Tag Archives: κοινωνία

PEW RESEARCH CENTER: ΟΚΤΩ ΣΤΟΥΣ ΔΕΚΑ ΈΛΛΗΝΕΣ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΠΩΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΦΤΩΧΟΤΕΡΑ

Τι καταγράφει η έρευνα του Ινστιτούτου για την άποψη των πολιτών όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές

Ο Σεπτέμβριος και Οκτώβριος του 2008 ήταν οι χειρότεροι μήνες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, παρατηρεί ο πρώην πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, Μπεν Μπερνάνκι. Η ύφεση και οι συνέπειες που τη συνόδευσαν επηρέασαν και τη διάθεση των πολιτών, ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες, αναφέρει έρευνα του Pew Research Center που είδε πρόσφατα το φως της δημοσιότητας και μελέτησε τις αντιδράσεις 27 χωρών σε ολόκληρο τον κόσμο.

Η αλλαγή της διάθεσης του κοινού όσον αφορά στην οικονομία ήταν δραματική σε ορισμένα κράτη, όπως συμπεραίνει κανείς με βάση τα στοιχεία. Το 2018, περίπου οι οκτώ στους δέκα Γερμανούς (ποσοστό 78%) δηλώνουν ότι οι οικονομικές συνθήκες στη χώρα τους σήμερα είναι καλές. Περίπου τα 2/3 των Αμερικανών πολιτών (ποσοστό 65%) εκφράζουν επίσης την αισιοδοξία τους για την οικονομία. Βελτιωμένη είναι και η διάθεση των κατοίκων της Πολωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, λιγότερο της Ιαπωνίας και της Κένυας.

Σε γενικές γραμμές, η μεγαλύτερη αλλαγή της διάθεσης των πολιτών όσον αφορά στις οικονομικές προοπτικές της χώρας τους παρατηρείται στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Πολωνία, τη Γαλλία, την Ιαπωνία, το Ισραήλ, τη Νότια Κορέα, την Κένυα, τη Ρωσία, τον Καναδά, την Ινδονησία και την Ισπανία.

Το άγχος για την επόμενη γενιά

Σαφώς η αισιοδοξία που καταγράφεται δεν έχει «σβήσει» τις ανησυχίες για το μέλλον. Σε 18 από τα 27 κράτη που συμμετείχαν στην έρευνα -συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ιαπωνίας και της Ισπανίας- περισσότεροι από τους μισούς πολίτες πιστεύουν πως τα παιδιά τους θα ζήσουν σε συνθήκες χειρότερες απ′ ότι μεγάλωσαν οι ίδιοι.

Στις προηγούμενες έρευνες της Pew Research οι εν λόγω ανησυχίες περιορίζονταν στις προηγμένες οικονομίες, ενώ τώρα η διαφορά έγκειται στο γεγονός πως οι περισσότερες ανησυχίες για την οικονομική ευημερία της επόμενης γενιάς εκφράζονται στις αναδυόμενες αγορές.

Είναι χαρακτηριστικό πως στην Ελλάδα μόνο το 18% των πολιτών θεωρεί πως τα πράγματα στο μέλλον θα είναι καλύτερα για τα παιδιά τους.

Σε συνδυασμό βέβαια με το αυξανόμενο άγχος για το μέλλον, η πεποίθηση που κυριαρχεί σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ότι οι καιροί ήταν καλύτεροι την εποχή πριν τη μεγάλη ύφεση. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται στο γεγονός πως η πλειοψηφία των πολιτών στα 15 από τα 27 κράτη που ρωτήθηκαν πιστεύουν πως σε σύγκριση με είκοσι χρόνια πριν, η οικονομική κατάσταση του μέσου ανθρώπου είναι πολύ χειρότερη σήμερα.

Την άποψη αυτή ειδικότερα εκφράζει το 87% των Ελλήνων, το 72% των Ιταλών, το 62% των Ισπανών, το 56% των Γάλλων και το 53% των Βρετανών.

Τι ισχύει στην πραγματικότητα

Αυτό που αξίζει ωστόσο να σημειωθεί είναι πως οι απαισιόδοξες αντιλήψεις του κοινού για την καλύτερη οικονομική κατάσταση του παρελθόντος πολλές φορές δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Για παράδειγμα, μεγάλο μέρος των Βραζιλιάνων αυτή τη στιγμή δηλώνει πως οι οικονομικές συνθήκες είναι χειρότερες σήμερα, ωστόσο το ΑΕΠ της χώρας εμφανίζεται βελτιωμένο. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της Ισπανίας και της Γαλλίας, όπου επίσης το πραγματικό ΑΕΠ κατά κεφαλήν έχει βελτιωθεί κατά 25% και 11% αντίστοιχα.

O παρακάτω πίνακας αποτυπώνει τις σκέψεις των πολιτών για την οικονομική κατάσταση του σήμερα σε σχέση με είκοσι χρόνια πριν. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το 87% των Ελλήνων θεωρεί πως τα πράγματα τώρα είναι πολύ χειρότερα, ενώ μεγάλο είναι το ποσοστό και για την Ιταλία, την Ισπανία και τη Γαλλία. Περισσότερο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι Πολωνοί και οι Σουηδοί.

…και η έκθεση του ΟΟΣΑ

Στο μεταξύ ενδιάμεση έκθεσή για τις οικονομικές προοπτικές (Interim Economic Outlook) που δημοσιεύει ο ΟΟΣΑ τονίζει τις επιπτώσεις των εμπορικών εντάσεων στην παγκόσμια ανάπτυξη.

