Category Archives: Αρχική

Άρθρα αρχικής σελίδας

GREEN DEAL: Ο ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΝΑ ΧΑΣΕΙ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΑΠΟΔΟΧΗ

Οι υπέρμετρα φιλόδοξοι στόχοι της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας και του πράσινου λόμπι των Βρυξελλών θέτουν εν κινδύνω τη λαϊκή αποδοχή της πράσινης μετάβασης.

Το νέο κύμα του ευρωσκεπτικισμού έχει σχέση με συγκεκριμένες πολιτικές, όπως για παράδειγμα με την Κοινή Αγροτική Πολιτική που απέτυχε στην εφαρμογή της. Το ίδιο κινδυνεύει να συμβεί και με το Green Deal.

Τεράστια ποσά, υπονόμευση της βιομηχανίας και κυρίως αναστάτωση της ζωής των πολιτών, με νέους, ακόμη πιο φιλόδοξους κλιματικούς στόχους, αφού οι επιδοτήσεις όσο γαλαντόμες κι αν είναι, καλύπτουν ένα κλάσμα μόνο από το συνολικό κόστος που συνεχώς μεγαλώνει.

Τέτοια είναι η τελευταία κλιματική πρόταση της Κομισιόν, όπως διατυπώθηκε στη προχθεσινή Σύνοδο των 27 υπουργών Περιβάλλοντος, σύμφωνα με την οποία η ΕΕ πρέπει να παράγει το 2040, λιγότερες κατά 90% εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σε σχέση με εκείνες του 1990.

Τρεις χώρες τάχθηκαν κατά, ανάμεσα στις οποίες και η Ελλάδα, ενώ άλλες δεκατρείς ζήτησαν πρόσθετη στήριξη από τις Βρυξέλλες, δηλαδή πολλά επιπλέον δισεκατομμύρια. Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, ούσα από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ατζέντας, λέει ένα ξεκάθαρο «όχι» σε κάποιο κλιματικό στόχο της Επιτροπής.

Τι σημαίνει η νέα αυτή πρόταση; Στις τρεις δεκαετίες μεταξύ 1990 και 2021, τα 27 κράτη μέλη της Ε.Ε. κατάφεραν να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 30%, σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος.

Στην ουσία, για να πάμε στο 90%, θα πρέπει οι χώρες στη μιάμιση δεκαετία που απομένει ως το 2040, να κάνουν τριπλάσια δουλειά απ’ αυτήν που έκαναν τα τριάντα τελευταία χρόνια.

Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στις επιδοτήσεις που όσο γενναίες και αν είναι, δεν επαρκούν για τέτοιες προσαρμογές. Είναι ότι τα οφέλη από την πράσινη μετάβαση σε πολλούς τομείς, δεν έχουν εξηγηθεί επαρκώς στους πολίτες, οι κοινωνικές αντιδράσεις μεγαλώνουν, ενώ οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη (Κίνα, ΗΠΑ), εκμεταλλεύονται την τήρηση από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία με θρησκευτική ευλάβεια της πράσινης ατζέντας, για να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε βάρος της Ευρώπης.

Τα περιέγραψε όσο καλύτερα μπορούσε χθες, στο συνέδριο Power & Gas Forum, ο Γενικός Γραμματέας του ΥΠΕΝ Τέλης Αιβαλιώτης, σταχυολογώντας μερικές από τις νέες ευρωπαϊκές Οδηγίες που έρχονται.

Η μια αφορά την υποχρεωτική ενεργειακή αναβάθμιση όλων των κατοικιών που ανήκουν σε ενεργειακή κλάση κάτω από «Ε», δηλαδή τα σπίτια που έχουν κατασκευαστεί με τον ισχύοντα κανονισμό θερμομόνωσης, μετά το 1979. Αυτά πρέπει να αναβαθμιστούν τουλάχιστον στην κατηγορία «Ε». Στη περίπτωση της Ελλάδας, αυτό αφορά 1,3 εκατομμύρια κατοικίες. Σύμφωνα με τα νούμερα, που επικαλέστηκε ο Γ.Γ. του ΥΠΕΝ, γι’ αυτή και μόνο την Οδηγία, πρέπει ως χώρα να δαπανήσουμε 25 δισ. ευρώ μέχρι το 2035.

