ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ: ΜΑΚΡΟΝ ΑΛΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ;

Ο οριστικός ενταφιασμός της μεταπολίτευσης αλλά και της παραδοσιακής εμφυλιοπολεμικής διαίρεσης, αριστεράς-δεξιάς, ολοκληρώθηκε με τις εκλογές της 7ης Ιουλίου του 2019 και τη συγκρότηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης συγκρότησε μία κυβέρνηση που προσπαθεί να ανταποκριθεί στο αίτημα της υπέρβασης αριστεράς-δεξιάς, γεγονός που αντανακλάται τόσο στη σύνθεση της κυβέρνησής του όσο και στις προγραμματικές της δηλώσεις και αυτό, παρ’ ότι εξελέγη επικεφαλής του παραδοσιακού πόλου της ελληνικής κεντροδεξιάς. 

Η στρατηγική Μητσοτάκη

Πράγματι, ο Μητσοτάκης και οι περί αυτόν (καθόλου τυχαία, στους βασικούς του συμβούλους περιλαμβάνεται ο παλαιός γραμματέας της ΚΝΕ και στενός συνεργάτης του Λαλιώτη, Τάκης Θεοδωρικάκος, και ο πρώην διευθυντής των Νέων, Δημήτρης Μητρόπουλος), επιχείρησαν να τετραγωνίσουν τον κύκλο. Από τη μία πλευρά, να στηριχτούν στη μόνη υπαρκτή πολιτική δύναμη την οποία διέθεταν, δηλαδή τη Νέα Δημοκρατία, και από την άλλη, να την υπερακοντίσουν μέσα από μια «μακρονική» λογική. Έτσι, και σε προγραμματικό επίπεδο, στη διάρκεια μιας μακράς προεκλογικής περιόδου, όσο και στα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης, επέλεξαν έναν προγραμματικό λόγο που αρνείται τις παραδοσιακές διαιρέσεις.

Όλοι θεωρούσαν, και εν μέρει είναι ακριβές, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η στενή του ομάδα εμφορούνται από φιλελεύθερες αντιλήψεις. Δηλαδή στοχεύουν στη περαιτέρω αποδυνάμωση της κρατικής παρέμβασης και την ενίσχυση των μηχανισμών της αγοράς. Ωστόσο, κάτι που εξέπληξε πολλούς, στο μείγμα που επιχείρησε να διαμορφώσει, συμπεριλαμβάνει και μία διάσταση πατριωτισμού. Σε σχέση με τη Συμφωνία των Πρεσπών, κατόρθωσε να αποκρούσει τα σχέδια του Τσίπρα να προκαλέσει ρήγμα στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς και να μεταβάλει αυτή τη συμφωνία σε όπλο για την κατίσχυση επί του ΣΥΡΙΖΑ. Στην ίδια κατεύθυνση αναφέρθηκε στην ανάγκη ενίσχυσης της αμυντικής βιομηχανίας, στη δημογραφική ενδυνάμωση της χώρας με μέτρα ενίσχυσης της τεκνοποιίας, καθώς και σε μέτρα για το μεταναστευτικό.

Εγκολπώθηκε το αίτημα νόμου και τάξης, σε ό,τι αφορά τα Εξάρχεια, το άσυλο, την επιβολή του νόμου και την ασφάλεια γενικότερα, που παραδοσιακά εκφραζόταν από τις πιο δεξιές συνιστώσες της Νέας Δημοκρατίας.

Απευθύνθηκε, παράλληλα, προνομιακά στα μεσαία στρώματα, με την άμεση μείωση του ΕΝΦΙΑ και τις φορολογικές ελαφρύνσεις που υιοθέτησε αλλά ταυτόχρονα –και εξέπληξε πολλούς– στράφηκε και στα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, μέσα από τη διατήρηση του μειωμένου αφορολόγητου, τη μείωση του ΦΠΑ και τη διατήρηση των επιδομάτων που είχε θεσμοθετήσει προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο για τον «νεοφιλελευθερισμό», αυτός αφορά κατεξοχήν την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων και των ξένων επενδύσεων (με προνομιακά πεδία την επένδυση στον χρυσό της Χαλκιδικής και το Ελληνικό).