«Η υψηλή αβεβαιότητα επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια ανάπτυξη», είναι ο τίτλος της έκθεσης του ΟΟΣΑ, με τον Οργανισμό να ψαλιδίζει τις προβλέψεις που είχε κάνει τον Μάιο για τον ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας κατά 0,1% για το 2018 και 0,2% για το 2019.

Ο ΟΟΣΑ ψαλίδισε – κατά 0,2% – τις προβλέψεις του και για την οικονομία της Ευρωζώνης, όπως και για τις περισσότερες οικονομίες της G20, ενώ έχει αναθεωρήσει δραστικά επί τα χείρω τις προβλέψεις του για τις οικονομίες της Τουρκίας και της Αργεντινής. Για την Ευρωζώνη προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2% φέτος και 1,9% το 2019 έναντι 2,5% το 2017.

«Χρειάζονται περαιτέρω δημοσιονομικές και τραπεζικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της αντοχής της Ευρωζώνης», αναφέρει. «Η αντοχή και η αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά οι ανησυχίες για τη δημοσιονομική και χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν, λόγω της αβεβαιότητας για τις πολιτικές επιλογές, όπως στην Ιταλία, και τις μελλοντικές ρυθμίσεις μεταξύ της Βρετανίας και της υπόλοιπης ΕΕ. Η πρόσφατη αύξηση των επασφάλιστρων κινδύνου των ιταλικών κρατικών ομολόγων και η συνδεόμενη με αυτή μείωση των μετοχικών αξιών των ιταλικών τραπεζών δείχνουν τον ρυθμό, με τον οποίο μπορεί να εμφανισθούν πάλι συνεχείς αδυναμίες στην Ευρωζώνη», προσθέτει.

Ο ΟΟΣΑ τονίζει ότι ένα πλαίσιο πανευρωπαϊκής εγγύησης των καταθέσεων θα αύξανε την εμπιστοσύνη και θα βοηθούσε στη διαφοροποίηση των κινδύνων. Υποστηρίζει, επίσης, τη δημιουργία νέων ευρωπαϊκών ασφαλών ομολόγων και ένα ταμείο δημοσιονομικής σταθεροποίησης για την Ευρωζώνη που θα βοηθούσε στην απορρόφηση μεγάλων αρνητικών οικονομικών σοκ και θα αποτελούσε ένα πρόσθετο μέσο που θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί στην περίπτωση μίας ύφεσης.

[Φωτό: ROSTISLAV_SEDLACEK VIA GETTY IMAGES]

[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr/, 20/9/2018]

ΜΕΤΑΞΥ ΠΡΟΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ – ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ

Στον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κ. Jean-Claude Juncker, έναν από τους πιο έμπειρους και αφοσιωμένους Ευρωπαίους πολιτικούς, πρέπει τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τη διαρκή και έμπρακτη στήριξή του στην Ελλάδα, σ’ όλη τη διάρκεια αυτής της μακράς κρίσης.

Ακόμη και όταν η ελληνική κοινωνία, με υψηλά ποσοστά της τάξης του 62%, απέρριπτε, υποτίθεται, το σχέδιό του, με το δημοψήφισμα που οργανώθηκε εν είδει μοχλού πολιτικής στήριξης της κυβέρνησης, στοχοποιώντας τον Πρόεδρο της Επιτροπής, ως τον εκπρόσωπο των ανάλγητων Ευρωπαίων εταίρων, ο κ. Junker έδειξε κατανόηση. Και επέμεινε, εντέλει πείθοντας τους ηγέτες των μεγάλων Κρατών- Μελών, να μην υιοθετηθεί το «σχέδιο εξόδου» της Ελλάδας από την Ευρωζώνη – ύψους 50 δις Ευρώ ―, αλλά το κατά περίπου 35 δις Ευρώ ακριβότερο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Προσαρμογής και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων. Επρόκειτο για το 3ο στη σειρά Μνημόνιο, το οποίο περιέλαβε τη συνέχιση του συνόλου σχεδόν των ημιτελών από το 2ο Πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων.

Η παρούσα ελληνική κυβέρνηση, με την τύχη του πολιτικού χρόνου που είχε στη διάθεσή της, προχώρησε ακόμη περισσότερο και σχεδόν αποκλειστικά στην κατεύθυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής, που, βέβαια, χρειάζονταν εκ νέου, μετά την εγκατάλειψη και άδοξη κατάληξη του 2ου Προγράμματος και τον εξ αυτού και δημοσιονομικό εκτροχιασμό του πρώτου εννεαμήνου του 2015. Και σ’ αυτήν την κατεύθυνση η ελληνική κυβέρνηση κινήθηκε με ευκολία, λόγω της εκ των πραγμάτων συνάφειας μιας πολιτικής εντατικής φορολόγησης με το «ιδεολογικό αιώρημα», που διακατέχει τα στελέχη της κυβερνώσας παράταξης. Αλλά και με επιτάχυνση και εντέλει αποτελεσματικά, με «υπεραποδόσεις», σε ό,τι τουλάχιστον αφορά στη σημαντική αύξηση των δημοσίων εσόδων, αξιοποιώντας τα θεσμικά «εργαλεία», που είχαν εδραιωθεί με τα προηγούμενα Προγράμματα, παρά την τότε μαχητική αντίθεση της αντιπολίτευσης και νυν κυβέρνησης.