Άλλη Οδηγία λέει ότι μέχρι το 2040 πρέπει να απαγορευτούν εντελώς όλοι οι παραδοσιακοί καυστήρες πετρελαίου και φυσικού αέριου, και να αντικατασταθούν με αντλίες θερμότητας ή άλλα μέσα. Μέτριοι υπολογισμοί μιλούν για άλλα 25 δισ. ευρώ.

Μια τρίτη Οδηγία προβλέπει ότι μέχρι το 2050, πρέπει να αντικαταστήσουμε όλα τα κλιματιστικά που έχουμε σήμερα και τα οποία λειτουργούν με ψυκτικό μέσο που έχει ως ουσία το φθόριο ή κάποιο μείγμα του (τα φθοριούχα αέρια, μαζί με το CO2 και άλλα, αποτελούν την ομάδα που είναι γνωστοί ως «αέρια του θερμοκηπίου») και να βάλουμε στη θέση τους κλιματιστικά που έχουν πεντάνιο. Άγνωστο, πόσα δισεκατομμύρια ευρώ σημαίνει αυτό. 

Τα κόστη είναι δυσθεώρητα, το αντίκτυπο αμφίβολο και ο κλιματικός στόχος δεν είναι βέβαιο ότι θα επιτευχθεί, ειδικά όταν η Ευρώπη παράγει μόλις το 18,6% του παγκόσμιου ΑΕΠ, αλλά οι μεγάλοι ρυπαντές του πλανήτη, οι οποίοι έχουν τη μερίδα του λέοντος στο παγκόσμιο ΑΕΠ, ακολουθούν άλλες, δικές τους πολιτικές.

Λίγοι επίσης γνωρίζουν ότι η πολιτική προώθησης της ηλεκτροκίνησης υπολογίζεται ότι έχει ένα ετήσιο κόστος για την Ελλάδα περί τα 800 εκατ. ευρώ. Τμήμα του ποσού είναι οι επιδοτήσεις που δίνονται για την αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ωστόσο ένα άλλο τμήμα αφορά τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης που επιβάλλεται στη βενζίνη και το ντίζελ κίνησης.

Όσο ένα τμήμα του συμβατικού στόλου αυτοκινήτων αντικαθίσταται με ηλεκτρικά, το κράτος χάνει και ένα τμήμα του ΕΦΚ που εισέπραττε. Από κάπου πρέπει να αντικατασταθούν αυτά τα έσοδα. Από κάποιο νέο φόρο. Το θέμα έχει συζητηθεί και φυσικά οι όποιες αποφάσεις παραπέμπονται για το απώτερο μέλλον.

Έχει τη σημασία του ότι όλα τα παραπάνω κόστη είναι νέα, δεν έχουν συμπεριληφθεί στο λογαριασμό των περίπου 192 δισ. ευρώ, όσο είχε υπολογίσει το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, (Νοέμβριος 2023), τη πράσινη μετάβαση της Ελλάδας μέχρι το 2030. Το μεγαλύτερο τμήμα του αφορούσε επιδοτήσεις για ηλεκτρικά οχήματα (100 δισ) και αγορά νέων λιγότερο ενεργοβόρων συσκευών (44 δισ), όπως αντλίες θερμότητας και γενικώς αντικατάσταση του παλαιού οικιακού εξοπλισμού με νέο, πιο αποδοτικό.

