ΑΣ ΜΗ ΜΑΣ ΞΕΓΕΛΑ Η ΘΕΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η ελληνική οικονομία, κατέγραψε πέρυσι υψηλή μεγέθυνση, περί το 6%, για δεύτερη συνεχή χρονιά, που έσβησε τη μεγάλη ύφεση που προηγήθηκε λόγω της πανδημίας. Για φέτος, αναμένεται σημαντική επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης, αλλά πως αυτός θα παραμείνει υψηλότερος από τον μέσο όρο της Ευρώπης, άνω του 2% ενώ και ο πληθωρισμός θα μειωθεί προς το 4%.  

Σειρά παραγόντων στηρίζουν την τρέχουσα μεγέθυνση. 

  • Πρώτον, η ισχυρή ανάκαμψη της κατανάλωσης, που ενδυναμώθηκε από τα μέτρα στήριξης των νοικοκυριών αλλά κυρίως εκφράζει συσσωρευμένη αντίδραση μετά τους περιορισμούς της πανδημίας. Εκτός από την αναβαλλόμενη κατανάλωση και την αποταμίευση που είχε τότε προκληθεί, φαίνεται πως έχει αυξηθεί και η ροπή πολλών νοικοκυριών προς κατανάλωση.
  • Δεύτερον, παρόμοιες τάσεις για κατανάλωση υπάρχουν και σε άλλες οικονομίες και, έτσι, η ισχυρή δυναμική του εισερχόμενου τουρισμού κατά την περσινή χρονιά φαίνεται πως συνεχίζεται και φέτος. 
  • Τρίτον, η ενεργοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης ευνοεί την οικονομία τόσο με τη διοχέτευση ρευστότητας σε διάφορους τομείς με σχετικά ευνοϊκούς όρους χρηματοδότησης, όσο και μέσω μεταρρυθμίσεων που έχουν τεθεί ως συνθήκη αλλά κυρίως με την εμπέδωση συνθηκών σταθερότητας.
  • Τέταρτον, μεγάλο μέρος του ελληνικού δημοσίου χρέους δεν επηρεάζεται από την απότομη άνοδο των επιτοκίων, καθώς είναι μακροπρόθεσμο και με σταθερά επιτόκια. Αντίθετα, βραχυχρόνια ο πληθωρισμός δημιουργεί ευχέρεια κινήσεων στο δημόσιο ταμείο και μειώνει την ονομαστική επίπτωση του χρέους, χωρίς να παραγνωρίζεται η διαβρωτική επίδρασή του μεσοπρόθεσμα.

Υπάρχουν επίσης τάσεις που μπορεί να αποδειχθούν σημαντικές για τη διατήρηση της μεγέθυνσης στη συνέχεια. Καταγράφεται σταδιακή αύξηση στις εξαγωγές αγαθών, η οποία αφορά ένα σημαντικό εύρος κλάδων και εξαγωγικών προορισμών. Επίσης, θετική εξέλιξη υπάρχει στον βαθμό στον οποίο η ελληνική οικονομία είναι ανοικτή, όπως ορίζεται από το άθροισμα εξαγωγών και εισαγωγών ως ποσοστό του εγχώριου προϊόντος. Παρά τη μεγάλη και ανησυχητική αύξηση των εισαγωγών, συνολικά μια περισσότερο ανοικτή οικονομία ενσωματώνει πιο εύκολα καινοτομία και νέες τεχνολογίες και αυξάνεται η ανταγωνιστικότητά της. 

Όλες αυτές, όμως, οι θετικές τάσεις δεν πρέπει να ξεγελούν. Η οικονομία μας εξακολουθεί να είναι ασθενέστερη από τις περισσότερες ευρωπαϊκές και συγκρίνεται από χαμηλότερη βάση. Στην άμεση συνέχεια, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις που προέρχονται τόσο από το διεθνές περιβάλλον όσο και από εγγενή χαρακτηριστικά της. Άλλωστε, η μεγέθυνση της οικονομίας έχει συνοδευθεί με επιστροφή σε δίδυμα ελλείμματα, δημοσιονομικά και εξωτερικού ισοζυγίου, των οποίων η εξισορρόπηση είναι κρίσιμο να λάβει χώρα νωρίτερα παρά αργότερα.