Ενώ, πάντα η παρούσα κυβέρνηση, προσπάθησε συστηματικά, σε όλους τους τομείς άσκησης πολιτικής για τη διαθεσιμότητα κοινωνικών αγαθών, δηλαδή στην υγεία, την ασφάλεια και την παιδεία, να ελαχιστοποιεί – ή και να καταβάλλει με χωρίς προηγούμενο καθυστέρηση – τις λεγόμενες δαπάνες σε τρίτους. Που, ναι μεν αντιστοιχούν σε (πολύ) μικρό μέρος του ετήσιου προϋπ/σμού των υπουργείων και ευρύτερα του δημόσιου τομέα – λόγω του απαγορευτικά μεγάλου ποσοστού που καταλαμβάνει το μισθολογικό κόστος -, αλλά από την άλλη αφορούν σε έργο και εργασίες κρίσιμες για τη μέχρι σήμερα στοιχειώδη, ήδη πολύ χαμηλή, επιχειρησιακή επάρκεια των εν λόγω φορέων. Εξού και τα φαινόμενα υποχώρησης της αποτελεσματικότητας των δομών και των μηχανισμών διασφάλισης της δημόσιας ασφάλειας και κοινωνικής ειρήνης, της υγείας και της εκπαίδευσης – λιγότερο άμεσα φανερό στην τελευταία λόγω των φύσει μακροπρόθεσμων επιπτώσεων στο πεδίο.

Είναι φαεινότερον του ηλίου, ότι η απόσταση μεταξύ των πολιτικών προθέσεων, όπως αυτές εν μέρει αποτυπώθηκαν με δείκτες και προαπαιτούμενα στα εκάστοτε «Προγράμματα Προσαρμογής & Μεταρρυθμίσεων», και της εντέλει αποτελεσματικότητάς τους, υπήρξε μειούμενη στο διάστημα από το 2010 έως και το 2014, ενώ απογειώθηκε ξανά κατά το 3ο και τελευταίο Πρόγραμμα. Με μοναδική εξαίρεση το πεδίο της δημοσιονομικής προσαρμογής, που έτσι κι αλλιώς επιτεύχθηκε και καθ’ υπερβολήν, με μιαν εύθραυστη ισορροπία εσόδων και δαπανών του δημοσίου και με την εξίσου καθ’ υπερβολήν επιβάρυνση της οικονομίας. Αφού, η ισορροπία αυτή δεν ήλθε ως αποτέλεσμα της σταδιακής έστω αντιμετώπισης των γενεσιουργών αιτίων της κρίσης. Δηλαδή ως αποτέλεσμα αντίστοιχης προόδου στον τομέα των μεταρρυθμίσεων, με επιτεύγματα στο πεδίο των μη δημοσιονομικών στόχων και προαπαιτούμενων του Προγράμματος (όλοι σχεδόν μάθαμε για τα “prior actions”!).

Ακριβώς γιατί τα αποτελέσματα απέχουν πολύ από τις προθέσεις και τους προγραμματικούς στόχους, έχοντας αφήσει τα δύσκολα για τη διετία 2019-2020, θα περίμενε κανείς, αν όχι από το ελληνικό πολιτικό προσωπικό, τουλάχιστον από τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς, μεγαλύτερη ευαισθησία. Που θα αποτυπώνονταν σε δηλώσεις με «καθαρά μηνύματα» προς την ελληνική κοινωνία. Ότι δηλαδή, ενώ πράγματι φθάσαμε στην κατάληξη του Προγράμματος και αυτό συνιστά «κατάκτηση» του ελληνικού λαού, λόγω ακριβώς των άδικα και παράλογα αυξημένων θυσιών στις οποίες υπεβλήθη, ταυτόχρονα ο λαός αυτός πρέπει να αντιληφθεί ότι θα χρειασθούν ακόμη σημαντικές αλλαγές, «ξεβόλεμα», αρκετών ακόμη «ομάδων», έτσι ώστε να διασφαλισθεί η ευημερία των επόμενων γενεών.

Με λίγα λόγια, πραγματικά προβληματίζει, όντας κατώτερη των περιστάσεων η δήθεν κολακευτική για τον («χαϊδεύοντας τα αυτιά» του) ελληνικό λαό δήλωση του φιλέλληνα Προέδρου της Επιτροπής. Ότι«… μετά την 20η Αυγούστου, η Ελλάδα θα βγει από ένα οκταετές πρόγραμμα χρηματοδοτικής στήριξης, όντας πλέον ικανή να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις (χωρίς τη βοήθεια άλλων Ευρωπαϊκών κρατών), διασφαλίζοντας τη θέση της στην καρδιά της Ευρωζώνης και της Ένωσης». Ενώ γνωρίζει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να ισχύσει για μέγιστο διάστημα 12-18 μηνών, εφόσον δεν προχωρήσουν και μάλιστα γρήγορα οι μεταρρυθμίσεις στις αγορές αγαθών και στον δημόσιο τομέα, την υγεία, την παιδεία και – εκ νέου – την ασφάλιση. Τί, άραγε, θα του στοίχιζε εάν προσέθετε μια φράση, και συγκεκριμένα ότι αυτό θα είναι «βιώσιμο», μόνον εφόσον γίνουν οι καθυστερημένες («καταραμένες») μεταρρυθμίσεις;

Και έτσι, δυστυχώς για την εικόνα των θεσμών αυτών, απέναντι κυρίως στα υποσχόμενα – για ενδεχόμενη διέξοδο – τμήματα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά και σε βάρος της αναγκαίας ευαισθητοποίησης της κοινωνίας αυτής, ο Πρόεδρος της ΕΕ διαψεύσθηκε τραγικά, σχεδόν «πριν αλέκτων λαλήσαι τρις!». Η τραγική καταστροφή με τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Αττική, που μας προετοιμάζουν για επαναλαμβανόμενα παρόμοια φαινόμενα φυσικών καταστροφών, καθιστούν πλήρως εμφανή τη δυσβάσταχτη ανεπάρκεια των δημόσιων υπηρεσιών να εκτελέσουν. Με αποτελέσματα εξόφθαλμα και όχι διάχυτα και μακροπρόθεσμα, όπως σε άλλα πεδία.

