ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΦΟΒΟΙ ΕΚΤ ΚΑΙ ΤΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ ΗΜΕΡΑ

Διαβάζοντας την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της Τράπεζας της Ελλάδος και τις επισημάνσεις του Ενιαία Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προκύπτουν κοινές διαπιστώσεις ως προς τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Επίσης, κοινές είναι οι συστάσεις προς τις τράπεζες προκειμένου οι προκλήσεις αυτές να γίνουν ευκαιρία.

Τόσο στην Τράπεζα της Ελλάδος όσο και στον SSM δεν επικρατεί εφησυχασμός. Η αύξηση των αποταμιεύσεων από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, τα λιγότερα από τα αναμενόμενα κόκκινα δάνεια από την πανδημία, η μεγάλη ρευστότητα και το μικρό κόστος δανεισμού, για τις εποπτικές αρχές, απλώς αποτελούν μεγάλες ευκαιρίες προκειμένου να προετοιμαστούν εγκαίρως οι τράπεζες για να αντιμετωπίσουν τους κραδασμούς που θα έρθουν μόλις αποσυρθούν πλήρως τα μέτρα στήριξης.

Η προειδοποίηση από την Τράπεζα της Ελλάδος είναι ξεκάθαρη: “πριν από τη λήξη των μέτρων στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων τα πιστωτικά ιδρύματα να καθορίσουν τη στρατηγική τους για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς και για την αναπλήρωση τυχόν κεφαλαίων που έχουν χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο των παραπάνω μέτρων. Επίσης, τα πιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να εντοπίσουν και να συνεργαστούν με δανειολήπτες που αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσχέρειες και να τους προσφέρουν βιώσιμες λύσεις για τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Σημαντική είναι επίσης και η αναγνώριση ζημιών σε πρώιμο στάδιο για τη διαφάνεια του ισολογισμού των τραπεζών. Η αναγνώριση ζημιών μόνο μετά τη λήξη των προγραμμάτων αναστολής πληρωμών δόσεων/κρατικών εγγυήσεων θα ενίσχυε τον κίνδυνο ξαφνικής επιδείνωσης (cliff-edge effect) και θα μπορούσε να προκαλέσει μια απότομη διαδικασία απομόχλευσης και περιορισμού της πιστωτικής επέκτασης”.

Επίσης ξεκάθαρη ήταν η προειδοποίηση του μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου του SSM, Elizabeth McCaul, η οποία σε χθεσινή ομιλία της ανέφερε ότι πίσω από τη μείωση των ποσοστών στα κόκκινα δάνεια και την πτώση του κόστους κινδύνου “δεν βλέπουμε τα προειδοποιητικά σήματα” για τους κινδύνους που σχετίζονται με τα χαμηλά επιτόκια που επηρεάζουν την κερδοφορία των τραπεζών, την ποιότητα των κεφαλαίων, τις απειλές και τις ευκαιρίες από την τεχνολογία και την εξάρτηση από μη τραπεζικά χρηματοοικονομικά ιδρύματα. Η Τράπεζα της Ελλάδος δεν ανέφερε για την εξάρτηση από hedge funds και άλλα επενδυτικά σχήματα, αλλά περιέγραψε την αύξηση της εξάρτησης των ελληνικών τραπεζών από την έκθεσή τους σε κρατικά ομόλογα, εγγυήσεις, πακέτα στήριξης, αναβαλλόμενη φορολογία, κλπ.

Προς την ίδια κατεύθυνση είχαν κινηθεί πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου του SSM κ. Ανδρέα Ενρία, ο οποίος είχε πει στο Reuters ότι αντί να βλέπουμε αύξηση των προβλέψεων για λουκέτα, διαπιστώνουμε το αντίθετο. Στη συνέντευξή του είχε αφήσει να εννοηθεί ότι τα πακέτα στήριξης δεν έχουν επιτρέψει να δούμε τον λογαριασμό της κρίσης, ο οποίος θα φανεί όταν κορυφωθούν τα λουκέτα.