Την πραγματικότητα αυτή, το γεγονός ότι οι πράσινες πολιτικές χρειάζονται οικονομική στήριξη πολλαπλάσια της σημερινής, ότι η μετάβαση χωρίς ευρεία κοινωνική αποδοχή δεν θα πετύχει, ανέδειξε και ο Γ.Γ. Φυσικού Περιβάλλοντος και Υδάτων, Πέτρος Βαρελίδης που εκπροσώπησε τον υπουργό Θ. Σκυλακάκη στο προχθεσινό Συμβούλιο Υπουργών Περιβάλλοντος «Χρειάζεται να εξηγηθούν καλύτερα και απλούστερα στους πολίτες τα οφέλη των πολιτικών για κλιματική ουδετερότητα για κάθε διαφορετικό κλάδο και όπου υπάρχουν αρνητικές επιπτώσεις να αντιμετωπιστούν με κατάλληλα οικονομικά εργαλεία», όπως είπε. 

Είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα, από τους πιο πιστούς οπαδούς της πράσινης ευρωπαϊκής ατζέντας της Κομισιόν, παίρνει σαφείς αποστάσεις από βασικές ευρωπαϊκές κλιματικές πολιτικές, γεγονός που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο.

Δείχνει μια συνειδητοποίηση, όπως και από άλλες κυβερνήσεις, ότι αυτός ο μαξιμαλισμός της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας σε υψηλούς στόχους και οι τεράστιες δαπάνες στις οποίες πρέπει να υποβληθούν τα νοικοκυριά, μπορεί να γυρίσει μπούμερανγκ. Και να χάσει το Green Deal τη λαϊκή αποδοχή και συναίνεση των ευρωπαίων πολιτών, κατ’ επέκταση να υπονομευτεί ανεπανόρθωτα η προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής.

Τι θα σήμαινε αυτό με τη σειρά του; 

Αν δεν εκλογικευτεί η Ευρώπη στους στόχους που βάζει, αν δεν τραβήξει λίγο το πόδι από το γκάζι, αν δεν σταματήσει να φορτώνει με επιπλέον δισεκατομμύρια τους ευρωπαίους πολίτες, θα πετύχει το αντίθετο από αυτό που προσδοκά.

Από τη μια πλευρά, θα δώσει δίκιο στις ακραίες φωνές ότι η πράσινη μετάβαση είναι ακριβή και επιβλαβής, όπως η ευρωπαϊκή Ακροδεξιά, τα πανιά της οποίας φουντώνουν ενόψει Ευρωεκλογών, από την άλλη, θα κάνει τους μετριοπαθείς πολίτες να απωλέσουν την εμπιστοσύνη τους στο εγχείρημα. Και η σωστή προσπάθεια της ΕΕ να αντιμετωπίσει τη κλιματική αλλαγή, τη μείωση των εκπομπών που έχουν τυλίξει τον πλανήτη θα πάει πίσω. Συνυπολογίζοντας και την ΚΑΠ που απέτυχε παταγωδώς, δημιουργείται ένα εκρηκτικό κοκτέιλ.

Το ένα πρόβλημα είναι αυτό. Ένα δεύτερο είναι ότι ενώ η κλιματική αλλαγή χτυπάει με ακραίο τρόπο, όπως ο Ντάνιελ, η ΕΕ δεν έχει προβλέψει επαρκώς τις ανάγκες χρηματοδότησης που θα προκύψουν. Ενώ δίνουμε πάρα πολλά χρήματα για τη πράσινη μετάβαση, δεν έχουμε προβλέψει αρκετά κονδύλια για αποκαταστάσεις ζημιών από καταστροφές, κάτι που ξέρουμε καλά στην Ελλάδα όταν η κυβέρνηση αιτήθηκε βοήθεια για τη Θεσσαλία.

Τότε είχε γίνει γνωστό ότι το Ταμείο Αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών, που ιδρύθηκε στην ΕΕ το 2022, δεν διέθετε επαρκή κονδύλια, γι’ αυτό και κάλυψε μόλις το 6% των ζημιών που υπέστη η χώρα. Το Ταμείο αυτό είχε σχεδιασθεί για μια άλλη εποχή.

Η Ευρώπη σχεδιάζει για την επόμενη μέρα. Σχεδιάζει για την απολιγνιτοποίηση, την πράσινη μετάβαση, τον εξηλεκτρισμό, τις μπαταρίες αποθήκευσης, το στόλο από ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τα υπεράκτια αιολικά, δηλαδή για το τι θα συμβεί μετά από 5, 10, 15 χρόνια. Ξεχνά ότι η κλιματική κρίση είναι εδώ σήμερα. 