Βασικό «μάθημα» για την όποια «επανεκκίνηση»: θα πρέπει εντέλει και οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί να επανεξετάσουν τη στάση τους αλλά και τη συνέπεια των πολιτικών τους, σε όλα τα επίπεδα, από τους οιονεί αιρετούς Επιτρόπους έως τη γραφειοκρατία τους. Βοηθώντας ταυτόχρονα το ελληνικό πολιτικό προσωπικό και εντέλει τον ελληνικό λαό.

Το άρθρο συνυπογράφεται από τον Δρ. Νικήτα Καστή, [Εμπειρογνώμων Ευρωπαϊκής Πολιτικής] και τον Δρ. Αντώνη Ζαΐρη, μέλος της Ένωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ)

[Φωτό: YVES HERMAN VIA GETTY IMAGES]

[ΠΗΓΗ: https://www.huffingtonpost.gr, του Αντώνη Ζαΐρη, Δρα Οικονομικής Κοινωνιολογίας, Μέλος της Ενωσης Αμερικάνων Οικονομολόγων (ΑΕΑ) – Αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, 27/82018]

ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ: ΜΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο!

Με γνώμονα την ευημερία, η έννοια της ανάπτυξης, διαμορφώθηκε σταδιακά μέσα από το πέρασμα διαφόρων πολιτισμών. Μέσα από το πρίσμα μιας γραμμικής αντίληψης του χρόνου, ως διαδοχή γεγονότων, η ιδέα της ανάπτυξης ταυτοποιείται μέσα από διάφορα επάλληλα, αναδυόμενα στάδια.

Πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του;

Στο στάδιο λοιπόν του πρώιμου καπιταλισμού, όπου ολοένα και αυξάνονται τα προς κατανάλωση αγαθά στο εσωτερικό μιας κοινωνίας, στη φάση της επικράτησης ενός συστήματος εμποροκρατισμού -ή μερκαντιλισμού, με βάση την αγγλική ορολογία- εδραιώνεται μία υλιστική θεώρηση της έννοιας της προόδου, ως σταδιακής διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης. Εν συνεχεία, η έννοια της ανάπτυξης, μέσα από μία πορεία συνεχούς και καθολικής αύξησης των ρυθμών παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, φθάνει στις μέρες μας να ταυτίζεται με τη φρενήρη διασπάθιση του φυσικού αποταμιεύματος της ανθρωπότητας και, τελικά, δεν υπήρξε τίποτε άλλο από ψευδεπίγραφη μεγέθυνση συσσωρευμένου πλούτου.

Αποκύημα αυτής της πορείας είναι το κρίσιμο πρόβλημα της εποχής μας, το οποίο, με απλά λόγια, μπορεί να διατυπωθεί ως εξής: πώς μπορεί ο άνθρωπος να συνεχίσει τον πολιτισμό του στη γη χωρίς να καταστρέφει τη φύση και τον εαυτό του.

Κάπως έτσι φθάνουμε στο 1972, όπου επιστήμονες θέτουν ανοιχτά το πρόβλημα των ορίων της ανάπτυξης, με την ανησυχία τους να δικαιώνεται με τη Διακήρυξη της Στοκχόλμης για το Περιβάλλον. Ως γνωστόν, για να υπερακοντιστεί μια ιδεολογία, χρειάζεται να γεννηθεί η διάδοχός της. Έτσι φθάνουμε στο 1992 και στη Διάσκεψη του Ρίο για το Περιβάλλον, η οποία είναι αξιομνημόνευτη γιατί κατόρθωσε να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα νέο όραμα: To όραμα της Βιώσιμης Ανάπτυξης.

Διακήρυξη του Ρίο, 1992: έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κλπ

Η αρχική ανησυχία για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, τα συνακόλουθα περιβαλλοντικά προβλήματα και οι επιπτώσεις τους στην υγεία και την ποιότητα ζωής των ανθρώπων, διαμόρφωσαν τελικά την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, κυρίως τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά αυτού του είδους ανάπτυξης, που επιδιώκει να μας εξοικειώσει με όρους όπως η βιωσιμότητα και η αειφορία; Τι εννοούμε τελικά όταν μιλάμε για βιώσιμη ανάπτυξη;

Πολλά έχουν γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα και διάφοροι ορισμοί έχουν δοθεί, οι οποίοι παρουσιάζουν ορισμένες αποκλίσεις μεταξύ τους. Σε ένα σημείο, παρ’ όλα αυτά, υπάρχει σύγκλιση: Στο ότι η βιώσιμη ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με την πράσινη ανάπτυξη, παρά το γεγονός ότι προφανώς υπάρχει συνάφεια ανάμεσα στους δύο όρους και πολλά κοινά σημεία. Η πράσινη ανάπτυξη εστιάζει ειδικότερα στην ενέργεια, δίνοντας έμφαση στη χρήση ανανεώσιμων πηγών (τις γνωστές ΑΠΕ), αλλά και ευρύτερα στη διαχείριση του ενεργειακού ζητήματος σε σχέση με την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος, ιδίως από τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών, έχει αποτελέσει δε κεντρικό άξονα της πολιτικής οικολογίας. Στο σημείο αυτό, απλά αναφέρουμε ότι και οι εγκαταστάσεις ΑΠΕ, αποτελούν και αυτές βιομηχανικές εγκαταστάσεις οι οποίες δεν είναι αθώες και άνευ επιπτώσεων στο περιβάλλον.

