ΔΕΔΟΜΕΝΗ Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΤΩΝ “7” – AΛΛΑ ΚΑΙ Η ΑΜΗΧΑΝΙΑ

Ένα “θετικό όραμα” και για τις δύο ακτές της Μεσογείου. Η φράση αυτή επανήλθε συχνά κατά τις κοινές δηλώσεις των επτά ηγετών των μεσογειακών χωρών της Ε.Ε. στο πλαίσιο της συνόδου MED7 που φιλοξένησε ο Εμανουέλ Μακρόν στο Αιάκιο της Κορσικής.

Όμως η επίκληση της ανάγκης επανεκκίνησης της ευρωμεσογειακής συνεργασίας μένει μετέωρη όσο τα μέσα επίτευξής της ακόμη αναζητούνται, ενώ η “θετικότητα” μοιάζει περισσότερο με εξορκισμό των πολύ “αρνητικών” εξελίξεων που δρομολογούνται από όσους δεν έχουν αντίστοιχους δισταγμούς.

Η Ελληνική και η Κυπριακή Δημοκρατία, με ικανοποίηση ασφαλώς, καταγράφουν το μήνυμα αλληλεγγύης έναντι της τουρκικής προκλητικότητας που εξέπεμψαν οι συμμετέχοντες στη MED7, ιδίως δε το έκτο σημείο του κειμένου συμπερασμάτων που καλεί όλες τις χώρες της περιοχής να συμμορφωθούν με το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας, καθώς και την ετοιμότητά τους να επεξεργασθούν, ενόψει του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 24ης-25ης Σεπτεμβρίου, διεύρυνση του καταλόγου κυρώσεων κατά της Άγκυρας, εκτός και αν αυτή τερματίσει τις μονομερείς της ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο.

Ωστόσο, το κυρίαρχο μοτίβο στο οποίο εγγράφηκαν όλες οι τοποθετήσεις ήταν αυτό της ενθάρρυνσης του “διαλόγου”, η οποία, δεδομένης της τουρκικής συμπεριφοράς, μάλλον στέλνει μήνυμα κατευνασμού παρά αποφασιστικότητας. Το “καρότο” βρίσκεται σε πρώτο πλάνο, όμως το “μαστίγιο” δεν προβάλλει πειστικό για τον ρόλο που του αντιστοιχεί.

Η εκκρεμότητα της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής

Δεν είναι άλλωστε τυχαίο από στόματος Μακρόν δεν ακούστηκε κάτι για την προοπτική αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής Ελλάδας-Γαλλίας, ενώ τα πάντα εναποτέθηκαν στις μεσολαβητικές πρωτοβουλίες κοινοτικών αξιωματούχων, όπως ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ και ο Ύπατος Εκπρόσωπος Ζοζέπ Μπορέλ.

Με άλλα λόγια, η “γερμανική γραμμή” περί του ευρωτουρκικού διαλόγου δείχνει να επικρατεί, ενώ η θεωρούμενη ως συμπληρωματική της, γαλλική πολιτική της προβολής ισχύος στην Ανατολική Μεσόγειο διακριτικά υποβαθμίζεται.

Είναι άλλωστε αυτό αναμενόμενο, με βάση τις εγγενείς αδυναμίες του σχήματος των “Επτά” το οποίο ουδέποτε απέκτησε τη συνοχή και τη διακριτότητα που έχουν άλλες ομαδοποιήσεις κρατών στους κόλπους της Ε.Ε., όπως η “Ομάδα Βίζεγκραντ” στα ανατολικά ή η “Νέα Χανσεατική Ένωση” των φειδωλών Βορείων.

Και ο λόγος για κάτι τέτοιο είναι ότι χώρες του μεγέθους της Ιταλίας ή της Ισπανίας δεν χωρούν σε μία διαρρύθμιση που θα επιβεβαιώνει την γαλλική ηγεμονία επί του ευρωπαϊκού Νότου, πόσο μάλλον που το Παρίσι αρέσκεται να εξαργυρώνει, όπως έδειξε όλη η ιστορία της κρίσης του ευρώ, την όποια εικόνα “εκπροσώπου” των μεσογειακών στη διμερή διαπραγμάτευσή του με το Βερολίνο.

Ένα Βερολίνο που, με τη σειρά του, δεν σκοπεύει να επιτρέψει την αυτοτελή δραστηριοποίηση της Γαλλίας στα εν γένει μεσογειακά πράγματα, όπως έγινε σαφές ήδη από το 2007 όταν την Μεσογειακή Ένωση που πρότεινε ο Νικολά Σαρκοζί (με τη συμμετοχή μόνο των παράκτιων χωρών) η Άνγκελα Μέρκελ την απονεύρωσε καταλλήλως, επιβάλλοντας τη συμμετοχή του συνόλου των μελών της Ε.Ε.

Η ανάδειξη των γεωπολιτικών προκλήσεων σε πρώτο ζήτημα της ατζέντας της απαράσκευης για αυτά Ε.Ε. περιέπλεξε περαιτέρω την εικόνα. Ο ανταγωνισμός της Ιταλίας (με γερμανική στήριξη) και της Γαλλίας για την τύχη της Λιβύης είναι χαρακτηριστικός.

Και πάντως η “υπαρξιακή” μάχη που δίνει το Παρίσι συνειδητοποιώντας το μέγεθος των τουρκικών φιλοδοξιών για παραδοσιακές σφαίρες επιρροής του, από τον Λίβανο μέχρι την Βόρεια ή και την υποσαχάρια Αφρική, δεν είναι κάτι που συμμερίζονται εταίροι όπως η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία ή η Μάλτα.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Κώστα Ράπτη, 11/9/2020]