ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΙΘΕΙ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ ΓΙΑ ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΣΕ Β. ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Το δύσκολο στοίχημα, το οποίο συνδέεται με πολύ μεγάλα για τα δεδομένα της Ελλάδας οικονομικά μεγέθη, αλλά και με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις

Πριν από μερικά χρόνια ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του Κώστα Σημίτη και καθηγητής Οικονομικών Νίκος Χριστοδουλάκης, ένας τεχνοκράτης πρωτίστως που εξακολουθεί να χαίρει εκτιμήσεως απ’ όλο το πολιτικό φάσμα, είχε εκτιμήσει ότι η Ελλάδα χρειάζεται επενδύσεις 100 δισ. ευρώ σε πέντε χρόνια για να επιστρέψει το ΑΕΠ της στα επίπεδα του 2009.

Πριν από λίγες ημέρες ο γνωστός τραπεζίτης και νυν πρόεδρος της ελεγκτικής και συμβουλευτικής εταιρίας Grant Thornton Νίκος Καραμούζης εμφανίστηκε συγκρατημένα αισιόδοξος για τις εξελίξεις επισημαίνοντας ότι «δεν πρέπει να παρασυρόμαστε από τα στατιστικά δεδομένα, η χώρα μας για να πετύχει αναπτυξιακούς ρυθμούς 3% θα πρέπει να ενορχηστρώσει μια αύξηση των ιδιωτικών και δημόσιων επενδύσεων με διψήφιο ποσοστό, της τάξεως του 13% – 15%, για τα επόμενα χρόνια». Ο ίδιος συμπλήρωσε ότι για να έχουμε πιθανότητες να πιάσουμε τους στόχους υπάρχει ανάγκη να προχωρήσουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στη δημόσια διοίκηση, στην ενέργεια, στις τράπεζες, στο φορολογικό σύστημα, στην υγεία και στη δικαιοσύνη.    

Είναι σαφές, για όσους τουλάχιστον μπορούν να βλέπουν τις εξελίξεις με ρεαλισμό και… κρύο αίμα, ότι η ουσιαστική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας παραμένει στοίχημα. Δύσκολο στοίχημα, το οποίο συνδέεται με πολύ μεγάλα για τα δεδομένα της Ελλάδας οικονομικά μεγέθη, αλλά και με ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν σύντομα και να είναι παραγωγικές. Ένα στοίχημα που για να επιτευχθεί θα πρέπει να ευοδωθούν πολλοί παράγοντες, καθώς ένα επιπρόσθετο ποιοτικό στοιχείο είναι η διάχυση των ωφελειών σε όλη τη χώρα.

Κατηγορίες επενδύσεων

Οι κατηγορίες επενδύσεων που αναζητά με αγωνία η Ελλάδα είναι οι ακόλουθες:

Πρώτον, οι μεγάλες εμβληματικές επενδύσεις, τις οποίες θα πραγματοποιήσουν κυρίως ξένοι, αλλά και εγχώριοι επιχειρηματίες. Το Ελληνικό, η Ελληνικός Χρυσός, η Cosco στο λιμάνι του Πειραιά, η κοινοπραξία που διαχειρίζεται το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, οι παρεμβάσεις της Fraport στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, η πρόσφατη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος από φυσικό αέριο που εγκαινίασε στη Στερεά Ελλάδα ο όμιλος Μυτιληναίου και ακόμη οι επικείμενες αποκρατικοποιήσεις (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, περιφερειακά λιμάνια, ΕΛΠΕ, αεροδρόμιο Αθηνών, εντάσσονται σε αυτή την κατηγορία. Πρόκειται για μεγάλες κινήσεις που εκτιμάται ότι τα επόμενα χρόνια μπορούν να προσφέρουν περίπου το 25% των συνολικών επενδύσεων στη χώρα.

Δεύτερον, οι δημόσιες επενδύσεις, που τα τελευταία χρόνια εξελίσσονται με βραδύ ρυθμό, καθώς σχεδόν καμία χρονιά δεν εξαντλούνται τα κονδύλια, είτε λόγω απουσίας ώριμων προς χρηματοδόοτηση έργων, είτε λόγω πολιτικής επιλογής, ώστε η χώρα να πιάσει τους δημοσιονομικούς στόχους. Για το 2019 το σχετικό ποσό είναι 7,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων στο τέλος του χρόνου κάποια χρήματα θα περισσέψουν. Εάν αυτή εικόνα βελτιωθεί -πολύ περισσότερο εάν τα κονδύλια τους προϋπολογισμούς μετά το 2020 αυξηθούν και αξιοποιηθούν- οι δημόσιες επενδύσεις σε βάθος πενταετίας μπορούν να αντιπροσωπεύουν άλλο ένα 25% των συνολικών επενδύσεων που χρειάζεται η χώρα.