Από τους πολλούς και διάφορους ορισμούς της βιώσιμης ανάπτυξης, επιλέγεται ο ορισμός του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ, σύμφωνα με τον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη είναι ένα οργανικώς ενιαίο σύνολο δημοσίων πολιτικών, οι οποίες προς το παρόν μεν κατατείνουν στην αποκατάσταση της ισορροπίας μεταξύ των πάσης φύσεως ανθρωπογενών συστημάτων και των οικοσυστημάτων, στο μέλλον δε διασφαλίζουν την σταθερή συνεξέλιξη αμφοτέρων. Πρακτικώς, ο ορισμός αυτός σημαίνει ότι εφεξής καμία δημόσια πολιτική ή ιδιωτική δράση δεν επιτρέπεται να μειώνει, να θέτει σε κίνδυνο ή οπωσδήποτε να υποβαθμίζει το εναπομένον φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο. Υπό την έννοια αυτή, η βιώσιμη ανάπτυξη είναι μια θεμελιώδης πολιτιστική αλλαγή, η οποία διατρέχει όλους τους θεσμούς της κοινωνίας και επιβάλλει την προσαρμογή τους προς τις αρχές της.

Είναι δηλ. η βιώσιμη ανάπτυξη (αλλιώς και «βιωσιμότητα») για το Δίκαιο του 21ου αιώνα, ό,τι ήταν τα ατομικά δικαιώματα για τον 18ο και 19ο αιώνα και τα κοινωνικά δικαιώματα για τον 20ο αιώνα. Σε σχέση προς αυτά, δηλ. τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, η βιωσιμότητα ίσως είναι μια ευρύτερη ηθική αρχή, διότι περιλαμβάνει τις σχέσεις του ανθρώπου με τα οικοσυστήματα (φυσικό κεφάλαιο), τις σχέσεις του με το πολιτιστικό του παρελθόν (πολιτιστικό κεφάλαιο), καθώς και τις σχέσεις αλληλεγγύης προς τους συνανθρώπους του (κοινωνικό κεφάλαιο). Επιπλέον, το εύρος της ηθικής αυτής αρχής εκτείνεται σε βάθος χρόνου, εφ’ όσον προσδιορίζει την ευθύνη του ανθρώπου όχι μόνο προς τις παρούσες, αλλά και προς τις μέλλουσες γενεές. Η αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης εκφράζει έτσι το μέτρο που πρέπει να διέπει τις ανθρώπινες παρεμβάσεις τόσο στο φυσικό όσο και στο ανθρωπογενές περιβάλλον, και, υπό την έννοια αυτή, συνιστά πράγματι επάνοδο της ανθρωπότητας στην ιδέα της Δικαιοσύνης. Παρά τις διάφορες εννοιολογήσεις της, ένα είναι σίγουρο: ότι το δόγμα της βιώσιμης ανάπτυξης εγκαινίασε μία περίοδο μεγάλης πολιτιστικής αλλαγής.

Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθούμε λίγο στην Agenda 21 (δηλ. τα πρακτέα κατά τον 21ο αιώνα), η οποία συμπλήρωσε την Διακήρυξη του Ρίο (Παγκόσμια Διάσκεψη για το Περιβάλλον, 1992). Σύμφωνα με αυτήν, η βιώσιμη ανάπτυξη, αντιμετωπίζεται ως η παγκόσμια στρατηγική συγχώνευσης της περιβαλλοντικής προστασίας με τις αναγκαίες πολιτικές και κοινωνικές προσαρμογές, μια στρατηγική η οποία βασίζεται στην συνολική θεώρηση ότι έννοιες όπως ο άνθρωπος, η κοινωνία, και ο πολιτισμός δεν διαχωρίζονται από αυτές του περιβάλλοντος, του πλανήτη, της επάρκειας των φυσικών πόρων κ.λπ., και η οποία ενσωματώνει αξίες όπως η δικαιοσύνη, το μέτρο, το γενικό συμφέρον. Η Agenda 21 απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας, πολίτες, μη κυβερνητικές οργανώσεις, επιχειρήσεις κ.ο.κ., εναποθέτει όμως το κύριο βάρος της ευθύνης για τη βιώσιμη ανάπτυξη στο κράτος, το οποίο οφείλει να αυξήσει την κυβερνητική του ικανότητα (capacity building) στο νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαιοδοτικό πεδίο προς το σκοπό αυτό. Μόνον έτσι το κράτος μπορεί να είναι και το ίδιο βιώσιμο και άρα χρηστό και ικανό για βιώσιμη ανάπτυξη. Στους δύσκολους καιρούς που διάγουμε, με ένα δημόσιο χρέος «δαμόκλειο σπάθη» πάνω από τα κεφάλια των πολιτών της Ελλάδας, αλλά και «καπέλο» πάνω από την άσκηση όλων των δημόσιων πολιτικών της χώρας, η έννοια της βιωσιμότητας, πιο επίκαιρη από ποτέ, εκφράζεται χαρακτηριστικά στο βασικό ερώτημα των ημερών μας: είναι το χρέος βιώσιμο; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…

[ΠΗΓΗ: www. oryktosploutos.net, της Αλεξίας Κωνσταντινίδου, από tvxs.gr, 19/8/2018]

DER SPIEGEL: “AΠΟΣΤΟΛΗ ΕΞΕΤΕΛΕΣΘΗ – H EΛΛΑΔΑ ΠΕΘΑΙΝΕΙ”…

Στο τέλος του τρίτου ελληνικού προγράμματος βοήθειας στις 20 Αυγούστου και στο δύσκολο καλοκαίρι λόγω πυρκαγιών που έβγαλαν στην επιφάνεια χρόνια προβλήματα αναφέρεται ο γερμανικός τύπος.