 

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Γιώργου Φιντικάκη, 29/03/2024]

«ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΕΝΗ» ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΕΞΑΓΩΓΕΣ ΟΥΡΑΝΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΖΑΚΣΤΑΝ ΣΤΙΣ ΗΠΑ

Η κορυφαία χώρα εξόρυξης ουρανίου ενισχύει τις εξαγωγές στην Αμερική. Αυξάνονται οι ενεργές συμβάσεις, καθώς και η παγκόσμια ζήτηση του ραδιενεργού μετάλλου. Ωθηση από την κλιματική αλλαγή, αλλά και τις αντι-ρωσικές πολιτικές.

Το Καζακστάν, το μεγαλύτερο «ορυχείο» ουρανίου στον κόσμο, επιχειρεί ενεργώς να ενισχύσει τις εξαγωγές του μετάλλου σε εταιρείες ενέργειας των ΗΠΑ, μεταδίδει το Bloomberg.

Το υπουργείο Ενέργειας της χώρας ανακοίνωσε ότι η συνεργασία στον ενεργειακό τομέα συζητήθηκε σε συνάντηση με τον Αμερικανό γερουσιαστή Στιβ Ντέινς την Τρίτη. Η χώρα έχει ήδη συμβάσεις για την προμήθεια προϊόντων ουρανίου έως το 2032 με εταιρείες όπως η Southern, η Constellation Energy και η Duke Energy, προσθέτει η ανακοίνωση.

Το ενδιαφέρον για το ραδιενεργό μέταλλο έχει αναπτερωθεί εν μέσω όλο και μεγαλύτερης διάστασης ανάμεσα στην προσφορά και την αυξημένη ζήτηση, καθώς κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο στρέφονται στην πυρηνική ενέργεια για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να απαγορεύσουν τις εισαγωγές εμπλουτισμένου ρωσικού ουρανίου – του είδους που χρησιμοποιείται για την τροφοδοσία πυρηνικών αντιδραστήρων και όπλων – αυξάνοντας την απήχηση και ενισχύοντας τις τύχες πιθανών εναλλακτικών προμηθευτών.

 

[ΠΗΓΗ: https://www.euro2day.gr/, 26/3/2024]

ΜΕΓΑΛΗ ΑΥΞΗΣΗ ΣΤΙΣ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Αύξηση 22% καταγράφεται ήδη από τις αρχές του έτους στη μέση τιμή δίκλινου δωματίου σε σύγκριση με πέρσι: από 63 ευρώ που ήταν τον Ιανουάριο του 2023, η μέση τιμή έφτασε φέτος στα 78 ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων. Αντίστοιχα, η πληρότητα στα ξενοδοχεία από 38% που ήταν πέρσι τον Ιανουάριου, κυμάνθηκε φέτος στο 41%.

Η άνοδος της τιμής δείχνει τη δυναμική που καταγράφει και τη φετινή χρονιά ο τουρισμός. Υπενθυμίζεται, σύμφωνα με την ΤτΕ, πως τον Ιανουάριο οι ταξιδιωτικές εισπράξεις αυξήθηκαν κατά 27,1% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023, φτάνοντας στα 278,3 εκατ. ευρώ από 219 εκατ. πέρσι. Παράλληλα, η εισερχόμενη ταξιδιωτική κίνηση διαμορφώθηκε σε 737,3 χιλ. ταξιδιώτες, αυξημένη κατά 16% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023.

Όπως είχε δείξει επίσης η  ετήσια έρευνα του ΙΤΕΠ για λογαριασμό του Ξενοδοχειακού Επιμελητηρίου Ελλάδος για το 2023,  καταγράφεται αύξηση στη μέση πληρότητα των ξενοδοχείων κατά τους μήνες Μάιο  (53% το 2023 από 47% το 2022) και Οκτώβριο (49% το 2023 από 44% το 2022) γεγονός που αποτυπώνει την προοπτική επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου. Το ίδιο συμπέρασμα ενισχύεται και από το γεγονός πως τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο, σημειώνεται αύξηση της μέσης τιμής διάθεσης δίκλινου δωματίου κατά περίπου 11% μεταξύ των ετών 2023 και 2022.

