ΚΑΤΙ ΑΛΛΑΞΕ!

Οι περισσότεροι από τους μέχρι σήμερα Προέδρους της Δημοκρατίας, έχουν εκλεγεί με διαδικασίες συναίνεσης. Συναίνεσης άλλοτε εκτεταμένης και άλλοτε όχι τόσο, αλλά πάντοτε με την ύπαρξη κοινού τόπου σε κάποιο πρόσωπο. 

Σε μια χώρα όπου όλοι “αγαπούν να διχάζονται” με την παραμικρή αφορμή, πρόκειται για φαινόμενο το οποίο είναι αξιοσημείωτο από μόνο του, με τεράστια σημασία. 

Από την μία πλευρά η θέση διαθέτει ελάχιστη δυνατότητα παρέμβασης και διαμόρφωσης των γεγονότων αλλά, από την άλλη, το Σύνταγμα προβλέπει πως το πρόσωπο που κατέχει την θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, είναι ο Ανώτατος Άρχων και ρυθμιστής του πολιτεύματος.

Αυτό, ίσως σε κάποιους ακούγεται απλά τυπικό. Και σε κάποιο (μικρό) βαθμό είναι! Αλλά όχι μόνο! Η ευρεία συμφωνία των κοινοβουλευτικών πολιτικών παρατάξεων στο εκλεγμένο πρόσωπο, τονίζει την ενότητα και τη σταθερότητα που (πρέπει να) επικρατούν στη διακυβέρνηση της χώρας. Γι’ αυτό τα κριτήρια και η επιλογή του προσώπου είναι πάντοτε εξαιρετικά κρίσιμα. Η δε σημασία τους ξεπερνά κατά πολύ τα στενά πλαίσια του ορισμού ενός αξιωματούχου. Έστω και εάν πρόκειται για την κεφαλή της πυραμίδας.

Ο πρωθυπουργός, με την επιλογή της προέδρου του Συμβουλίου Επικρατείας ως επόμενης Πρώτης Πολίτου της Ελλάδας, έδειξε ότι αντιλαμβάνεται πλήρως αυτήν τη σημασία. Ενώ, ταυτόχρονα, επέτυχε μια σειρά από στόχους, οι οποίοι μόνο ασήμαντοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν. 

Κατ’ αρχήν, αιφνιδίασε σύσσωμη την αντιπολίτευση! Ακόμη και τα κόμματα που τοποθετήθηκαν αρνητικά για την κυρία Σακελλαροπούλου, είχαν δυσκολίες ν’ αρνηθούν, παρότι το έπραξαν τελικά. Με τον αιφνιδιασμό αυτόν δε, απέδειξε και επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά, τη στρατηγική υπεροχή που διαθέτει απέναντι στον κυριότερο αντίπαλό του, τον Αλέξη Τσίπρα. 

Ίσως κάποιοι θεωρούν αυτούς τους δύο στόχους μικρής ή και καθόλου σημασίας. Αλλά κάνουν λάθος. Σε μια επαγγελματική αρένα, όπως η πολιτική, η οποία ξεχνά πιο εύκολα και από ασθενή με βαρύ Αλτσχάϊμερ και όπου τα πάντα  και οι πάντες είναι εφήμερα, η επιβεβαίωση της θέσης, της ισχύος και της πρωτοκαθεδρίας είναι απαραίτητα και εκ των ουκ άνευ. Όχι μόνο για το άτομο που τα διαθέτει αλλά και για το σύστημα, συνολικά.

Πέραν των παραπάνω, ο Κυριάκος Μητσοτάκης πραγματοποίησε μια σημαντικότατη (και μάλλον σπάνια στην ελληνική πολιτική σκηνή) υπέρβαση. Έδρασε απρόβλεπτα και με ιδιαίτερη τόλμη, εσκεμμένα παραβλέποντας στενά κομματικά (και όχι μόνο) “μονοπάτια” και κατευθύνσεις. Δημιούργησε έτσι, έναν ανυπολόγιστης αξίας συμβολισμό, δίνοντας ελπίδα ότι κάτι νέο γεννιέται και πως ένα καινούργιο όραμα μπορεί να γίνει πραγματικότητα.

Πολλοί θα θεωρήσουν πως σε αυτά τα λόγια, υπάρχει υπερβολή. Πράγματι, αυτό θα μπορούσε να είναι αλήθεια. Ίσως μάλιστα αυτή η υπερβολή, να  ξεπερνά κατά πολύ την πραγματικότητα. Ποια είναι όντως αυτή η πραγματικότητα, θα το δείξει ο χρόνος. 

Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν μπορεί κάποιος παρά ν’ αναγνωρίσει ότι ο κύριος Μητσοτάκης, όταν μας ανακοίνωνε την επιλογή του στις 15 Ιανουαρίου, έκανε ένα τεράστιο άλμα έξω από το “λούκι του συνηθισμένου” στην ελληνική πολιτική σκηνή. Του συνηθισμένου που κυριαρχεί και τόσο πολύ την έχει ταλανίσει.

Δίνοντας έτσι ένα έμπρακτο δείγμα προθέσεων για την επιτυχία των στόχων που έχει από καιρό θέσει και προκαλώντας στην κοινωνία την αίσθηση πως, επιτέλους, φυσά μια πραγματικά φρέσκια πνοή, ένα αεράκι που μπορεί ν’ αναζωογονήσει τη δόλια χώρα.

Στις 13 Μαρτίου, όταν η πρώτη Ελληνίδα καθίσει στον προεδρικό θώκο, εφόσον το θελήσουν όλοι, μια πόρτα μπορεί να κλείσει πίσω από το παρελθόν και ν’ ανοίξει μια νέα, που θα οδηγεί στο μέλλον. Ένα μέλλον λαμπρό και γεμάτο προοπτική ή ένα μέλλον σκοτεινό, καταθλιπτικό και αδιέξοδο.

Μόνο εμείς οι ίδιοι μπορούμε να ορίσουμε, ποιο ακριβώς θα είναι αυτό το μέλλον…

 

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Πέτρου Λάζου, 23/1/2020]