Εκτενές ρεπορτάζ για την Ελλάδα με αφορμή την επικείμενη ολοκλήρωση του προγράμματος βοήθειας προς στην Ελλάδα φιλοξενεί το Der Spiegel με τίτλο “Αποστολή εξετελέσθη-Η Ελλάδα πεθαίνει”. Μια επίσκεψη σε ένα μικρό ελληνικό χωριό με γηραιούς κυρίως κατοίκους και λίγα παιδιά γίνεται αφορμή για μια αποτίμηση της διάσωσης της Ελλάδας και των μεταρρυθμίσεων. “273,7 δις ευρώ έδωσαν στην Ελλάδα η ΕΚΤ, η Κομισιόν και το ΔΝΤ. Η χώρα μπορεί πια να δανειστεί μόνη της από τις διεθνείς αγορές. Ένα από τα μεγαλύτερα δράματα στην ευρωπαϊκή ιστορία φτάνει προσωρινά σε ένα τέλος: η ελληνική κρίση χρέους. Οδήγησε το ευρώ στο χείλος του γκρεμού και δίχασε την ΕΕ. Και μετέτρεψε την Ελλάδα σε μια άλλη χώρα. Κανένα άλλο κράτος του κόσμου δεν έχει μελετηθεί τόσο ενδελεχώς. Με ένα σκληρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα περικόπηκαν μισθοί και συντάξεις και αυξήθηκαν οι φόροι. Τουλάχιστον μέχρι το 2060 οι Έλληνες θα πρέπει να εξοφλήσουν τα χρέη τους. Παραδόξως παραβλέφθηκε το σημαντικότερο: χρέη μπορεί να αποπληρώσει μόνο μια χώρα που αναπτύσσεται. Η Ελλάδα όμως συρρικνώνεται: 550.000 άνθρωποι έχουν μεταναστεύσει από την αρχή της κρίσης και περίπου 10,7 εκατομ. άνθρωποι διαβιούν στη χώρα” σημειώνει το Der Spiegel.

Οι μεταρρυθμίσεις, το δημογραφικό και η ανάπτυξη

Το περιοδικό αναφέρεται στον στόχο της υπουργού Διοικητικής Ανασυγκρότησης Όλγας Γεροβασίλη “να θέσει τέλος στις πελατειακές σχέσεις. Αυτό έχει υποσχεθεί κάθε πολιτικός που ανέλαβε αυτή τη θέση αλλά κανείς δεν τα κατάφερε. Για αιώνες η ελληνική διοίκηση λειτουργούσε σαν πρόφαση για τη νομιμοποίηση του νεποτισμού. Οι πελατειακές σχέσεις ήταν θεμελιώδης αρχή της κοινωνίας (…) Θα πρέπει όμως να μπει ένα τέλος”. Το περιοδικό κάνει αναφορά στις προσπάθειες για εκσυγχρονισμό του δημοσίου με τη βοήθεια και γαλλικής τεχνογνωσίας, χαρακτηρίζει όμως την όλη προσπάθεια ως ένα “πείραμα ανυπέρβλητων διαστάσεων”. Αντίστοιχα δύσκολο είναι και το θέμα της ψηφιοποίησης της ελληνική διοικητικής και κυβερνητικής μηχανής που έχει αναλάβει ο αρμόδιος υπουργός Ν. Παππάς. “Άλλη μια επανάσταση” σημειώνει το περιοδικό. “Η απαρχαιωμένη δομή της ελληνικής διοίκησης ήταν παροιμιώδης”, γράφει το Spiegel.

Πάντως παρά τη σημασία αντίστοιχων μεταρρυθμίσεων, θα πρέπει αυτές, σύμφωνα με το Spiegel, να λαμβάνουν υπόψη μελλοντικά την αρνητική δημογραφική εξέλιξη στη χώρα σε συνάρτηση με την οικονομία. “(…) Πρέπει να σταματήσει η μετανάστευση των νέων, οι μετανάστες θα πρέπει να επιστρέψουν και οι συνθήκες ζωής να σταθεροποιηθούν ώστε οι οικογένειες να θέλουν και πάλι να αποκτήσουν παιδιά. (…) Τίποτα από όλα αυτά δεν θα συμβεί χωρίς σταθερή οικονομική ανάπτυξη αλλά κάτι τέτοιο δεν διαφαίνεται”, αναφέρει το Spiegel. Το ρεπορτάζ φιλοξενεί επίσης και τον καθηγητή Νομικής του Εθνικού και Καποδιστραικού Πανεπιστημίου Αθηνών Αριστείδη Χατζή, ο οποίος θεωρεί ότι η Ελλάδα “θα πρέπει επιτέλους να ανοίξει την αγορά της” και ότι η ελληνική κρίση έγινε “κρίση θεσμών”. Το περιοδικό παρατηρεί επίσης ότι παρά τις μεταρρυθμίσεις η ελληνική αγορά εργασίας είναι από τις πιο απορρυθμισμένες στην ΕΕ και η ανεργία έχει ελάχιστα μειωθεί. Η ίδρυση νέων επιχειρήσεων είναι το ίδιο δύσκολη όσο και πριν από την κρίση ενώ δυσκολίες υπάρχουν και στον τομέα των ξένων επενδύσεων, όπου βέβαια “έχουν σημειωθεί επιτυχίες”, όπως παρατηρεί το περιοδικό. Κλείνοντας το ρεπορτάζ αναφέρει: “Κάποτε φαινόταν ότι η ελληνική κρίση χρέους θα βύθιζε την ΕΕ στην άβυσσο. Αυτή τη στιγμή μοιάζει περισσότερο σαν μια δαπανηρή παράπλευρη απώλεια στην περαιτέρω ώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ως το 2060 θα πρέπει το ελληνικό κράτος κάθε χρόνο να επιτυγχάνει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό ώστε να εμβάζει το μεγαλύτερο μέρος του στους δανειστές, σύμφωνα με όσα ορίζουν οι κανόνες. Κάτι που είναι ένα δύσκολο καθήκον για μια οικονομικά πετυχημένη χώρα. Για τους Έλληνες θα πρέπει να είναι αδύνατο. Επειδή η δημογραφική ανάπτυξη συνδέεται άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη”.

