Ελλείψεις στις αγορές από τα αντίποινα της Κίνας στις αμερικανικές απαγορεύσεις
Ο εμπορικός και τεχνολογικός πόλεμος ανάμεσα στις δύο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου έχει ήδη τίμημα και όλα δείχνουν ότι αυτό μπορεί να γίνει πολύ βαρύτερο. Τα αντίποινα του Πεκίνου στην απαγόρευση που έχει επιβάλει η Ουάσιγκτον στις εξαγωγές μικροεπεξεργαστών, υλικού και τεχνολογίας μικροεπεξεργαστών, εγκυμονούν τον κίνδυνο να παρουσιαστεί μείζον πρόβλημα στην εφοδιαστική αλυσίδα των δυτικών οικονομιών.
Ο λόγος για τους περιορισμούς στις εξαγωγές μετάλλων αναγκαίων για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών, όπως το γερμάνιο και το γάλλιο, που χρησιμοποιούνται και στα εξαρτήματα στρατιωτικού και επικοινωνιακού εξοπλισμού, αλλά και στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών προηγμένης τεχνολογίας, προϊόντων οπτικών ινών και γυαλιών νυχτερινής όρασης.
Από τη στιγμή που επέβαλε τους περιορισμούς το Πεκίνο, έχουν ήδη παρουσιαστεί ελλείψεις στις δυτικές αγορές και οι τιμές των συγκεκριμένων μετάλλων εκτοξεύθηκαν μέσα στον περασμένο χρόνο.
Σύμφωνα με την εταιρεία δεδομένων Argus, η τιμή του γερμανίου έχει σημειώσει άλμα 52% από τις αρχές Ιουνίου φτάνοντας τα 2.280 δολ. το κιλό στην Κίνα.
Σχετικό δημοσίευμα των Financial Times τονίζει πως όταν επέβαλε τους περιορισμούς στις εξαγωγές αυτών των στρατηγικής σημασίας μετάλλων, το Πεκίνο επικαλέστηκε «λόγους εθνικής ασφαλείας και εθνικού συμφέροντος». Ετσι, για την εξαγωγή γερμανίου ή γαλλίου, ο ενδιαφερόμενος εξαγωγέας πρέπει να υποβάλει σχετική αίτηση για έγκριση η οποία διεκπεραιώνεται σε διάστημα από 30 έως 80 ημέρες. Επικρατεί, έτσι, αβεβαιότητα όταν πρόκειται για μακροπρόθεσμα συμβόλαια. Όπως επισημαίνει η αμερικανική Γεωλογική Επιθεώρηση, οι περιορισμοί έχουν καταστήσει σαφή την κυριαρχία του ασιατικού οικονομικού γίγαντα στην παγκόσμια παραγωγή γαλλίου και στο 60% της παραγωγής γερμανίου. Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, αναλυτές της αγοράς που προτίμησαν την ανωνυμία εξέφρασαν την εκτίμηση πως η κατάσταση είναι σοβαρή, καθώς «όλοι εξαρτιόμαστε από τους Κινέζους» γι’ αυτά τα μέταλλα. Όπως τονίζουν, άλλωστε, οι περιορισμοί αυτοί καθιστούν σαφές πως ο Κινέζος πρόεδρος Σι Τζιπίνγκ και η περί αυτόν εξουσία του Πεκίνου είναι αποφασισμένοι να πλήξουν τα οικονομικά συμφέροντα των Δυτικών, προκειμένου να ανταποδώσουν τα δέοντα στο πλήγμα που δέχεται η Κίνα χάνοντας την πρόσβαση στους μικροεπεξεργαστές υψηλής τεχνολογίας.
Πηγές από βιομηχανίες που έχουν ήδη πληγεί επισημαίνουν μάλιστα πως ενώ συνεχίζονται οι παραδόσεις κινεζικού γαλλίου και ορισμένες σε μεγάλες ποσότητες, συνολικά οι εξαγωγές του μετάλλου έχουν μειωθεί περίπου κατά το ήμισυ από τη στιγμή που τέθηκαν σε ισχύ οι περιορισμοί. Όπως υπογραμμίζουν οι ίδιες πηγές, «αν η Κίνα μειώσει τις εξαγωγές γαλλίου όπως έκανε το πρώτο εξάμηνο του έτους, θα εξαντληθούν τα αποθέματά μας και θα σημειωθούν σοβαρές ελλείψεις». Χαρακτηριστική είναι η δήλωση του Ιαν Γκίζε, υψηλόβαθμου στελέχους της βιομηχανίας μετάλλων Tradium της Φρανκφούρτης, ότι το γάλλιο και το γερμάνιο που κατόρθωσε να διασφαλίσει η εταιρεία του με τη νέα πολιτική της Κίνας δεν είναι παρά «μόνον ένα μικρό τμήμα της ποσότητας που αγοράζαμε στο παρελθόν». Όπως τονίζει ο ίδιος, αυτοί οι περιορισμοί στις εξαγωγές «προκαλούν περαιτέρω πίεση στα πάντα εκτός Κίνας και προσθέτουν ένα επιπλέον επίπεδο περιπλοκότητας σε αγορέ που είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολες».
Έχει, άλλωστε, προηγηθεί προ ημερών η απόφαση του Πεκίνου να επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές αντιμονίου, μετάλλου που χρησιμοποιείται στους εξοπλισμούς, στα γυαλιά νυχτερινής όρασης και στα οπτικά ακριβείας. Έχει επίσης προηγηθεί η απόφαση της Κίνας να περιορίσει τις εξαγωγές γραφίτη και τεχνολογίας αναγκαίας για την εξόρυξη και τον διαχωρισμό των σπάνιων γαιών από άλλα υλικά.
[ΠΗΓΗ: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 28/8/2024]