σ’ αυτές δύσκολες συνθήκες εργασίας που βίωναν.

Η αφορμή για τα γεγονότα που επακολούθησαν, δίνεται όταν οι εργαζόμενοι αρνούνται να φορτώσουν το καράβι «Μανούσι» από την Άνδρο. Το πλοίο είχε έρθει να παραλάβει σιδηρομετάλλευμα. Στις 21 Αυγούστου, λοιπόν του 1916, μεταβαίνει στη Σέριφο απόσπασμα 12 χωροφυλάκων, με επικεφαλής τον υπομοίραρχο Χρυσάνθου. Στόχος τους είναι να καταπνίξουν την απεργία. Ξεκινούν βιαιοπραγίες και η αστυνομία φυλακίζει την ηγεσία του σωματείου των μεταλλωρύχων. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις λαμβάνουν χώρα στην παραλία Μεγάλο Λιβάδι, όπου και βρίσκονται οι εγκαταστάσεις εξόρυξης και φόρτωσης των μεταλλευμάτων, καθώς και το κτίριο της διοίκησης της εταιρείας που εκμεταλλεύεται τα μεταλλεία.

Η χωροφυλακή δίνει τελεσίγραφο στους απεργούς να φορτώσουν το καράβι με το μετάλλευμα εντός πέντε λεπτών. Η προθεσμία εκπνέει και οι αρχές εξαπολύουν πυρά εναντίων των εργαζόμενων που απεργούσαν και δεν υπάκουσαν στις εντολές της. Πρώτος νεκρός πέφτει ο Θεμιστοκλής Κουζούπης και στη συνέχεια υπάρχουν άλλα τρία θύματα.

Οι απεργοί αντιδρούν, γενικεύονται τα αιματηρά επεισόδια και επεκτείνονται με τη συμμετοχή σε αυτά γυναικών και παιδιών. Ο τελικός απολογισμός είναι δύο χωροφύλακες νεκροί και δέκα τραυματίες. Ο υπομοίραρχος Χρυσάνθου λιθοβολήθηκε –ο τοπικός θρύλος λέει από μια γυναίκα- μέχρι θανάτου, ενώ σκοτώθηκε και ο αστυνόμος Σερίφου, Τριανταφύλλου. Μετά τα γεγονότα η διοίκηση σταδικά υποχώρησε μερικά βήματα σε θέματα ωραρίου και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.

 

[ΠΗΓΗ: https://ecoserifos.gr/, 21/8/2024]

Ο ΖΟΡΜΠΑΣ ΣΤΑ ΜΑΔΕΜΟΧΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Γηγενής Μακεδόνας, ο Ζορμπάς, όταν ο τόπος τελούσε ακόμα υπό οθωμανικό ζυγό, γεννήθηκε, κατά μια πηγή, στο ορεινό Καταφύγι, ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.450 μ. των Πιερίων ορέων, το οποίο ανήκει σήμερα στον Δήμο Βελβεντού Κοζάνης. Για άλλους, τόπος καταγωγής του ήταν ο Κολινδρός, κοντά στην Κατερίνη, από όπου μετακόμισε στο Καταφύγι ο τσέλιγκας πατέρας του Φώτης, μαζί με τη σύζυγό του Ευγενία και τα αδέλφια του Γιώργου, τον Γιάννη, τον Ξενοφώντα και την Κατερίνα. Ο Γιώργης από τα μικρά του χρόνια έβοσκε τα γιδοπρόβατα του πατέρα του, ενώ από τα 15 του επωμίστηκε όλη την ευθύνη του κοπαδιού. Όταν έπεσε αρρώστια που αποδεκάτισε τα ζώα, αναγκάστηκε να μετακινηθεί για λόγους επιβίωσης.

Ξεκίνησε πεζή για τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής για να βρει δουλειά σε κάποιο μεταλλείο. Έφτασε στο Λίσμπορο (τη σημερινή Στρατονίκη) και προσλήφθηκε αμέσως ως ανειδίκευτος εργάτης από μια γαλλική εταιρεία που εκμεταλλευόταν το πλούσιο σε σιδηροπυρίτη, άργυρο, ψευδάργυρο και μόλυβδο μεταλλείο του Μαντέμ Λάκκου. Εκεί γνωρίστηκε με τον αρχι εργάτη του μεταλλείου, Γιάννη Καλκούνη, και αφού πρώτα γκάστρωσε την όμορφη κόρη του Ελένη, μετά την έκλεψε και κατόπιν την παντρεύτηκε. Δούλεψε στα καμίνια στα γειτονικά Σιδηροκαύσια (κοινώς Σιδερόκαψα), στηΛιαρέγκοβα (Αρναία), στο Νοβόσελο (Νεοχώρι), στον Μαχαλά (Στάγειρα), αλλά ως μετρημένος άνθρωπος που δεν είχε λυμένο το ζωνάρι για καβγά απέφευγε την οργή του πεθερού του και δεν ξαναπροσέγγισε τη Στρατονίκη.

Εν τω μεταξύ, έκανε οικογένεια και απέκτησε με τη γυναίκα του δώδεκα παιδιά, από τα οποία έζησαν τελικά τα οκτώ. Ανάμεσα σε αυτά που χάθηκαν ήταν και ο τέταρτος στη σειρά γιος του Αλέξης. Αργότερα, όταν πέθανε ο πεθερός του σε ένα ατύχημα στο μεταλλείο και εξέλιπε οριστικά το γινάτι του, ο Ζορμπάς επέστρεψε στις στοές του Μαντέμ Λάκκου και τον αντικατέστησε στο πόστο του αρχιεργάτη. Μέσα στις κοσμογονικές αλλαγές στη Μακεδονία που έφερε ο απελευθερωτικός πόλεμος του 1912-1913 πέθανε η αγαπημένη του Ελένη. Έκλεισε τότε και το μεταλλείο εξαιτίας των Βαλκανικών Πολέμων, απέμεινε χωρίς δουλειά και μ’ ένα τσούρμο ανήλικα ορφανά. Η απελπισία του χαροκαμένου πατέρα όμως δεν ταίριαζε στην περηφάνια του που μετριόταν με το μπόι του Ζορμπά. Για να θρέψει τη φαμίλια του γύρισε στο Ελευθεροχώρι Πιερίας, έξω από τον Κολινδρό, κοντά στον αδελφό του Γιάννη, όπου έκανε όποια δουλειά του ποδαριού έβρισκε (σιδεράς, ξυλο κόπος). Αφού τριγύρισε ως μαυραγορίτης και μεταλλοθήρας στη Νότια Ρωσία, επέστρεψε ως εργάτης στο μεταλλείο της Πραβίτας στην περιοχή Ταξιάρχη στον Πολύγυρο της Χαλκιδικής. Στο κοντινό Άγιον Όρος γνώρισε τότε και τον Καζαντζάκη, ο οποίος έμενε μαζί με τον Σικελιανό στα κελιά διάφορων μοναστηριών διαβάζοντας Δάντη, Βούδα και τα Ιερά Ευαγγέλια.

ΠΗΓΗ: ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, του Δημήτρη Παγαδάκη, 4/2/2018]