Κοινές διαπιστώσεις

Οι κοινές διαπιστώσεις από Τράπεζα της Ελλάδος και ΕΚΤ/SSM αναμένεται να εξειδικευτούν περαιτέρω στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής που θα παραδώσει ο διοικητής της ΤτΕ, κ. Γιάννης Στουρνάρας, στη Βουλή, την ερχόμενη Δευτέρα, 28 Ιουνίου. Ωστόσο, από την Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και την ομιλία του μέλους του Εποπτικού Συμβουλίου του SSM, προκύπτουν ήδη οι εξής κοινές διαπιστώσεις και συστάσεις:

Πρώτον, θα επέλθει επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης νοικοκυριών και επιχειρήσεων με την απόσυρση των μέτρων στήριξης. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα εν μέσω πανδημίας και τριών lockdown, το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε περίπου κατά 1% και το ποσοστό αποταμίευσης ως προς το διαθέσιμο εισόδημα υπερδιπλασιάστηκε. Το ίδιο συνέβη και στην υπόλοιπη Ευρωζώνη, σημειώνει ο SSM. Κάτι το οποίο δεν έχει παρατηρηθεί σε άλλη παρόμοια κρίση, λόγω του πρωτοφανούς ύψους των μέτρων στήριξης από τις κυβερνήσεις και την ΕΚΤ.

Δεύτερον, οι τράπεζες πρέπει να αυξήσουν τις προβλέψεις τους για μεγαλύτερους κινδύνους και για αύξηση των κόκκινων δανείων. Ο SSM σημειώνει ότι αυτή τη στιγμή δεν μπορεί να γίνει ακριβής εκτίμηση, καθώς εν μέσω αυτής της μεγάλης πανδημίας, η ανεργία και τα λουκέτα που συνδέονται άμεσα με τα κόκκινα δάνεια, έχουν αποφευχθεί από μέτρα στήριξης.

Τρίτον, το κόστος χρήματος και το κόστος κινδύνου έχουν μειωθεί από τις ενέσεις ρευστότητας της ΕΚΤ και τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Η ρευστότητα των τραπεζών έχει αυξηθεί ενώ αντλούν εύκολα και με χαμηλό κόστος κεφάλαια από τις αγορές. Η Τράπεζα της Ελλάδος προτρέπει τις ελληνικές τράπεζες να συνεχίσουν να αντλούν κεφάλαια από τις αγορές, εκμεταλλευόμενες αυτή τη θετική συγκυρία προκειμένου να ενισχύσουν τα κεφάλαιά τους.

Τέταρτον, τα χαμηλά επιτόκια δεν βοηθούν στην κερδοφορία των τραπεζών και στη δημιουργία εσωτερικών κεφαλαίων. Συνεπώς απαιτούνται νέες πηγές εσόδων, νέο και αποδοτικότερο επιχειρηματικό μοντέλο και μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού, προκειμένου να περιοριστεί το κόστος και να αυξηθούν τα κέντρα εσόδων. Ο SSM, μάλιστα, προσθέτει και την απειλή από την τεχνολογία, τόσο από ανάπτυξη ανταγωνιστικών ψηφιακών εφαρμογών και μέσων πληρωμών όσο και από την πλευρά της κυβερνοασφάλειας.

Πέμπτον, βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων από τις τράπεζες, οι οποίες θα πρέπει να εστιάσουν στη μείωση των κόκκινων δανείων και στην απορρόφηση των ζημιών από αυτή τη διαδικασία. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, η Τράπεζα της Ελλάδος αναφέρεται και στο υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογίας που έφτασε στο 53% των εποπτικών κεφαλαίων.

