Ο χαλκός υπήρξε ιστορικά η μοναδική σημαντική ορυκτή πρώτη ύλη της Κύπρου. Γνωρίζουμε ότι κάποτε η αφθονία του μετάλλου εξασφάλιζε τη φήμη και τον πλούτο του νησιού για χιλιετίες. Ο Δημήτριος Κ. Κωνσταντινίδης, Διδάκτωρ Οικονομικής Γεωλογίας, παρουσιάζει το διαχρονικό ρόλο του χαλκού στην ιστορία της Κυπριακής βιομηχανίας.
Ο χαλκός ήταν το πρώτο μέταλλο που χρησιμοποίησαν οι άνθρωποι για να κατασκευάσουν όπλα, εργαλεία και κοσμήματα – μια εξέλιξη που σηματοδότησε το τέλος της Λίθινης Εποχής. Ακόμη και τότε, η Κύπρος προμήθευε τις προηγμένες χώρες της Ευρώπης με χαλκό σε τόσο μεγάλες ποσότητες, με αποτέλεσμα το κόκκινο μεταλλο να πάρει το όνομα του νησιού.
Πρόκειται για το λατινικό «Aes Cyprium» («μέταλλο από την Κύπρο»), το οποίο σταδιακά συντμήθηκε σε «cuprum», που αποτελεί τη ρίζα του «χαλκού» στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, κτλ. Όταν οι άνθρωποι ανακάλυψαν, γύρω στο 3300 π.Χ., τον ορείχαλκο – αναμειγνύοντας το χαλκό με μικρή ποσότητα κασσίτερου – αυτό βελτίωσε σημαντικά τις ιδιότητες του υλικού που πολύ αργότερα αποτέλεσε ένα από τα πιο σημαντικά βάθρα της Βιομηχανικής Επανάστασης.
Η εξόρυξη χαλκού στην Κύπρο έφτασε σε βιομηχανική κλίμακα γύρω στο 2300 π.Χ. Οι Κύπριοι εκμεταλλεύονταν τα φαινομενικά ανεξάντλητα κοιτάσματα του στις παρυφές της οροσειράς του Τροόδους σε υπόγεια και υπαίθρια μεταλλεία. Το μετάλλευμα στελνόταν σε όλους τους τότε σημαίνοντες λαούς της Μεσογείου. Το εμπόριο αυτό ήταν τόσο επικερδές που οι μεγάλες δυνάμεις της αρχαιότητας πάσχιζαν συνεχώς για την επικυριαρχία της Κύπρου. Για αυτό και το νησί γνώρισε τόσους κατακτητές (και εκμεταλλευτές). Αρχαιολογικά ευρήματα που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω είναι οι αρχαίες στοές, οι «χελώνες» χαλκού, τα καμίνια, διάφορα εργαλεία, κεραμικά ακροφύσια, χάλκινες μορφές θεών και άλλα.
Η μαζική παραγωγή του «κόκκινου μετάλλου» συνεχίστηκε ακόμη και όταν μια πιο κοινή ορυκτή πρώτη ύλη -ο σίδηρος- έγινε γνωστή γύρω στο 1200 π.Χ., σηματοδοτώντας την ομώνυμη Εποχή του Σιδήρου. Ο χαλκός εξακολουθούσε αναμφίβολα να είναι απαραίτητος για την κατασκευή πανοπλιών, γλυπτών, εργαλείων, κρουνών, αλλά ακόμη και στεγών.
Τότε τα δάση της Κύπρου κόπηκαν για να χρησιμοποιηθούν για την κατεργασία (λιώσιμο) του χαλκού. Έτσι, γύρω από τα ορυχεία της Ταμασού, των Σόλων και της Σκουριώτισσας συσσωρεύτηκαν τεράστιοι σωροί σκωρίας που μπορεί κανείς να δει ακόμη και σήμερα στο Γεωλογικό Πάρκο του Τροόδους. Η ζήτηση χαλκού άρχισε να καταρρέει γύρω στο 400 μ.Χ. με την παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Μεσαίωνας και σύγχρονη εποχή
Παρόλο που το νησί χρησίμευσε ως βάση για μια σειρά από ναυτικές δυνάμεις, κατά το Μεσαίωνα έπεσε στην αφάνεια και γνώρισε τη ένδεια. Η ναυπηγική βιομηχανία παρέμεινε ασήμαντη, πιθανότατα λόγω της έλλειψης ξύλου. Ωστόσο, για ένα διάστημα, η Κύπρος επωφελήθηκε από το εμπόριο αλατιού, το οποίο παρήγαγαν οι λίμνες γύρω από τη Λάρνακα. Επιπλέον η εξαγωγή ζάχαρης, που παρασκευαζόταν από ζαχαροκάλαμο και αναφερόταν ως «γλυκό αλάτι», απέκτησε δυναμική τον 14ο αιώνα.
