Τα νούμερα δείχνουν ανθεκτικότητα. Τρίτος ταχύτερος ο ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (2,7%, β’ τρίμηνο), επενδύσεις ρεκόρ το 2022 με συνέχιση φέτος της αυξητικής τάσης, πρωτογενή πλεονάσματα 1,1% του ΑΕΠ και κόστος δανεισμού χαμηλότερο της Ιταλίας, η οποία τα επόμενα χρόνια θα φτάσει να έχει υψηλότερο χρέος από εμάς. Τα επιτόκια των ιταλικών ομολόγων σκαρφάλωσαν προ ημερών στο 5%, θυμίζοντας μας πόσο ευαίσθητες είναι οι αγορές στο παραμικρό κραδασμό και πώς η ευαισθησία τους εντείνεται όταν μυρίζονται τον κίνδυνο. Η πρόσληψη της αδυναμίας είναι κακό πράγμα, ξυπνά επιθετικά ένστικτα. Και το μέγεθος της Ιταλίας είναι τεράστιο, δεν είναι μέγεθος Ελλάδας για να προκαλέσει «μικρό ταρακούνημα».
Τι βλέπουν λοιπόν οι διεθνείς επενδυτές στην Ελλάδα; Την θετική πρώτα απ’ όλα απεικόνιση μιας οικονομίας που κάνει μεταρρυθμίσεις, έχει καταφέρει τη μεγαλύτερη μείωση δημοσίου χρέους παγκοσμίως, με τη χαμηλότερη ανεργία των τελευταίων 15 ετών, με ρεκόρ εξαγωγών πέρυσι στο 49% του ΑΕΠ (μαζί με τα έσοδα από τον τουρισμό) και γενικά τις θυσίες και τους κόπους της τελευταίας δεκαετίας, να πιάνουν τόπο, έστω με μεγάλη καθυστέρηση. Μια οικονομία δεμένη σε ισχυρό νόμισμα, με πολλά ακόμη υποτιμημένα περιουσιακά στοιχεία, με υπερπροσφορά φθηνού καταρτισμένου δυναμικού, ακόμη και overqualified σε κάποιες περιπτώσεις. Μια οικονομία που κραυγάζει για επενδυτικές ευκαιρίες. Αυτή είναι η θετική εικόνα.
Κι όμως, η ανταπόκριση των επενδυτών, παρ’ ότι ενθαρρυντική, δεν έχει ακόμη την ένταση που θα άρμοζε σε μια οικονομία που πηγαίνει τόσο καλά. Το επενδυτικό κενό παραμένει μεγάλο. Ακαθάριστες επενδύσεις 22% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, μόνο 13,7% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, όπως σημείωσε χθες η οικονομολόγος Μιράντα Ξαφά (Centre for International Governance Innovation) στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι προ κρίσης και μνημονίων ήμασταν στο 24% του ΑΕΠ. Ναι, υπάρχει κινητικότητα, γίνονται deals, αλλά και πάλι δεν αρκούν. Απουσιάζουν επενδύσεις στην παραγωγή. Δεν συγκλίνει κανείς έτσι με την Ευρωζώνη. «Διότι οι επενδύσεις που γίνονται είναι όσες και οι αποσβέσεις. Κάτι που σημαίνει ότι είναι σχεδόν μηδενικές. Και αυτό είναι απομεινάρι της κρίσης», εξήγησε από πλευράς του ο πρόεδρος του ΔΣ της Eurobank Γιώργος Ζανιάς. Και θα χρειαστεί προσπάθεια και χρόνος για να ξεπεράσουμε την αρνητική φήμη του ανθρωποδιώκτη των επενδύσεων που αποκτήσαμε ειδικά στα χρόνια του 3ου Μνημονίου.
Τι άλλο βλέπουν όσοι παρατηρούν την Ελλάδα; Μια χώρα που απέκτησε ξανά «investment grade» αλλά απέχει πέντε βαθμίδες από το «Α+» που είχε το 2008, με σταδιακή αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τράπεζες αλλά και με εκτεταμένη παραοικονομία που ξεπερνάει τα 40 δισ. ευρώ και πολύ υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής στους ελεύθερους επαγγελματίες, εξ ου και η μεταρρύθμιση Χατζηδάκη. Μια οικονομία όπου λόγω των παραπάνω δεν είναι σίγουρο πόσα από τα επιδόματα που δίνει και τις φοροαπαλλαγές καταλήγουν στους πραγματικά ευάλωτους. Με δημοσιονομική πειθαρχία, πολιτικές στήριξης της επιχειρηματικότητας, αλλά με καθυστερήσεις στην απονομή Δικαιοσύνης, στο Κτηματολόγιο όπου 29 χρόνια μετά την έναρξή του, το 1995, ακόμη συζητάμε για τους τίτλους ιδιοκτησίας και χαμηλή συμμετοχή των νέων και των γυναικών στην αγορά εργασίας. Με καθυστερήσεις γενικώς στην αποτελεσματικότητα του Κράτους, όπως είπε στο ίδιο συνέδριο ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Γ. Στουρνάρας, καλώντας τη κυβέρνηση να ρίξει εκεί όλες τις δυνάμεις της.
Επομένως; Μεταρρυθμίσεις τώρα. «Μετράμε μήνες, γιατί όσες επώδυνες μεταρρυθμίσεις είναι να γίνουν πρέπει να γίνουν τους επόμενους 12-18 μήνες. Στο δεύτερο μισό μιας κυβερνητική θητείας μετρούν οι δημοσκοπήσεις», είπε χαρακτηριστικά ο Ευάγγελος Μυτιληναίος. Μάχη με την φοροδιαφυγή και τους επαγγελματίες που πληρώνουν φόρο 867 ευρώ έναντι 1.160 ευρώ του μέσου μισθωτού και στο τέλος του δρόμου χαμηλότεροι συντελεστές φόρων, όπως δεσμεύεται ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, Κωστής Χατζηδάκης.