Σύμφωνα επίσης με την έρευνα, σε ετήσια βάση τα μισά δωμάτια του ελληνικού ξενοδοχειακού δυναμικού διατέθηκαν σε τιμή κάτω των 130 ευρώ και δεύτερον, κατά τους μήνες Μάιο και Οκτώβριο η αυξημένη πληρότητα αφορά κυρίως στα ξενοδοχεία των μεγαλύτερων κατηγοριών, ενώ παραμένει χαμηλή για τα ξενοδοχεία ενός ( Μάιος 28%, Οκτώβριος 20%)  και δύο αστέρων ( Μάιος 39%, Οκτώβριος 31%).

Σημειώνεται πως ο τζίρος των ξενοδοχείων το 2023  αυξήθηκε κατά 23% σε σχέση με το 2022 και έφτασε τα 10,5 δισ. ευρώ. Η αύξηση αυτή διαφοροποιείται αισθητά ανάμεσα στα ξενοδοχεία συνεχούς (+9,4%) και εποχικής (+27,4%) λειτουργίας. Την ίδια ώρα, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 12,6%  σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά  και ξεπέρασε τις 208.000 θέσεις εργασίας.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, της Βίκυς Κουρλιμπίνη, 28/3/2024]

Η ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΩΝ ΚΙΝΕΖΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΖΕΙ ΤΙΣ “ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΕΣ” ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ

Η Κίνα ελέγχει το 75% της παγκόσμιας ικανότητας παραγωγής μπαταριών, το 80-90% της διύλισης υλικών και τα μισά ορυχεία που παράγουν σπάνια μέταλλα

Η επέλαση των κινεζικών εταιρειών στην Ευρώπη προβληματίζει τις παραδοσιακές ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες που βλέπουν τα κινέζικα ηλεκτρικά μοντέλα να διεκδικούν μεγάλο μερίδιο αγοράς, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ – ΜΠΕ.

Η ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία βρίσκεται «αντιμέτωπη με μια επίθεση ηλεκτρικών οχημάτων από την Κίνα», ανέφερε πριν λίγες ημέρες ο διευθύνων σύμβουλος της Renault Group Luca de Meo, ο οποίος δημοσίευσε και μία ανοικτή επιστολή που αναγνώρισε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Κίνας σε ολόκληρη την εφοδιαστική αλυσίδα.

«Η Κίνα ελέγχει το 75% της παγκόσμιας ικανότητας παραγωγής μπαταριών, το 80-90% της διύλισης υλικών και τα μισά ορυχεία που παράγουν σπάνια μέταλλα», ανέφερε χαρακτηριστικά και συνέχισε ότι «οι Κινέζοι κατασκευαστές είναι μια γενιά μπροστά από την άποψη της απόδοσης και του κόστους των ηλεκτρικών οχημάτων (αύξηση, χρόνος φόρτισης, δίκτυο φόρτισης κ.λπ.), στο λογισμικό των αυτοκινήτων όπως και στην ταχύτητα ανάπτυξης νέων μοντέλων (μεταξύ 1,5 και 2 ετών έναντι 3 έως 5 χρόνια που αλλάζουν τα μοντέλα στην Ευρώπη).

Επιπλέον, με το κόστος ενέργειας στην Γηραιά Ήπειρο να είναι δύο φορές υψηλότερο από ότι στην Κίνα και το κόστος των μισθών 40% υψηλότερο, ένα αυτοκίνητο που ανήκει στις κατηγορίες Α και Β κοστίζει 6.000 έως 7.000 ευρώ λιγότερο για παραγωγή στην Κίνα από ότι στην Ευρώπη.