Αλλά μέχρι το τέλος του 16ου αιώνα, τα κέντρα παραγωγής στα Κούκλια, το Κολόσσι και την Επισκοπή δεν μπορούσαν πλέον να αντέξουν τον ανταγωνισμό από το Νέο Κόσμο. Όταν η Μεγάλη Βρετανία απέκτησε τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κύπρου το 1878 έδωσε μια ουσιαστική οικονομική ώθηση. Στα λιμάνια, η βρετανική κυβέρνηση κατασκεύασε τις πρώτες στέρεες αποβάθρες, ενώ το 1905 δημιουργήθηκε μια σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Αμμοχώστου και Ευρύχου, που βρισκόταν στη βορειοδυτική μεταλλευτική περιοχή. Επίσης ιδρύθηκαν ατμοπλοϊκές εταιρείες και εργοστάσια για αγροτικά προϊόντα, π.χ. για ελαιόλαδο, κρασί και καπνό.
Η νέα μεταλλευτική βιομηχανία
Οι ερευνητικές δραστηριότητες ξεκίνησαν στην περιοχή της Λίμνης (επαρχία Πάφου), όπου το 1908 ανακαλύφθηκε ένα κοίτασμα απλά και μόνο από την ιχνηλασία αρχαίων στοών. Τα αποθέματα εκτιμήθηκαν σε περίπου 3,5 εκατομμύρια τόνους με μέση περιεκτικότητα 1,1% Cu. Η εκμετάλλευση άρχισε το 1937. Το 1914 ανακαλύφθηκε το κοίτασμα της Σκουριώτισσας με απόθεμα 6 εκατομμυρίων τόνων και μέση περιεκτικότητα 2,5% Cu. Η εξόρυξη του άρχισε το 1920 από την Κυπριακή Εταιρεία Μεταλλείων αμερικανικών συμφερόντων.
Επίσης, το 1919 η Εταιρεία ανακάλυψε το μεγαλύτερο και πλουσιότερο κοίτασμα που βρέθηκε ποτέ στην Κύπρο, το Μαυροβούνι. Τα αποθέματα του εκτιμήθηκαν σε 17 εκατομμύρια τόνους με μέση περιεκτικότητα σε Cu 4,5%. Μετά από αυτούς τους εντοπισμούς, η Κύπρος προσέλκυσε το ενδιαφέρον και άλλων μεταλλευτικών εταιρειών. Έτσι, στη συνέχεια ανακαλύφθηκαν κοιτάσματα στις περιοχές Σια-Μαθιάτη και Καλαβασού, τα οποία αργότερα εκμεταλλεύτηκε η Ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία (ΕΜΕ).
Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης του 1931, η εξορυκτική βιομηχανία αντιμετώπισε δυσκολίες που την έστρεψαν στην εξερεύνηση και εξόρυξη χρυσού και αργύρου. Μεταξύ 1934 και 1944, παρήχθησαν 5.500 κιλά χρυσού και 3.000 κιλά αργύρου. Η εξορυκτική βιομηχανία έφτασε στο απόγειο της μετά το 1950, ύστερα από τη μηχανοποίηση της και τη διάνοιξη επιφανειακών ορυχείων. Η περίοδος μεταξύ 1950 και 1970 αντιπροσωπεύει τη «χρυσή εποχή» της σύγχρονης εξορυκτικής βιομηχανίας, με τις εξαγωγές ορυκτών πρώτων υλών να φτάνουν περίπου στο 50% των συνολικών εξαγωγών του νησιού. Αργότερα, η πτώση των τιμών των μετάλλων, η εξάντληση των γνωστών κοιτασμάτων και ο μη εντοπισμός νέων συγκεντρώσεων μεταλλευμάτων οδήγησαν στη σταδιακή παρακμή της εξορυκτικής βιομηχανίας, ενώ η τουρκική εισβολή στην Κύπρο – το 1974 – επέφερε το τελευταίο κτύπημα στον κλάδο.