Τρίτον, το υπόλοιπο 50% των επενδύσεων που αναζητά η Ελλάδα είναι οι μικρότερες, που αφορούν κάθε δραστηριότητα που υπάρχει στον πρωτογενή, τον δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας. Είναι το δύσκολο κομμάτι των ιδιωτικών επενδύσεων, διότι συνδέεται με δύο σημαντικά δεδομένα. Τη θηριώδη γραφειοκρατία και την αδυναμία χρηματοδότησης, καθώς οι τραπεζικοί κανόνες έχουν αλλάξει και είναι, πλέον, πιο αυστηροί από το παρελθόν. Στη χώρα μας για επενδύσεις λίγων εκατομμυρίων ή χιλιάδων ευρώ σε μια επιχείρηση υπάρχουν χρονοβόρες διαδικασίες -η αδειοδότηση παραγωγικών επιχειρήσεων και η έγκριση περιβαλλοντικών μελετών είναι τα μεγαλύτερα θύματα των καθυστερήσεων. Από εκεί και πέρα η χρηματοδότηση αυτών των έργων προέρχεται από τρεις πηγές: ίδια κεφάλαια, τραπεζικός δανεισμός και επιχορηγήσεις είτε από τον αναπτυξιακό νόμο, είτε μέσω της ένταξης σε κοινοτικά προγράμματα. Υποτίθεται ότι το νέο επενδυτικό νομοσχέδιο το οποίο συζητείται αυτή την περίοδο κι έχει προκαλέσει αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και τους συνδικαλιστές, επιχειρεί τομή στις διαδικασίες, περιορίζοντας την παρέμβαση του κράτους. Σύμφωνα με την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης μετά την ψήφιση του νόμου το 90% των δραστηριοτήτων μιας επιχείρησης θα ξεκινούν με απλή δήλωση και θα ελέγχονται για την νομιμότητα και την κανονιστική του συμμόρφωση στην πορεία, ενώ όπου χρειάζονται αδειοδοτήσεις και εγκρίσεις εκ των προτέρων θα εμπλακούν ιδιώτες -κατά βάσιν οι μεγάλες συμβουλευτικές εταιρίες-, ώστε οι διαδικασίες να προχωρούν με ταχύτητα. Επίσης, (υποτίθεται ότι) θα απλοποιηθεί η διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, καθώς το ζήτημα του αργού ρυθμού απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί εδώ και χρόνια βασικό επενδυτικό αντικίνητρο, τουλάχιστον για τους ξένους.

Η δύναμη των μικρομεσαίων  

Σε αυτές τις μικρές επενδύσεις σε κάθε εργοστάσιο, κάθε βιοτεχνία, κάθε αποθήκη και κάθε μαγαζί, δηλαδή στις επενδύσεις που θα κάνουν οι Έλληνες επιχειρηματίες, θα κριθεί εν πολλοίς το στοίχημα της αναπτυξιακής πορείας της χώρας. Ειδικά για τη Θεσσαλονίκη και τη Βόρεια Ελλάδα μόνο οι ιδιωτικές επενδύσεις μπορούν να αλλάξουν την εικόνα. Έτσι κι αλλιώς οι μεγάλες υποδομές (λιμάνι, αεροδρόμιο, μετρό, Εγνατία οδός κ.λπ.) και κάποιες βαριές επενδύσεις έχουν μπει σε κάποιο δρόμο.

Εκείνο που χρειάζεται είναι να κινητοποιηθεί η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, που τα τελευταία χρόνια παραμένει στάσιμη ή υποχωρεί. Πριν από 18 μήνες μια έρευνα στις περιοχές της Β΄ εκλογικής περιφέρειας του νομού Θεσσαλονίκης με θέμα ποιο θεωρούν οι πολίτες το αναπτυξιακό μοντέλο της περιοχής τους και άρα σε ποιους τομείς επιθυμούν να επενδύσουν οι ίδιοι και οι επιχειρήσεις παρουσίασε ενδιαφέροντα αποτελέσματα.

Πέρα από τα κλασικά και εν πολλοίς αναμενόμενα -επενδύσεις στην μεταποίηση και ενίσχυση του εμπορίου- οι πολίτες των ημιαστικών και των αγροτικών περιοχών της Θεσσαλονίκης έχουν συγκεκριμένο προσανατολισμό. Οι μεν κάτοικοι του… Νότου (δήμοι Θέρμης, Θερμαϊκού, Πυλαίας – Χορτιάτη)  ζητούν επενδύσεις στον τουρισμό, οι δε κάτοικοι του… Βορρά (δήμοι Βόλβης, Δέλτα, Λαγκαδά, Ωραιοκάστρου, Χαλκηδόνας) θέλουν στήριξη του αγροτικού τομέα. Λογικές προσεγγίσεις, αφού στο Νότο υπάρχουν παραθαλάσσιες περιοχές, οι οποίες ήδη υποδέχονται τουρισμό, ενώ στο Βορρά υπάρχει έντονη γεωργική και κτηνοτροφική δραστηριότητα. Άρα οι άνθρωποι στο νομό Θεσσαλονίκης γνωρίζουν πολύ καλά που ζουν, ποια είναι τα «διαβατήρια» για να προκόψουν στον τόπο τους, αλλά και τι χρειάζεται για να υπάρξει ανάπτυξη, να παραχθεί κοινωνικός πλούτος και να αυξηθεί η απασχόληση, ώστε να μειωθεί η ανεργία. Εκείνο που μάλλον δεν γνωρίζουν -ή ίσως δεν μπορούν να προσεγγίσουν- είναι ο τρόπος που θα επιτευχθεί ο στόχος και η διαδρομή για να γίνουν πράξη όσα σκέφτονται. Μάλλον στην πλειοψηφία τους εκτιμούν ότι η υλοποίηση όλων αυτών τους ξεπερνά, είναι δουλειά άλλων -ίσως του κράτους, ίσως κάποιων μεγάλων επιχειρηματιών.

