ΓΡΑΦΕΙΟ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣ: ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΑΚΑΜΨΗ ΤΟ Β’ ΤΡΙΜΗΝΟ ΑΛΛΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ

Λογική θεωρεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής  την αναθεώρηση της ανάπτυξης από το 3,6% στο 5,9%, λόγω της ανάπτυξης κατά 16,2% το β’ τρίμηνο διατηρώντας όμως ερωτηματικά για την διατηρησιμότητα της υψηλής ανάπτυξης το επόμενο διάστημα.

Όπως τόνισε σήμερα ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής κ. Φραγκίσκος Κουτεντάκης με την ευκαιρία της παρουσίασης της έκθεσης για το β’ τρίμηνο το 2021, η ανάπτυξη της οικονομίας κατά 16,2% το β’ τρίμηνο έφερε την οικονομία στα επίπεδα του 2019 για το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Τόνισε όμως ότι η ανάκαμψη αυτή οφείλεται κυρίως σε συγκυριακούς παράγοντες όπως το άνοιγμα της οικονομίας και η ενεργοποίηση της αναβαλλόμενης κατανάλωσης λόγω των συσσωρευμένων καταθέσεων των νοικοκυριών και επιχειρήσεων τους μήνες της πανδημίας. Τόνισε επίσης ότι μέλει να αποδειχθεί ποιοι από τους παράγοντες της ανάκαμψης έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά. “Θεωρούμε απόλυτα λογική την αναθεώρηση της ανάπτυξης από το 3,6% στο 5,9% αλλά δεν υπερθεματίζουμε”, τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Κουτεντάκης.

Στην έκθεση τονίζεται ότι η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας δεν θα πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά καθώς στηρίζεται σε έκτακτους παράγοντες που δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα, όπως η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης και το έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ. Η επαναλειτουργία των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων, από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, από την πλευρά της ζήτησης, λειτούργησαν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης. Ωστόσο, αφενός οι αποταμιεύσεις είναι πεπερασμένες, αφετέρου η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αναστραφεί με την λήξη των έκτακτων μέτρων. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης της πανδημίας δεν έχει εκλείψει οριστικά. Με αυτά τα δεδομένα, τονίζουμε την ανάγκη παρακολούθησης των βασικών μεγεθών πριν τη λήψη αποφάσεων συνέχισης της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.

Συγκρίνοντας και τα υπόλοιπα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη με το 2019, η έκθεση διαπιστώνει ότι:

  • Η μείωση της ανεργίας στο 14,2% το Ιούλιο, τρεις μονάδες κάτω από τον Ιούλιο του 2019 παρά την άρση των περιορισμών που συνδέονται και με τα μέτρα στήριξης της οικονομίας αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες αναστολές εργασίας είχαν ήδη αποσυρθεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Μάλιστα στην έκθεση τονίζεται και η μεγάλη μείωση στην εκκρεμούσες συντάξεις από τις 176.445 το β’ τρίμηνο του 2020 στις 130.510 στο τέλος του β’ τριμήνου του 2021.
  • Σε ότι αφορά τον πληθωρισμό τονίζεται ότι η αυξητική τάση που παρουσιάζει διεθνώς δεν είναι ακόμα σαφές αν θα περιοριστεί στη βραχυχρόνια περίοδο ή θα υπάρξει διάρκεια. Στην πρώτη περίπτωση – και εφόσον δεν αναπροσαρμοστούν ανάλογα τα εισοδήματα – θα υπάρξει μια μείωση της αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει περισσότερο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα επιδεινωθεί και επιπρόσθετα θα αυξηθεί η πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ – χάρη στην οποία το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού.

Αύξηση του πρωτογενούς ελλείμματος κατά 3 δισ.

Τα δημόσια οικονομικά δείχνουν διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο πρώτο επτάμηνο του έτους, από τα 7,5 δισ. περίπου πέρυσι σε πάνω από 10,5 δισ. φέτος, αντανακλώντας την επιβάρυνση των έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Η εξέλιξη μέχρι το τέλος του έτους είναι αβέβαιη καθώς, από τη μια πλευρά, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα μέτρα ενώ, από την άλλη, προστίθενται οι νέες παρεμβάσεις, ύψους περίπου 1,1 δισ., που δεν περιλαμβάνονταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Με τα σημερινά δεδομένα δεν αναμένεται σημαντική απόκλιση από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (πρωτογενές έλλειμμα 12,3 δισ. ή 7,2% του ΑΕΠ). Σημειώνεται ακόμα ότι ενδεχόμενη απόκλιση του ελλείμματος σε ονομαστικούς όρους, πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου οικονομικής μεγέθυνσης.

Οι αβεβαιότητες

Οι σημαντικότερες αβεβαιότητες είναι μεσοπρόθεσμες και αφορούν τα έτη από το 2022 και μετά. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων και η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα καθορίσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία και ειδικότερα η δημοσιονομική πολιτική. Η στάση της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πληθωρισμού, όπως αναφέραμε παραπάνω. Σημειώνουμε ωστόσο ότι το PEPP έχει ημερομηνία λήξης, τον Μάρτιο του 2022, και μένει να διευκρινιστούν τα επόμενα βήματα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας – που βρίσκεται σε αναστολή μέχρι το τέλος του 2022 – αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης.

Η έκθεση τονίζει ότι οι κανόνες πρέπει να κινηθούν προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε κράτος-μέλος. “Επιμένουμε, ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, η χώρα πρέπει να σχεδιάσει τη διαδικασία επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία”, αναφέρει η έκθεση. Σε αυτή την διαδικασία περιλαμβάνονται η γρήγορη απορρόφηση και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Τομείς όπου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι ανωτέρω πόροι περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της δημόσιας υγείας (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας), τις επενδύσεις βελτίωσης του περιβάλλοντος και καταπολέμησης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής (‘πράσινες’ επενδύσεις), τις επενδύσεις σε εφαρμογές ψηφιακού μετασχηματισμού, τις επενδύσεις στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, και σε επενδύσεις ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Τάσου Δασόπουλου, 21/9/2021]