Η πιο επικίνδυνη αλλαγή προέρχεται από την παγκόσμια οικονομία, όπου την περίοδο στην οποία οι κεντρικές τράπεζες διοχέτευαν εκτεταμένη ρευστότητα, με αποτέλεσμα εξαιρετικά χαμηλό κόστος χρήματος, έχει διαδεχθεί έντονη ανησυχία για τον επίμονο πληθωρισμό και συνεχιζόμενη αύξηση των επιτοκίων. Αυτή μειώνει τους ρυθμούς μεγέθυνσης και δυσχεραίνει την αναχρηματοδότηση σε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και κράτη. Φυσικά, η ενεργειακή κρίση δεν έχει κλείσει τον κύκλο της, ενώ συνεχίζεται ο πόλεμος μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία. Στο επόμενο διάστημα, όσοι έχουν εκτεθεί σε υψηλού ύψους δανεισμό θα αντιμετωπίσουν πιέσεις, εάν είναι οργανικά αδύναμοι. Στην προηγούμενη περίοδο, ανάλογα προβλήματα καλύπτονταν από την ευρεία ρευστότητα. Πλέον, το χρήμα είναι ακριβότερο και πιο εκλεκτικό. 

Οι εξωτερικές πιέσεις αναπόφευκτα θα επηρεάσουν και τη δική μας οικονομία, φέρνοντας στην επιφάνεια στοιχεία διαχρονικής υστέρησης όπως στις εξαγωγές υψηλής αξίας και στις παραγωγικές επενδύσεις. Το αν θα διατηρηθεί η δυναμική μεγέθυνσης θα εξαρτηθεί κρίσιμα από την οικονομική πολιτική που θα εφαρμοστεί. Εάν η οικονομία αφεθεί στην τύχη της και θεωρηθεί πως η πρόοδός της μπορεί να είναι αυτόματη, η πορεία της θα είναι εύθραυστη. Κατά την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, η οικονομία είχε κινηθεί θετικά αλλά εκκινώντας από χαμηλή βάση και πολλούς περιορισμούς, ενώ είχε θετικό διεθνές περιβάλλον. Στη συνέχεια, η προσοχή της οικονομικής πολιτικής στράφηκε σε επείγοντα προβλήματα όπως η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, και ανταποκρίθηκε, έχοντας όμως την ευχέρεια δανεισμού και πρόσβασης σε χαμηλά επιτόκια λόγω της έκτακτης κατάστασης. 

Στο επόμενο διάστημα, και μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που δεν την ευνοεί, η οικονομία πρέπει να επιδείξει πρόοδο σε βασικούς τομείς, για να μην εισέλθει σε περιοχή στασιμότητας και κινδύνου. Από τη μια πλευρά, γίνεται επείγον να ακολουθηθούν πολιτικές που προωθούν την ευρωστία των δημοσιονομικών, με επίτευξη και της επενδυτικής βαθμίδας το συντομότερο δυνατό.

Από την άλλη, καθώς το παγκόσμιο πλαίσιο πλέον δεν ευνοεί επενδύσεις και εξαγωγές, πρέπει να ενισχυθούν οι υποδομές και οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, μέσα και από το Ταμείο Ανάκαμψης, που θα ενισχύσουν την ανταγωνιστική θέση της χώρας. Ταυτόχρονα, η ένταση των μέτρων για στροφή από την άτυπη στην επίσημη οικονομία αποτελεί προϋπόθεση ανάπτυξης. Η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών και η συνεπής και αποτελεσματική εφαρμογή τους μετεκλογικά θα πρέπει να θεωρείται αυτονόητη, σε μια οικονομία που ακόμη έχει ανοικτές πληγές από τις πρόσφατες κρίσεις. 

* Ο Νίκος Βέττας είναι Γενικός διευθυντής στο Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών – ΙΟΒΕ

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Νίκου Βέττα, 12/4/2023]