Προφανώς αυτός ο τρόπος σκέψης –στην ουσία μια συγκεκριμένη νοοτροπία- συνιστά πρόβλημα. Διότι το θέμα των επενδύσεων δεν αφορά μόνο την πολιτεία και τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Αφορά πρωτίστως τις τοπικές κοινωνίες που ωφελούνται και τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και επαγγελματίες της κάθε περιοχής. Διότι τουριστική επένδυση δε συνιστά μόνο ένα μεγάλο πεντάστερο ξενοδοχείο, που ενδεχομένως μπορεί να κατασκευαστεί στο δήμο Θερμαϊκού, αλλά και οι μικρότερες επιχειρήσεις που θα ανοίξουν στην περιοχή. Ακόμη και η βελτίωση του περιβάλλοντος και της λειτουργίας μιας ταβέρνας ή ενός μίνι μάρκετ, που μένει ανοιχτό ατέλειωτες ώρες για να ανταπεξέλθει στον ανταγωνισμό. Επίσης, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι οι επενδύσεις δεν περνούν μόνο μέσα από τον αναπτυξιακό νόμο, τα προγράμματα του ΕΣΠΑ και τις αποκρατικοποιήσεις, αλλά και από την επιχειρηματική διάθεση του κάθε μεμονωμένου επαγγελματία ή έμπορου, που γνωρίζει καλά την τοπική πιάτσα και τις ευκαιρίες που υπάρχουν και θέλει να τις αξιοποιήσει. Αντιστοίχως η στήριξη του αγροτικού τομέα δεν διέρχεται μόνο μέσα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική και τα κονδύλια της. Αφορά τον κάθε μεμονωμένο αγρότη, που αποφασίζει να εξελιχθεί. Να κάνει ένα βήμα πιο μπροστά είτε συνεταιριζόμενος με συναδέλφους του για να επιτύχει οικονομίες κλίμακος – μεγαλύτερη παραγωγή και περιορισμό κόστους-, είτε αλλάζοντας την παραδοσιακή καλλιέργεια με κάτι ιδιαίτερο ή πιο ποιοτικό. Όταν –για παράδειγμα- στην καλλιέργεια σιταριού οι τιμές που εισπράττουν οι παραγωγοί κινούνται σε μια κλίμακα από το ένα ως το τρία, εννοείται ότι μεγάλοι κερδισμένοι είναι όσοι εξαντλούν τα όρια προς το τρία.

Όταν αναφερόμαστε σήμερα στη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα δεν εννοούμε την… πρωτόγονη και του συρμού που «άνθισε» από το 1960 μέχρι το 2000, αλλά τη μελετημένη, οργανωμένη και καινοτόμα, που πειθαρχεί σε κανόνες. Διότι μπορεί η φοροδιαφυγή, η φοροαποφυγή και η φοροκλοπή να συντήρησαν πολλούς στα χρόνια της ανάπτυξης και μέχρι την κρίση του 2009, αλλά, πλέον, μειώνονται και θα συνεχίσουν να μειώνονται σταθερά. Όπως και τα κοινοτικά κονδύλια των διαφόρων «πακέτων», που σε πολλές περιπτώσεις κλάπηκαν σε σημαντικό βαθμό, ή οι συνεταιρισμοί της συμφοράς και της ρεμούλας, δύσκολα θα ξαναϋπάρξουν. Αν κάτι καλό έφεραν η πολυετής κρίση και η μεγάλη ύφεση που πλήττουν την τελευταία δεκαετία την Ελλάδα, είναι η συνειδητοποίηση ότι –παρά τις εξαιρέσεις- το πάρτι τελείωσε. Η  φούσκα έσκασε, τα λεφτά λιγόστεψαν, ο… αέρας εκλείπει. Από εδώ και πέρα όσοι θέλουν να προκόψουν –κι αυτό επιλογή είναι που μπορεί να γίνει ή να μη γίνει από κάποιον- οφείλουν να κινηθούν διαφορετικά. Να κανονικοποιηθούν και να πάρουν πρωτοβουλίες και λογικά ρίσκα. Σε απλά ελληνικά: όσοι έχουν τις δυνατότητες να πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους.

[ΠΗΓΗ: https://www.voria.gr, του Γιώργου Μητράκη, 7/10/2019]