104 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΡΓΙΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΛΛΩΡΥΧΩΝ ΕΡΓΑΤΩΝ ΤΗΣ ΣΕΡΙΦΟΥ

Στο Αιγαίο πέλαγος και στις Δυτικές Κυκλάδες βρίσκεται η Σέριφος, η “σιδηρά” νήσος, όπως αποκαλείται. Δεν είναι μεγάλο νησί, έχει έκταση 74,4 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το όνομα Σέριφος, θεωρείται, (από ειδικούς καθηγητές) ότι προέρχεται από το “στέρφος” που σημαίνει άγονος, ίσως και άκαρπος γη. Αυτό το νησί κατοικήθηκε από τους προϊστορικούς χρόνους, όπως και άλλα νησιά των Κυκλάδων, από διάφορες φυλές, όπως Πελασγούς, Μυκηναίους, Φοίνικες, κ.α. Οι δύο τελευταίοι, φαίνεται πως ανακάλυψαν τα μεταλλεύματα και τα εκμεταλλεύτηκαν με πρωτόγονα μέσα,από τον 8ο αιώνα π.Χ. Αργότερα δημιούργησαν σε μια περιοχή, στον Αβεσσαλό, μια υψικάμινο, όπου έλιωναν το μετάλλευμα και έπαιρναν τον χαλκό και τον μόλυβδο, ενώ τα απόβλητα τα άδειαζαν σε μια πλαγιά. Χάρη στα μεταλλεία, η Σέριφος τον 5ο αιώνα π.. έκοψε δικά της νομίσματα. Η εξόρυξη των μεταλλείων γινόταν σε ανάλογες περιόδους, ιδιαίτερα την Ρωμαϊκή εποχή.

Στη Σέριφο τα μεταλλεία σιδήρου ήταν γνωστά από την προϊστορική εποχή, αλλά δεν ενεργοποιήθηκαν επί αιώνες.

Το 1869 η ελληνική Μεταλλευτική Εταιρεία κατασκεύασε εγκαταστάσεις μεταφοράς του μεταλλεύματος… αλλά υπήρξε έλλειψη χρημάτων μετά λίγο καιρό, το 1885 ανέλαβε την εταιρεία ο Γερμανός Αιμίλιος Γρώμαν, αργότερα ο γιος του και θεωρήθηκαν άριστοι και δραστήριοι μεταλλειολόγοι. Εργάστηκαν πολλοί κάτοικοι της Σερίφου, ερχόντουσαν όμως και πολλοί εργάτες από άλλα μέρη της Ελλάδας και όχι μόνο. Οι συνθήκες εργασίας τους όμως ήταν… βάρβαρες. Πολύ πρωί οι εργάτες βρίσκονταν στην είσοδο της κάθε στοάς, έμπαιναν και δούλευαν μέσα σε πολύ βάθος από τα χαράματα μέχρι αργά τη νύχτα,μη έχοντας καμιά προστασία για την ασφάλειά τους. Γι’ αυτό γίνονταν συχνά ατυχήματα και υπήρξαν πολλά θύματα. Ήταν το 1916 όταν ξεκίνησε η πρώτη απεργία… Ακολούθησαν οι χωροφύλακες, τους οποίους ζήτησαν οι υπεύθυνοι. Ο επικεφαλής υπομοίραρχος, διεπίστωσε ότι οι εργάτες δεν υπάκουσαν την εντολή του να επιστρέψουν στην εργασία τους και άρχισε η μάχη… με νεκρούς.

“ΠΩΣ ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ Η ΑΙΜΑΤΗΡΗ ΜΑΧΗ ΜΕΤΑΞΥ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ ΑΠΕΡΓΩΝ ΣΤΗ ΣΕΡΙΦΟ”

“Είναι αλήθεια πως, πολλά πρόσωπα της κοινωνίας των Κυκλάδων κατά καιρούς ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πώς σταμάτησε απότομα η πεισματική εκείνη μάχη του 1916 και έτσι αποφεύχθηκε μια πλήρης σφαγή εργατών και χωροφυλάκων.

Απεφάσισα να εξιστορήσω τα τραγικά εκείνα γεγονότα, όπως τα θυμάμαι από τότε που ήμουν μόλις 9 χρόνων: (είναι κείμενο του αείμνηστου πατέρα μου Αριστείδη Ρώτα).

Ήταν μια Κυριακή πρωί του 1916. Οι εργάτες με τις γυναίκες τους ήταν συγκεντρωμένοι στην προβλήτα των μεταλλείων και ηρνούντο να φορτώσουν το ελλιμενισμένο φορτηγό πλοίο, αξιούντες την καθιέρωση του οκταώρου. Οι ιθύνοντες ήταν συγκεντρωμένοι στη βεράντα του Γρώμαν, σαν κάτι να περίμεναν.

Ο ιερέας πατέρας μου και εγώ σημαίναμε τις δύο καμπάνες του Αγίου Νικολάου για την Κυριακάτικη λειτουργία. Έξαφνα βλέπουμε στο δρόμο, κάτω από την εκκλησία, να περνά μια φάλαγγα από 20-30 χωροφύλακες με κατεύθυνση προς τους εργάτες. Ο πατέρας μου (παπά- Γιάννης Ρώτας) ανησύχησε, διέκοψε την κωδωνοκρουσία, μπήκε στο ιερό, άρχισε να ντύνεται τα άμφια και μουπε επί λέξει: “Κάτσε έξω και αν ακούσεις πυροβολισμό να με ειδοποιήσεις αμέσως”. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ακούστηκε ο πρώτος πυροβολισμός. Ειδοποίησα τον πατέρας μου, ο οποίος αμέσως απέβαλε τα άμφια και ασκεπής έτρεξε στην προβλήτα την ώρα ακριβώς που εμαίνετο η μάχη. Χωρίς δισταγμό, μπήκε ανάμεσα στα διαμαχόμενα μέρη, στράφηκε στους εργάτες και τους είπε να σταματήσουν την αντεπίθεση.

