ΤΑ 14 ΔΙΣ. ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΧΑΘΟΥΝ

Η μεγάλη προσπάθεια που έγινε τους τελευταίους μήνες του 2019, ώστε να απορροφηθούν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, απέδωσε, η κατάσταση βελτιώθηκε. Αλλά το πρόβλημα, προφανώς, δεν λύθηκε διά μαγείας. 

Δυστυχώς απαιτείται χρόνος για να αναστραφούν οι στρεβλώσεις του παρελθόντος. Και ο χρόνος αυτός πλέον είναι πάρα πολύ περιορισμένος. 

Από τα 21 δισ. ευρώ περίπου που δικαιούται να λάβει η Ελλάδα, τα 14 δισ. ευρώ περίπου παραμένουν στο “ράφι”. Δεν έχουν διατεθεί στην αγορά. 

Τα καμπανάκια κινδύνου πλέον ηχούν από πηγές εντός και εκτός συνόρων. Το ΕΣΠΑ 2014-2020 οδεύει προς το τέλος της διαδρομής. 

Οι κανόνες της Ε.Ε. ορίζουν ότι μπορούν να γίνουν (με κάποιες προϋποθέσεις) δαπάνες έως και 3 χρόνια μετά (δηλαδή έως και το 2023). Έτσι, ο κίνδυνος να χαθούν κονδύλια παραμένει ορατός. Η καθυστέρηση στερεί όμως και χρηματοδοτήσεις που ήταν πολύ αναγκαίες για τη στήριξη του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και της ερευνητικής κοινότητας, για την ολοκλήρωση των έργων υποδομής και ανάπτυξης, καθώς και για τη δημιουργία κρίσιμων κοινωνικών δομών. 

Το πρόβλημα το είχε εντοπίσει η Κομισιόν από την εποχή του 3ου Μνημονίου. Ο ρυθμός διάθεσης του κοινοτικού χρήματος ήταν προβληματικός, παρά την προνομιακή προκαταβολή που δόθηκε μαζί με το 3ο δάνειο. 

Το 2020 ίσως είναι η τελευταία ευκαιρία. Με βάση τους κανονισμούς της Ε.Ε. θα γίνει η αναθεώρηση και η αναδιανομή των κονδυλίων.

Η άσκηση που πρέπει να ολοκληρώσει η κυβέρνηση είναι πολύ δύσκολη. Από τη μία πλευρά καλείται να μεταφέρει κονδύλια σε πεδία που μπορούν να τα απορροφήσουν και να επιταχύνει τις συμβάσεις και τις πληρωμές σε έργα που έχουν “βαλτώσει”. Αλλιώς να τα “απεντάξει”. 

Από την άλλη πλευρά, θα πρέπει να προσέξει τον σκόπελο των υπερδεσμεύσεων. Να αποφύγει τον κίνδυνο να γεμίσει το ΕΣΠΑ με έργα τα οποία θα ξεπεράσουν τον διαθέσιμο προϋπολογισμό. Γιατί τότε, αν δεν καταστεί εφικτό να χρηματοδοτηθούν από άλλη πηγή (σ.σ. όπως παράδειγμα από την αλλαγή χρήσης των κερδών ομολόγων), θα πρέπει να καλυφθούν από τον κρατικό Προϋπολογισμό. Δηλαδή θα μειώσουν το περιθώριο για φοροελαφρύνσεις και για μείωση ασφαλιστικών εισφορών τις οποίες έχει απόλυτη ανάγκη η αγορά.

 

[ΠΗΓΗ: https://www.capital.gr/, του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, 13/1/2020]