Μια νέα προσπάθεια
Παρόλα αυτά, το 1996 άρχισε να εξορύσσεται το κοίτασμα Φοίνιξ και για πρώτη φορά, μετά την αρχαιότητα, έγινε παραγωγή μεταλλικού χαλκού στην Κύπρο με τη μέθοδο της βιο-εκχύλισης και υδρομεταλλουργίας. Με τη μέθοδο αυτή, το μετάλλευμα καταβρέχεται σε σωρούς με όξινο διάλυμα πλούσιο σε βακτηρίδια. Στη συνέχεια τυγχάνει επεξεργασίας σε μονάδα εκχύλισης. Η διαδικασία ολοκληρώνεται με ηλεκτρόλυση του διαλύματος με αποτέλεσμα την παραγωγή μεταλλικού χαλκού σπάνιας καθαρότητας 99,999%.
Η συνολική παραγωγή χαλκού για την περίοδο 1996-2019 ανήλθε σε 66.347 τόνους. Η παραγωγή στο Φοίνικα ολοκληρώθηκε το 2019, λόγω εξάντλησης των εκεί αποθεμάτων. Η επόμενη χαλκούχα και οικονομικά εκμεταλλεύσιμη συγκέντρωση από την οποία αναμένεται να εξαχθεί το κόκκινο μέταλλο είναι αυτή του Απλικίου.
Η κοιτασματολογική γνώση για τα πιθανά και δυνατά μεταλλεύματα χαλκού της Κύπρου καταγράφεται εμφαντικά στην εκτενή γεωεπιστημονική βάση δεδομένων της εταιρείας Venus Minerals Ltd που καλύπτει ολόκληρο το νησί. Πέραν τούτου, η ύπαρξη αναξιοποίητων αποθεμάτων χαλκού και χρυσού επιβεβαιώθηκε με τις γεωτρήσεις της εν λόγω εταιρείας στην τοποθεσία Κοκκινόγια, όπου εντοπίσθηκαν τρεις νέες μεταλλοφόρες ζώνες.
Με σημαντικό αποθεματικό δυναμικό, η Κύπρος θα μπορούσε να επωφεληθεί από την παγκόσμια αύξηση της ζήτησης για χαλκό, προωθώντας και διευκολύνοντας νέα έργα στον τομέα των πρώτων υλών. Άλλες ποσότητες του μετάλλου μπορούν επίσης να εξαχθούν από μεταλλευτικά απόβλητα που έχουν συσσωρευθεί σε ολόκληρη την έκταση του νησιού. Το Τμήμα Γεωλογικής Επισκόπησης έχει εντοπίσει τουλάχιστον 11 τοποθεσίες, όπου τεχνολογίες αιχμής θα μπορούσαν να επιτρέψουν την οικονομική ανάκτηση μετάλλων και την αποκατάσταση των συγκεκριμένων περιοχών, στη βάση σύγχρονων προτύπων.
Εν κατακλείδι, η Κύπρος έχει μια τεράστια ευκαιρία να επωφεληθεί από τις μεγάλες ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς σε χαλκό και την άνοδο της τιμής του. Εξορύσσοντας τα πιθανά και δυνατά αποθέματά της, μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της πράσινης ενέργειας, αλλά και να προσθέσει αξία στη δική της οικονομία. Εξάλλου, η αποκατάσταση περιοχών που επηρεάστηκαν από την ιστορική μεταλλευτική δραστηριότητα θα οδηγήσει, εκτός των άλλων, και στη δυνατότητα επαναχρησιμοποίησης των εδαφών για καλλιέργειες, αναψυχή, βιομηχανική και αστική ανάπλαση ή/και εγκατάσταση ηλιακών αιολικών πάρκων.
[Φωτό: Χάλκινο αγαλματίδιο του Θεού-Προστάτη των «χελώνων» Cu (ύστερη Εποχή του Χαλκού) (Εθνικό Μουσείο Κύπρου, Λευκωσία)]
[ΠΗΓΗ: https://rawmathub.gr/, 20/2/2024]