“Καμένη γη” αντί για γιορτή

“Καμνη γη” είναι ο τίτλος άρθρου γνώμης στη Süddeutsche Zeitung, το οποίο αναφέρεται στα χρόνια προβλήματα της που ανέδειξε η φονική πυρκαγιά στο Μάτι. “Διασώστες σε πανικό, αξιωματούχοι που δεν συμφωνούν για τις ευθύνες που φέρουν-και αυτά είναι εικόνες που θα μείνουν από αυτό το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που θα έπρεπε να είχε εξελιχθεί αλλιώς. Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα ήθελε να χρησιμοποιήσει τον Αύγουστο για γιορτή, οι Έλληνες θα έπρεπε να γιορτάσουν το τέλος της ‘δουλείας’, την επανάκτηση της κυριαρχίας τους από τους διεθνείς πιστωτές. Για τις 21 Αυγούστου είχε σχεδιαστεί, πριν την πυρκαγιά, μια ανοιχτή γιορτή. Στις 20 Αυγούστου τελειώνει το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα βοήθειας προς την Αθήνα (…)”.

Η σχολιογράφος κάνει μια αναδρομή στα χρόνια της κρίσης και σημειώνει ότι “υπήρχαν ενδείξεις ότι η Αθήνα ζούσε πάνω από τις δυνάμεις της για καιρό, αλλά η ΕΕ δεν ήθελε να το δει. Όταν πια δεν υπήρχε περιθώριο για εξωραϊσμούς, οι διασώστες ανάγκασαν την χώρα να μπει σε έναν κορσέ που ήταν όμως για πολλούς Έλληνες αποπνικτικός”. Όπως σημειώνει το άρθρο “τα μέτρα λιτότητας έπληξαν κυρίως τη μεσαία τάξη και τα χαμηλότερα εισοδήματα. Για αυτό φέρουν ευθύνη όχι μόνο οι δανειστές αλλά και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις (…)”. Τα τελευταία χρόνια ο τουρισμός βοηθά τη χώρα να ανακάμψει, γράφει η SZ, ωστόσο ο μεγαλύτερος παράγοντας που προκαλεί αβεβαιότητα για το μέλλον είναι η πρόβλεψη για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% ως το 2022 και έπειτα 2,2% ως το 2060. Η σχολιογράφος παρατηρεί πάντως ότι αν και δεν έχουν υλοποιηθεί όλες οι μεταρρυθμίσεις, κάποιες που έγιναν είναι σημαντικές πχ. η ανεξαρτησία της εφορίας. Επίσης σημαντικό θεωρεί στον ρεαλισμό του Τσίπρα, ο οποίος σήμερα  θεωρείται “αξιόπιστος” εταίρος. Αυτό όμως που ούτε αυτός κατάφερε να εξαλείψει ήταν “η παλιά ασθένεια του πελατειακού κράτους”, ενώ η ίδια θεωρεί αμφίβολο εαν οι συντηρητικοί που ετοιμάζονται να αναλάβουν τη διακυβέρνηση το 2019, θα πράξουν καλύτερα.

Tο άρθρο κλείνει με μια αναφορά στα πρόσφατα δραματικά γεγονότα της Αττικής: “Η μελλοντική πολιτική μπορεί να είναι μη δημοφιλής στον κόσμο. Αυτό έδειξε δυστυχώς και το παράδειγμα στο Μάτι. Πολλοί λένε ότι εαν υπήρχε κρατική πρόβλεψη, δεν θα είχαμε φτάσει στο Μάτι, μια περιοχή τόσο άναρχα δομημένη χωρίς διεξόδους κινδύνου. Στο μέλλον θα πρέπει όλα να γίνουν καλύτερα: τα αυθαίρετα θα πρέπει να κατεδαφιστούν και να μπει τέλος στις κακοτεχνίες. Θα ξεκαθαριστεί εάν η πυροσβεστική είχε οικονομικά προβλήματα ή –και γι αυτό υπάρχουν ενδείξεις- είχε τόσο κακή διαχείριση που οδήγησε σε λάθος δρόμο τους διασώστες. Μια δίχως περιστροφές εξήγηση οφείλουν στους νεκρούς και τους οικείους τους όλοι οι υπεύθυνοι”.

[ΠΗΓΗ: http://www.capital.gr, της Δήμητρας Κυρανούδη, από Deutsche Welle, 11/8/2018]

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΤΥΧΗΣ Ή ΤΗΣ ΘΕΣΜΙΚΗΣ ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗΣ;

Τα ορατά ως βαρετά θα ξεχαστούν, ώστε χώρο πρόθυμα να δώσουν στα Αόρατα

Νίκος Παπαδάκης, Chiaro Scuro

Ό,τι κι αν ισχυρίζονται οι πολιτικοί η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί επικίνδυνες ρωγμές. Απο-τυχη-μένοι κι επι-τυχη-μένοι λειτουργούν με οριζόντιο τρόπο, υπερβαίνοντας πολλές φορές τις κλασσικές κάθετες κομματικές ή ιδεολογικές εντάξεις κι αδιαφορώντας για τα μικρο-παιχνίδια της εξουσίας.

Αρχίζουμε από τους “χαμένους”.