Έπειτα είναι η ακόμη μεγαλύτερη εικόνα. Η αύξηση φέτος της απασχόλησης δεν μπορεί να κρύψει το πρόβλημα, το οποίο επιτείνει η ταχεία γήρανση του πληθυσμού. Μελέτες προβλέπουν ότι το εργατικό δυναμικό της Ελλάδας θα συρρικνωθεί κατά 30% μέχρι το 2060, έναντι 10% της Ευρωζώνης. Εκτός αν κάνουμε κάτι για αυτό. Είναι επίσης οι τεράστιες ασυμμετρίες μας στο σύστημα εκπαίδευση – παραγωγή – καινοτομία.
Την ίδια στιγμή που αυξάνεται η προσέλκυση Κέντρων Καινοτομίας μεγάλων κολοσσών στην Ελλάδα (Pfizer, Cisco, Microsoft), οι δαπάνες στην έρευνα και καινοτομία από τις ελληνικές επιχειρήσεις είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Μόλις 2,6 δισ. ευρώ τα ποσά στην Ελλάδα το 2022, έναντι 15 δισ. στο Βέλγιο και 12 δισ. στην Αυστρία, χώρες ανάλογου πληθυσμού. Ενώ το 44% του πληθυσμού 25-34 ετών είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά υπερκατάρτισης στον ΟΟΣΑ), έχουμε πολύ χαμηλή προσφορά σε soft skills. Και πέρα από τη σωστή κριτική για τις χαμηλές δεξιότητες που δίνουν τα ελληνικά πανεπιστήμια στους αποφοίτους τους, ένα ερώτημα είναι πόσο έτοιμες είναι και οι ελληνικές επιχειρήσεις να αφομοιώσουν την ποιοτική γνώση όταν τη βρίσκουν. Ακόμη και όταν η μέση ελληνική επιχείρηση, που είναι Οικογενειακή – δηλαδή η εταιρική κουλτούρα περιστρέφεται αποκλειστικά γύρω από έναν, τον Ιδρυτή – βρίσκει κάποιον εργαζόμενο – λαχείο, με πολύ καλές δεξιότητες, μπορεί αυτός να είναι overqualified. Υπερ καταρτισμένος για τα δεδομένα της, και να μην της κάνει, αφού θα πρέπει να τον πληρώσει περισσότερο, όπως είπε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Γιάννης Καλογήρου.
Ασυμμετρίες που δεν βοηθούν στη σύγκλιση με την Ευρωζώνη. Το κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά μετά το 2020 και βρίσκεται στα 22.000 ευρώ, αλλά το ίδιο έχει αυξηθεί και ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη, όπου είναι στα 42.800 ευρώ. Απόκλιση 51,4%. Δεν αρκεί ότι η οικονομία τα πηγαίνει καλά, χρειάζεται να τρέξουμε πιο γρήγορα από τους άλλους, να τους ξεπερνάμε σε επιδόσεις, να πρωταγωνιστούμε εκεί όπου έχουμε συγκριτικά πλεονεκτήματα, όπως για παράδειγμα σε τομείς της πράσινης μετάβασης που προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες για μια χώρα σαν την Ελλάδα, ακόμη ανεκμετάλλευτες.
Οι μεταρρυθμίσεις είναι η μόνη ελπίδα για να μπορέσουμε να υπερκεράσουμε αρνητικές τάσεις από το εξωτερικό και δομικές παθογένειες. Όπως και το να ξεμπερδέψουμε οριστικά με ζημιογόνες κρατικές επιχειρήσεις που απομυζούν πολύτιμους πόρους, οι οποίοι μπορούν να χρησιμοποιηθούν αλλού, πιο παραγωγικά, όπως για παράδειγμα η ΛΑΡΚΟ, την οποία συνεχίζουμε να πληρώνουμε, άγνωστο για πόσο, όπως μας θύμισε χθες η κα Μιράντα Ξαφά. Και αυτό, καθώς εις εκ των διεκδικητών του διαγωνισμού ιδιωτικοποίησης προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικράτειας, ζητώντας το πάγωμα κάθε διαδικασίας, το οποίο στην καλύτερη των περιπτώσεων, εκτιμάται ότι θα καταλήξει σε απόφαση μέσα στους δύο πρώτους μήνες του 2024. Ως τότε θα «σέρνεται» ο διαγωνισμός της Ειδικής Διαχείρισης, με άγνωστη κατάληξη, άρα οι φορολογούμενοι θα συνεχίζουν να πληρώνουν τη λειτουργία της ΛΑΡΚΟ.
Τελικά, το αν θα επικρατήσει η θετική ή η αρνητική ανάγνωση της ελληνικής οικονομίας θα εξαρτηθεί από την πρακτική της κυβέρνησης και τη δέσμευση της στις μεταρρυθμίσεις. Από την υλοποίηση των προτάσεων της περίφημης έκθεσης Πισσαρίδη του Νοεμβρίου του 2020. Κάποιες έχουν υιοθετηθεί, άλλες ακόμη όχι. Η εφαρμογή τους θα κρίνει κατά πόσο η οικονομία θα μπορεί στο μέλλον να χρηματοδοτείται φθηνότερα, προς όφελος της ανάπτυξης, της εργασίας και της ευημερίας.
[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Γιώργου Φιντικάκη, 08/11/2023]