Ειδικές επισημάνσεις για την Ελλάδα

Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος κάνει ειδική αναφορά στους κινδύνους και την ποιότητα των κεφαλαίων. Ειδικότερα:

Πρώτον, προσοχή στην ερμηνεία της αύξησης της αποταμίευσης στην Ευρωζώνη και στην Ελλάδα. Η αύξηση των καταθέσεων προήλθε από πάγωμα καταναλωτικών δαπανών και επενδύσεων, εξασθενώντας την πραγματική οικονομία. Επίσης, προήλθε από αναστολές πληρωμών και πακέτα στήριξης, αλλά και από δάνεια προς επιχειρήσεις που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς τους. Πράγματι, από τα στοιχεία της ΤτΕ προκύπτει ότι οι χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις από την αρχή της κρίσης μέχρι τον Απρίλιο του 2021 ήταν 6,5 δισ. ευρώ. Η αντίστοιχη αύξηση των καταθέσεων ήταν 8,5 δισ. Δηλαδή η διαφορά ανέρχεται σε 2 δισ. ευρώ που οφείλεται από τα μέτρα στήριξης και το αναγκαστικό πάγωμα δαπανών, αλλά και επενδύσεων.

Δεύτερον, καταθέσεις από “αναγκαστική αποταμίευση” όχι από αύξηση διαθεσίμου εισοδήματος. Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΚΤ, το ποσοστό αποταμίευσης ως προς το διαθέσιμο εισόδημα αυξήθηκε σε 6,43% το 2020 από 1,71% το 2019. Εάν δεν υπήρχαν οι λεγόμενες κοινωνικές μεταβιβάσεις και η “αναγκαστική αποταμίευση” (λόγω lockdown) τότε η αποταμίευση θα ήταν αρνητική. Η κατά κεφαλήν αποταμίευση θα ήταν -713,28 ευρώ από θετική κατά 313 ευρώ (κατά κεφαλήν) το 2019. Εξάλλου, από μισθούς, η συμβολή στο διαθέσιμο εισόδημα ήταν αρνητική κατά 0,4 μονάδες, ενώ τα εισοδήματα από ακίνητη περιουσία και παροχές σε είδος επίσης αρνητική κατά 0,35 ποσοστιαίες μονάδες. Από μελέτη της ΕΚΤ προκύπτει ότι η μισή αύξηση της αποταμίευσης ήταν αναγκαστική λόγω των μέτρων στήριξης.

Τρίτον, παρά την αύξηση της ρευστότητας, το τραπεζικό σύστημα δεν αύξησε την πιστωτική επέκταση (χορήγηση δανείων) στο βαθμό που αναμενόταν. Στο πρώτο τετράμηνο του 2021, η πιστωτική επέκταση προς επιχειρήσεις ήταν αρνητική κατά 170 εκατ. ευρώ και προς τα νοικοκυριά κατά 745 εκατ. ευρώ (καθαρές ροές χρηματοδότησης).

Τέταρτον, παρά τη θεαματική πτώση των κόκκινων δανείων μέσω του Ηρακλή, η πραγματική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από το ιδιωτικό χρέος ήταν 2,8 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,6 δισ. αφορούσαν σε διαγραφές από τις τιτλοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν. Νεότερα στοιχεία, μέχρι τον Απρίλιο του 2021 δείχνουν ότι οι συνολικές τιτλοποιήσεις έχουν ανέλθει σε 23,8 δισ. και οι διαγραφές δανείων σε 5,3 δισ.

Πέμπτο, το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε το 2020 κατά 3,5 δισ. ευρώ κυρίως από φορολογικές οφειλές και μάλιστα εκείνες του άνω του 1 εκατ. ευρώ. Και όλα αυτά παρά τις αναστολές και επιδοτήσεις δόσεων για δάνεια άνω των 27 δισ. ευρώ.

Έκτο, η επένδυση σε κρατικούς τίτλους σε περίοδο χαμηλών και αρνητικών επιτοκίων επιφέρει κέρδη. Οι τράπεζες θα πρέπει να είναι προσεκτικές την περίοδο που θα αυξηθεί η καμπύλη αποδόσεων καθώς τότε θα γράψουν ζημιές.

 

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Λεωνίδα Στεργίου, 23/6/2021]