Η μεγάλη πλειοψηφία των εκτός/εκτός βρίσκεται στο περιθώριο λόγω του κοινωνικού αποκλεισμού σε μια εποχή των συνεχών διακινδυνεύσεων. Ζούνε κι επιβιώνουνε ως ηττημένοι. Μία μικρή μόνο μειοψηφία προτιμάει να κινείται εντός/εκτός θεωρώντας ότι η αποτυχία είναι κι αυτή επιλογή, αντί-σταση στο καταναλωτικό μοντέλο πλούτου και στη σώρευση άχρηστων εξουσιών. Ζούνε και βιώνουνε “κατά παρέκκλισιν”.

Σε μία περίοδο αφθονίας οι εκτός/εκτός έβρισκαν πάντοτε ευκαιρίες, περιστασιακής έστω, εισόδου στην κοινωνία του 1/3 (νυν του 1/5), δηλαδή στο χώρο άσκησης/απόλαυσης κοινωνικών δικαιωμάτων. Στην εποχή της κρίσης το σύστημα περιθωριοποιεί για δεύτερη φορά τους ήδη περιθωριοποιημένους με αποτέλεσμα πολλοί να έχουν χάσει “από χέρι”, σχεδόν από τη γέννησή τους, το τρένο της επιτυχίας.

Οι εντός/εκτός συνήθως ισορροπούν στην κόψη, στην τομή δύο κόσμων (του υπαρκτού που μισούν ως Κακό και του δικού τους που φαντασιώνονται ως Καλό) και συχνά παρασύρονται κι εντάσσονται σε μορφώματα “αντι-κομφορμισμού”, τα οποία διέπονται από τις ίδιες μορφές ελέγχου (και καταπίεσης;) με τα επίσημα συστήματα που καταγγέλουν. Εκεί χάνουν όχι μόνον την εικαζόμενη ελευθερία κινήσεων αλλά και το πρόσωπό τους, αφού όλα πολτοποιούνται υπέρ του “κοινού αγώνα”[;].

Από την άλλη οι χαρακτηριζόμενοι ως επιτυχημένοι χωρίζονται σε αυτούς που ταυτίζουν επιτυχία (κυρίως οικονομική) με την ευτυχία (προσωπική/οικογενειακή) κι ανισορροπούν ψυχικά και σ’ εκείνους που έχουν ανάγκη την συνεχή επιτυχία επί παντός για να δικαιώσουν τις απόψεις τους ή για να αισθανθούν υπαρξιακή ασφάλεια.

Και στις δύο περιπτώσεις οι επιτυχημένοι συχνά-πυκνά λησμονούν ότι το σύνολο (ομάδα, κοινότητα, πατρίδα) εξαρτάται απ’ όλα τα επιμέρους στοιχεία του και γι’ αυτό “το μερτικό τους στη χαρά” δεν μπορεί να λειτουργεί επ άπειρον και μονομερώς σε βάρος του μερτικού των υπολοίπων. Μεροληπτική μερικοκρατία δίχως κοινές αξίες και αρχές δεν συνιστά βιώσιμο κοινωνικοπολιτικό σύστημα.

Ούτε η αγορά αυτορρυθμίζεται υπέρ των πολλών ή όλων, ούτε ελευθερία του επιλέγειν νοείται σε καθεστώς ασφυκτικού κανονιστικού πλαισίου, ούτε το “κυνηγητικό ένστικτο” του νεοφιλελευθερισμού είναι κοινωνικά ωφέλιμο, ούτε η κουλτούρα των “οιονεί-εμπόλεμων καταστάσεων” οδηγεί σε λαϊκή απελευθέρωση.

Σε μία δημοκρατική χώρα και σ’ ένα Κράτος δικαίου δεν πρέπει να υπάρχουν θεσμικές διακρίσεις ή κοινωνικά στερεότυπα με βάση την επιτυχία/αποτυχία. Την όποια κακή τύχη (ή και κακή χρήση) δεν την κατα-δικάζουμε αλλά διαχειριζόμαστε τις αρνητικές συνέπειες με όρους αλληλεγγύης.

Η Δημοκρατία οφείλει ν’ αγκαλιάζει όλους (ιδίως τους πλέον αδύναμους) και να πείθει τον καθένα ότι το αίσθημα του συν-ανήκειν είναι ισχυρότερο από τις περιστασιακές αδικίες/ανισότητες, τις οποίες όμως πρέπει συνεχώς να μειώνει μέσω θεσμών, κοινωνικής πολιτικής και αντισταθμιστικών μέτρων.

Αυτή τη Δημοκρατία της συναίνεσης, της κατανόησης, της διαμεσολάβησης και της διόρθωσης θέλουν κι επιζητούν οι Έλληνες της κρίσης, κουρασμένοι και διαψευσμένοι από τη στείρα και ιστορικά ξεπερασμένη “πάλη των τάξεων” (μεταξύ προκαθορισμένων και προαιώνιων εχθρών) και τον παρακμιακό πολτό απολίτικου φανατισμού.

ΥΓ. Ο λεγόμενος παλαιός “αστικός κόσμος” απέθανεν παίρνοντας μαζί του τα λάθη και τις αμαρτίες του, αλλά και την όποια αστική ηθική και αστική κουλτούρα.Το ερώτημα είναι αν δίχως την αστική τάξη μπορεί να επιβιώσει με την παραδοσιακή μορφή της η αστική/φιλελεύθερη δημοκρατία ή αν κάποιο άλλο σύστημα (και ποιό;) καλείται να την αντικαταστήσει.

[ΠΗΓΗ: http://www.politically.gr, του Γιάννη Πανούση, Καθηγητή Εγκληματολογίας, πρώην υπουργού Προστασίας του Πολίτη, 25/7/2018]