Οι εργάτες επειδή τον αγαπούσαν και τον σέβονταν σταμάτησαν. Αυτόματα σταμάτησαν και οι χωροφύλακες. Μετά γύρισε στους ακέφαλους πια χωροφύλακες, γιατί είχαν σκοτωθεί οι βαθμοφόροι των, και τους ζήτησε να φύγουν. Οι χωροφύλακες εξαφανίσθηκαν, επωφελούμενοι της ανάπαυλας που εδημιούργησε ο παπάς. Εν συνεχεία ο πατέρας μου περισυνέλεξε τους τραυματίες και τους τοποθέτησε σε κατάλληλα σπίτια όπου τους προσφέρθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Κατόπιν πήγε στο σταθμό χωροφυλακής, όπου εκρατούντο προληπτικά τα μέλη του Σωματείου και ζήτησε από τον ανθυπομοίραρχο να αποφυλακίσει τους κρατούμενους. Ο ανθυπομοίραρχος αρχικά αρνήθηκε, λέγοντας ότι έχει εντολή να τους κρατήσει μέχρις της επιστροφής του Μοιράρχου. Ο παπάς απάντησε ότι: ο Μοίραρχος εφονεύθει, το απόσπασμα διελύθει και ούτε μια αρχή ή εξουσία δεν υπάρχει. Ο ανθυπομοίραρχος ταχάσε και αμέσως υπεχώρησε στην αξίωση του παπά και απεφυλάκισε τους κρατούμενους, τους οποίους ο πατέρας μου συνόδεψε μέχρι τη προβλήτα όπου, κατά παράκλησή του, οι απεργοί περίμεναν την επιστροφή του. Συγκινητική ήταν η συνάντησις των απεργών με τα μέλη του Σωματείου. Στη συνέχεια αυτά τα μέλη με επικεφαλής τον παπά, περιήλθαν τις γαλαρίες όπου κατέφυγαν οι χωροφύλακες. Τους περισυνέλεξαν, τους παρέδωσαν στον ανθυπομοίραρχο με την προτροπή να τους πάρει και να φύγει αμέσως. Γυρίσαμε στην εκκλησία για να συνεχίσουμε τη λειτουργία, που διέκοψε ο πατέρας μου, ο οποίος καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργίας έκλαιγε με λυγμούς.

Και τώρα διερωτώμαι: Γιατί η ιστορία του εργατικού κινήματος δεν αναφέρει το Σερφιώτικο αιματηρό κίνημα; Μήπως γιατί η Σέριφος είναι ένα μικρό και άσημο νησάκι; Πάντως αυτοί οι φτωχοί εργάτες ενός άσημου νησιού εκπλήρωσαν με τη ζωή τους την καθιέρωση του οκταώρου! (Δούλευαν από τα χαράματα έως αργά το βράδυ).

Υποχρέωση για την οργάνωση αυτής της εκδήλωσης έχουν ο ρέκτης Πρόεδρος Κοινότητος Σερίφου κ. Παναγιώτης Χρυσολωράς, το Εργατικό Κέντρο Κυκλάδων, τα ανά τας Κυκλάδας Εργατικά Σωματεία και τέλος ο δραστήριος Σύλλογος των εν Αθήναις Σεριφίων. Τότε εργαζόταν στη Σέριφο εργάτες από όλες τις Κυκλάδες και ιδιαίτερα πολλοί από Μήλο – Κίμωλο – Πάρο και Μύκονο. Μετά την ευκαιρία αυτή κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ακόμη, ότι κείνη την ημέρα κάθε διαπραγμάτευση μεταξύ της Εταιρίας και εργατών διεξήγετο δια του παπά, ο οποίος, κατ’ απαίτηση των εργατών ήταν ο εγγυητής για την τήρηση των συμφωνιών.

Έτσι το 1936 όταν η Εταιρία αθέτησε μια υπόσχεση της, ο παπάς εγκατέλειψε την ενορία του, παρουσιάσθηκε στον τότε Μητροπολίτην Αείμνηστον Φιλάρετον, του εξέθεσε τα γεγονότα και του εζήτησε μετάθεσιν.

Τοποθετήθηκε στο Μάννα της Σύρου όπου έμεινε δύο χρόνια. Μέσα στα φύο αυτά χρόνια η Εταιρία βλέπουσα ότι οι σχέσεις της με τους εργάτες, χωρίς τον παπά, δεν πήγαιναν καλά, έστειλε πρεσβευτή στον Δεσπότη με αίτημα να γυρίσει πίσω ο παπάς. Αφού συγκατατεθήκανε Δεσπότης και Παπάς, η εταιρία με δικό της πλοίο, ανέλαβε να φέρει πίσω τον παπά, συνοδεύοντάς τον με τιμητική συνοδεία ομάδας εργατών. Η υποδοχή του παπά στο Μέγα Λιβάδι θα μου μείνει αλησμόνητη, γιατί όλοι έκλαιγαν και τον κατασπαζότανε”.

Υ.Γ. Αυτό το άρθρο έχει γραφτεί από τον πατέρα μου, τον δάσκαλο Αριστείδη Ρώτα στις 18 Απριλίου 1984, όταν ήταν μαζί με τη δασκάλα μητέρα μου στο πρώτο Δημοτικό Σχολείο Ερμούπολης.

(Photo: Οι εργάτες σε αναμονή)

[ΠΗΓΗ: https://www.koinignomi.gr/, της Μαρίας Ρώτα, 1/10/2020]