«Όσον αφορά τη χρηματοδότηση της βιομηχανίας, η Κίνα πιθανόν χορηγεί ολοένα και μεγαλύτερες επιδοτήσεις στους κατασκευαστές της με ολοένα αυξανόμενο ρυθμό», δήλωσε ο De Meo, ο οποίος ζήτησε τη δημιουργία πράσινων οικονομικών ζωνών σε ολόκληρη την ΕΕ που θα λάβουν περισσότερες επιδοτήσεις και βιομηχανικές επενδύσεις.

Από την άλλη, ο επικεφαλής της Mercedes-Benz, Ola Kallenius ζήτησε από την Ευρώπη να μειώσει τους δασμούς στα EV που εισάγονται από την Κίνα, υποστηρίζοντας ότι ο αυξημένος ανταγωνισμός θα βοηθούσε τις ευρωπαϊκές αυτοκινητοβιομηχανίες να παράγουν καλύτερα αυτοκίνητα μακροπρόθεσμα.

Σε συνέντευξή του στους Financial Times, επισήμανε πως: «δεν πρέπει να αυξηθούν οι δασμοί. Είμαι αντίθετος. Οι επικεφαλής θα πρέπει να πάρουν τα τιμολόγια που έχουμε και να τα μειώσουν», τόνισε.

Πρόσθεσε ότι οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές πρέπει να νικήσουν τους Κινέζους ανταγωνιστές με «καλύτερο προϊόν, καλύτερη τεχνολογία και περισσότερη ευελιξία. Αυτή είναι η οικονομία της αγοράς. Αφήστε τον ανταγωνισμό ελεύθερο».

Τέλος, ο διευθύνων σύμβουλος της Stellantis, Carlos Tavares, πριν λίγες ημέρες είχε επισημάνει ότι η αντιμετώπιση του θέματος μόνο στην Ευρώπη θα ήταν αναποτελεσματική, επειδή οι κατασκευαστές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τους Κινέζους ανταγωνιστές στη Λατινική Αμερική, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία.

 

[ΠΗΓΗ: https://www.metaforespress.gr/, 26/3/2024]

ΤΑ ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Το άλμα κατά 28 θέσεις της Ελλάδας στο επιχειρηματικό περιβάλλον και η αναρρίχηση μας από τη 62η θέση της περιόδου 2014-2018, στη 34η σήμερα μεταξύ 82 χωρών, μας υπενθυμίζει πόσο έχουν αλλάξει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό, οι μεταρρυθμίσεις, οι μειώσεις φόρων και η συνετή δημοσιονομική πορεία των τελευταίων ετών.

Ταυτόχρονα όμως το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας δεν λέει να αλλάξει, που ήταν και το ζητούμενο της έκθεσης Πισσαρίδη του 2020.

Συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση των νοικοκυριών σε ποσοστό 88%, όσο περίπου και πριν από μια δεκαπενταετία, προτού ξεσπάσει η μεγάλη κρίση. Τα στοιχεία για τις επενδύσεις δείχνουν ότι αυξήθηκαν με το ισχνό 4%, στα 27,8 δισ., όταν οι αρχικές προσδοκίες ένα χρόνο πριν, προέβλεπαν αύξηση 15,5%.

Τέτοια αντιφατικά σινιάλα στέλνει συχνά το τελευταίο διάστημα η ελληνική οικονομία. Κάποιες επιχειρήσεις, όχι μόνο του ιδιωτικού τομέα, που έκαναν ανοίγματα εξωστρέφειας τα τελευταία χρόνια, βλέπουν σημαντική αύξηση της αξίας τους, όταν άλλες δυσκολεύονται να χρηματοδοτηθούν.

Την ίδια στιγμή, τα προ ημερών στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που δείχνουν ανάπτυξη 2% για το 2023, ναι μεν είναι κατώτερα των προσδοκιών, ωστόσο ο ρυθμός αυτός είναι τετραπλάσιος από το 0,5% της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Eurostat.

