ΑΓΡΑΝΑΠΑΥΣΗ

Πέρυσι τέτοιο καιρό, σε μια μαγευτική ακρογιαλιά, αισθάνθηκα την ανάγκη να αδυνατίσω επειγόντως. Όχι για να θέλξω με την κορμοστασιά μου τους λουόμενους. Για να βρω απλώς κάπου να χωρέσω. Είχε τέτοια κοσμοπλημμύρα ώστε καλά-καλά δεν διέκρινες την άμμο κάτω από τις επιδερμίδες. Οι σερβιτόροι των δύο μπιτς μπαρ -που οι μουσικές από τα ηχεία τους μπερδεύονταν δημιουργώντας ένα ηχητικό αλαλούμ- μετακινούνταν με πιρουέτες. Έκαναν σλάλομ ανάμεσα σε ξεροψημένα ισχία και ροδοκοκκινισμένους σβέρκους. Στον αέρα μια γλυκερή μυρωδιά αντηλιακού. Στο κύμα επέπλεαν εκατοντάδες πλαστικά αντικείμενα: παπάκια, μπανάνες, βάρκες, σημαδούρες. Πιο μέσα μάρσαραν θαλάσσιες μοτοσικλέτες, κρις-κραφτ τραβούσαν σκιέρ, αλεξίπτωτα σήκωναν ψηλά τους πιο τολμηρούς.

Υπήρχαν και παρανοϊκότερα. 

Στις βρετανικές αποικίες Ιονίου και Αιγαίου, εκεί όπου ξεφόρτωναν ντουζίνες τσάρτερ ημερησίως, χείμαρροι μπύρας κατέληγαν απ’ τα ποτήρια τού μισού λίτρου στο πεζοδρόμιο περνώντας μέσα από τα σώματα των ανθρώπων. Τα λεφούσια των παραθεριστών μεθούσαν από το πρωί, ξεσάλωναν χορεύοντας, παίζοντας ξύλο άνευ αφορμής ή ζευγαρώνοντας εν μέση οδώ. Η αγωνία να το ρίξουν έξω, να εκτονωθούν μέχρι λιποθυμίας προτού επιστρέψουν στη γκρίζα ρουτίνα τους είχε κάτι το συγκινητικά απελπισμένο. Και ήταν βεβαίως άκρως προσοδοφόρα για τους επιχειρούντες σε αυτό το είδος τουρισμού. “Βρήκα κάτι κοτόπουλα εισαγωγής, τριάντα λεπτά το κιλό!” μού έλεγε ένας ιδιοκτήτης all inclusive ξενοδοχείου. “Δεν τα φοβάσαι;” “Αν έχουν σαλμονέλα, απλώς θα κόψω τον προμηθευτή. Δεν τον συμφέρει. Άχυρο μού πουλάει, όχι δηλητήριο. Θα τα διπλοτηγανίσω, θα τα φλομώσω στο αλάτι κι όλα κομπλέ! Έτσι κι αλλιώς οι Εγγλέζοι σαβουριάζουν για να αντέξουν το αλκοόλ…”

Υπήρχαν και παρανοϊκότερα.

Στις αυλές της Σαντορίνης πόζαραν Κινέζες με νυφικά. Καμιά φορά γαμπρός δεν υπήρχε καν, του άφηναν χώρο δίπλα τους για να τον προσθέσουν -όταν θα τον έβρισκαν- με φώτοσοπ. 

Στην Κέρκυρα λεφούσια Σλάβων έφθαναν με κρουαζιερόπλοια για να προσκυνήσουν τον Άγιο Σπυρίδωνα. Τους έβλεπες να διασχίζουν το Λιστόν, μπροστά ένας ρούσος παπάς ή καλόγερος και στο κατόπι του σεβαστικές γυναίκες πάσης ηλικίας με κεφαλομάντηλα και χλωμά πρόσωπα, βγαλμένες -λες- από μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι. 

Υπήρχαν και παρανοϊκότερα.