Τέλος, προσέφερε απαρχές παρεμβάσεων σε σχέση με τα ζητήματα του πολιτισμού, με την ανακοίνωση ενοποίησης Πολυτεχνείου-Αρχαιολογικού Μουσείου. Παράλληλα, συνέχισε τα ανοίγματα προς τα λαϊκά στρώματα, κυρίως στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, με το σχέδιο απομάκρυνσης των φυλακών Κορυδαλλού και τη χωροθέτηση του πρώτου πρότυπου σχολείου στο Περιστέρι.

Οι πολιτικές συγκυρίες

Αυτή η στρατηγική Μητσοτάκη δεν αποτελεί μόνο μια προσπάθεια ικανοποίησης διαφορετικών στρωμάτων, τάξεων και ευαισθησιών, αλλά αποτελεί οργανικό στοιχείο της πρότασής του. Αυτό διαφαίνεται από την πορεία την οποία ακολούθησε μέχρι τώρα. Προσωπικά, με είχε ήδη εκπλήξει η άρνησή του να υπερψηφίσει, το 2015, μόνος αυτός, από όλη τη κοινοβουλευτική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας, την υποψηφιότητα του Προκόπη Παυλόπουλου για τη προεδρία της Δημοκρατίας. Ενέργεια που έδειχνε, ήδη από εκείνη την εποχή, όχι μόνο μία ριζική αντιπαλότητα με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και με τους συμβιβασμούς της καραμανλικής πτέρυγας του κόμματος.

Εξ άλλου, η εκλογή του Μητσοτάκη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας επιτεύχθηκε μέσα από μια κωμικοτραγική καραμπόλα αντιπαραθέσεων ανάμεσα στις παραδοσιακές νεοδημοκρατικές δυνάμεις (Μεϊμαράκης, Τζιζικώστας) και την τελική κινητοποίηση για την εκλογή Μητσοτάκη από ψηφοφόρους μη μέλη της Νέας Δημοκρατίας. Ο Κυριάκος υπήρξε ο εκπρόσωπος αυτού που χαρακτηρίζουμε νέα μικροαστικά και ανώτερα μεσαία στρώματα, δηλαδή εκείνα των επαγγελματιών της πληροφορικής, της οικονομίας, των στελεχών επιχειρήσεων κ.λπ. Κατόρθωσε, εκμεταλλευόμενος τις αντιπαραθέσεις των υπολοίπων νεοδημοκρατικών ομάδων και χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα παραδοσιακά δίκτυα της οικογένειας Μητσοτάκη, να επικρατήσει, παρότι μειοψηφία, στο εσωτερικό του κόμματος. Από τότε, διαμόρφωσε μια στρατηγική που συνίσταται στη σταδιακή διεύρυνση της απεύθυνσής του, κατεξοχήν προς τον χώρο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ και των εκβλαστήσεών του (Ποτάμι κλπ.). Κατέληξε έτσι να αποκτήσει μια βάση κατά πολύ ευρύτερη εκείνης της Νέας Δημοκρατίας (σύμφωνα με τα στοιχεία του exit poll, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου, μόνο το 28% των ψηφοφόρων, φέρεται να ταυτίζεται με τη Νέα Δημοκρατία ιδεολογικά, ενώ το υπόλοιπο 12%, προέρχεται από άλλες πολιτικές οικογένειες).

Σε αυτή τη στρατηγική, βρήκε αναπάντεχους αρωγούς την ηγεσία του Ποταμιού και του ΚΙΝΑΛ. Η προσέγγιση του Θεοδωράκη με τον ΣΥΡΙΖΑ, επί τη βάσει της συμφωνίας τους για τις Πρέσπες, διέλυσε αυτό το κόμμα και έστειλε το μεγαλύτερο μέρος των ψηφοφόρων και σημαντικό αριθμό στελεχών του στη Νέα Δημοκρατία. Τέλος, τα «κολλητιλίκια» μεγάλου μέρους της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ –με αποτέλεσμα την εκπαραθύρωση του Βενιζέλου– του προσέφεραν ένα σημαντικό μέρος των ψήφων του ΠΑΣΟΚ και εκατοντάδες στελέχη του, που προσεχώρησαν μαζικά στο περιβάλλον του Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρόκειται για μια προσχώρηση λιγότερο γνωστή από τη προσχώρηση των παλαιοπασόκων στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αφορά, στην πραγματικότητα, το δυναμικότερο κομμάτι των νεαρών στελεχών του σημιτικού ΠΑΣΟΚ.