Ταυτόχρονα όμως, στα στοιχεία που ανακοίνωσε πάντα η Eurostat, όσον αφορά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην ΕΕ των 27. Βρισκόμαστε στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ και είμαστε καλύτεροι μόνο από τη Βουλγαρία που έχει 64%.

Και ενώ, ο κατώτατος μισθός που φαίνεται ότι έχει «κλειδώσει» στα 830 ευρώ, (συν 50 ευρώ μεικτά), έχει ήδη αυξηθεί κατά 33% από το 2018, ο μέσος μισθός, ο οποίος είναι και το ζητούμενο δεν έχει ανέβει παρά 16%. Βρίσκεται χαμηλότερα και από το 2009.

Ερωτήματα προκαλεί επίσης το γεγονός ότι ενώ οι επενδύσεις στις κατοικίες τριπλασιάστηκαν την τελευταία πενταετία φτάνοντας πέρυσι στα 3,8 δισ. ευρώ, το μεγάλο μας πρόβλημα παραμένει η παραγωγικότητα. Ο μόνος τρόπος για να αυξηθεί είναι μέσω επενδύσεων σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, όχι σε ακίνητα και κατοικίες.

Σε σχέση με την ΕΕ των 15, η Ελλάδα έχει το 52,5% της παραγωγικότητας (ΑΕΠ ανά ώρα εργασίας σε όρους αγοραστικής δύναμης). Στη πράξη αυτό σημαίνει ότι το απόθεμα κεφαλαίου είναι πολύ χαμηλό και χρειαζόμαστε επενδύσεις για να την αυξήσουμε. Μας ξεπερνάει όλος ο λεγόμενος ευρωπαϊκός Νότος, η Πορτογαλία με 62%, η Ιταλία με 91%, η Ισπανία με 85%.

Ασυμμετρίες που δεν βοηθούν στη σύγκλιση με την Ευρωζώνη, και που για να βελτιωθούν, πρέπει να ισοφαρίσουμε τα μειονεκτήματα του μεγάλου δημόσιου χρέους και του δημογραφικού με μεταρρυθμίσεις, με διαφανείς όρους ανταγωνισμού και με διεύρυνση της βάσης των επενδύσεων.

Από τα στοιχεία όμως των επενδύσεων δεν διαφαίνεται μια σταθερή πορεία προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Δεν προκύπτει από κάπου αυτό που θα ήθελε να δει η Moody’s, μια πιο γρήγορη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας, εννοώντας προφανώς μια αλλαγή της «συνταγής» που θα συνέβαλε στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας και επίσης θα ήταν θετική για την πιστοληπτική ικανότητα της χώρας.

Παράλληλα όμως με τα παραπάνω, το κλίμα συνεχίζει να κινείται με ευνοϊκότερους ρυθμούς από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Η χώρα εξακολουθεί να αποτελεί μια από τις έξι χώρες στην ΕΕ με τις καλύτερες επιδόσεις όσον αφορά την απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και η ελληνική οικονομία συνεχίζει να βρίσκεται σε θετικότερο κύκλο.

Τα δύο αυτά πρόσωπα της οικονομίας είναι πάντα εδώ και ναι μεν οι τάσεις σύγκλισης είναι σαφείς, όμως μεγάλη είναι και η απόσταση που μένει να καλυφθεί.

Το βάρος του δημόσιου χρέους, το δημογραφικό και η εξάρτηση από τις εξελίξεις στην ΕΕ, που κινείται σε κατάσταση ήπιας ύφεσης είναι πάντα οι μεγάλοι κίνδυνοι και για να τους ξεπεράσουμε, οι οικονομολόγοι λένε ότι θα πρέπει να «τρέχουμε» ως οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης περίπου διπλάσιο απ’ ότι την προηγούμενη δεκαετία.

Δίχως συνέχιση των μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιθανό η σημερινή θετική πορεία να εξασθενίσει, είτε λόγω εξωτερικών παραγόντων, είτε επειδή θα εξαντλούνται και οι επιπτώσεις των λόγων που η Ελλάδα αναπτύσσεται με 2%.

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Γιώργου Φιντικάκη, 26/03/2024]