Στη Μύκονο το νοίκι μιάς προνομιακής ξαπλώστρας έφτανε τον μέσο μισθό. Ρώσσοι και Άραβες πλήρωναν χιλιάδες ευρώ καθημερινά για να αγναντεύουν τη Δήλο χωρίς να ξέρουν καν περί τίνος πρόκειται. Παπαράτσι ακροβολίζονταν στις στέγες για να προμηθεύουν τα κουτσομπολίστικα περιοδικά ανά την υφήλιο με εικόνες ενός σταρ-σύστεμ που η ιδιωτική (ιδιωτική κατ’ευφημισμόν) ζωή του μετρούσε περισσότερο από τη δημόσια δράση του. 

Εφέτος έχουμε αγρανάπαυση.

Οι Ροδίτες κοινοποιούν φωτογραφίες με την Οδό των Ιπποτών σχεδόν έρημη. Στη Χαλκιδική και στην Κρήτη πολλά ξενοδοχεία παραμένουν κλειστά  – γιατί να ανοίξουν; το κόστος λειτουργίας υπερβαίνει τον προσδόκιμο τζίρο, άσε που ένα περιστατικό κορονοϊού να σου τύχει, θα τρέχεις και δεν θα φτάνεις. Στη δε Μύκονο, απόντος του διεθνούς τζετ-σετ, τολμά να αποβιβαστεί η εγχώρια εύπορη τάξη – “εδώ τα έπινε κάποτε ο Μπραντ Πιτ! Ή η Πάρις Χίλτον!” θαυμάζουν…

Καθένας προφανώς συμμερίζεται τη στεναχώρια των εργαζόμενων στον τουρισμό, την αγωνία τους για το πως θα βγει ο χειμώνας μετά από αυτό το φάντασμα σεζόν. Όσο δε και αν οι ενδείξεις από το μέτωπο της επιστήμης φθάνουν ενθαρρυντικές, το εφιαλτικό ενδεχόμενο μάς στοιχειώνει. Και αν δεν κυκλοφορήσει τους επόμενους μήνες κάποιο αποτελεσματικό φάρμακο ή εμβόλιο; Αντέχει η Ελλάδα δεύτερο τέτοιο καλοκαίρι; Όχι. Προφανώς όχι.

Πώς όμως και να μη χαρείς τη φετινή πρωτόγνωρη άπλα; Το γεγονός ότι όλα έχουν επανέλθει -ελέω covid- στις ανθρώπινες διαστάσεις, στους ανθρώπινους ρυθμούς. Στο πιάτο σου δεν στάζει ο ιδρώτας εκείνου που δουλεύει δεκαοχτώ ώρες το εικοσιτετράωρο από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Το βλέμμα του ξενοδόχου δεν καρφώνεται στην τσέπη σου, ξέρει πως όσα και αν του δώσεις, της παρηγοριάς θα είναι. Ο ταξιτζής αντί να γκαζώνει για να προφτάσει την επόμενη κούρσα, σε ξεναγεί στον τόπο του, “σε αυτά εδώ τα βράχια” σου λέει “φωλιάζει ένα σμήνος γυπαετών, εάν έρθεις χαράματα, θα τους δεις, θα μαγευτείς…”. 

Το καλοκαίρι του 2020 θυμίζει πάρτυ που οι καλεσμένοι για κάποιο λόγο δεν ήρθαν και εμείς -οι οικοδεσπότες- από τη μια θρηνούμε κι από την άλλη απολαμβάνουμε τις λιχουδιές. 

Κι έχουμε χρόνο επιτέλους να σκεφτούμε. Εάν είναι λογικό να βασιζόμαστε ως χώρα σε τέτοιο βαθμό, αμέσως ή εμμέσως, στον τουρισμό. Και αν αυτό το μοντέλο τουρισμού είναι που μάς αξίζει.

Όχι. Ο Ξένιος Ζευς δεν πέθανε. Ήρθε όμως ίσως ο καιρός να αλλάξει ρούχα.

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Χρήστου Χωμενίδη, 20/7/2020]