Η εκπαραθύρωση του Βενιζέλου και ο αποκλεισμός οποιασδήποτε πιθανότητας μετεκλογικής συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας–ΚΙΝΑΛ ενίσχυσε ακόμη περισσότερο το εγχείρημα Μητσοτάκη, στο βαθμό που η μη αυτοδυναμία του προοιωνιζόταν ακυβερνησία και αστάθεια. Αυτό ήταν το καίριο χτύπημα που επέφερε στο ΚΙΝΑΛ η εσωκομματική «πέμπτη φάλαγγα» του ΣΥΡΙΖΑ (Παπανδρέου, Μαλέλης, Λαλιώτης, Λιβάνης, Κρεμαστινός και προπαντός ο αθέατος καναλάρχης ενορχηστρωτής), έχοντας ανοίξει τον δρόμο για τη οριστική πολιτική του εξαφάνιση.

Το κενό της κεντροδεξιάς και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ

Επειδή η ζωή και η πολιτική δεν ανέχονται το κενό, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εφόρμησε κυριολεκτικώς στον χώρο του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, θέλοντας να τον αποσπάσει οριστικά από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να συγκροτήσει μία κυριολεκτικά ευρεία κεντρώα-κεντροδεξιά παράταξη. Και μετά τις εκλογές, με δεδομένο το σημαντικό ποσοστό που διατήρησε ο ΣΥΡΙΖΑ, προχώρησε ακόμη περισσότερο σε αυτή τη κατεύθυνση. Όχι μόνο διόρισε δεκάδες υπουργούς, υφυπουργούς και γενικούς γραμματείς, προερχόμενους από το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ (Χρυσοχοΐδης, Πιερρακάκος, Θεοδωρικάκος, Μενδώνη, είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου), αλλά, και σε επίπεδο κυβερνητικών εξαγγελιών, φρόντισε να προχωρήσει πολύ πιο πέρα από το ίδιο το προεκλογικό του πρόγραμμα. Το αποτέλεσμα αυτών όλων των κινήσεων φάνηκε πολύ καθαρά στη αφωνία του ΣΥΡΙΖΑ και τις αναποτελεσματικές κραυγές της Φώφης. Ο Μητσοτάκης, επιχειρεί με μια «μακρονικού» τύπου απόπειρα να καλύψει όλο τον κενό χώρο από τη δεξιά μέχρι τις παρυφές της κεντροαριστεράς, εμφανιζόμενος ως ο Έλληνας εκφραστής της μακρονικής υπέρβασης του σχήματος «αριστερά-δεξιά».

Ο διορισμός δεκάδων υφυπουργών που δεν προέρχονται από το κοινοβούλιο εντάσσεται στην ίδια στρατηγική, της μερικής απόσπασης της κυβερνητικής λειτουργίας από τις συνηθισμένες πολιτικές και μικροκομματικές δουλείες των κοινοβουλευτικών υπουργών (κάτι που για πρώτη φορά γίνεται στην Ελλάδα). Ο Μητσοτάκης, πατώντας σε μια ισχυρή παράταξη, δημιουργεί ένα είδος «ήπιου βοναπαρτισμού», απευθυνόμενος και εντάσσοντας στο σχέδιό του τις βασικές δυνάμεις των νέων μεσοστρωμάτων.

Βεβαίως, το βασικό όπλο του Κυριάκου Μητσοτάκη, που του επέτρεψε να επιχειρήσει αυτό το πολιτικό aggiornamento ήταν… ο Αλέξης Τσίπρας! Η παροιμιώδης αποτυχία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που απεδείχθη ανίκανη να πραγματοποιήσει μια «αριστερή» τεχνοκρατική διαχείριση –όπως φαίνεται να επιτυγχάνει η αριστερά στην Πορτογαλία, π.χ.– τα ερείπια που επισώρευσε σε όλους τους τομείς του κυβερνητικού έργου, η αναλγησία που έδειξε στο Μάτι και τη Μάνδρα, η εθνομηδενιστική ιδεοληψία της εξωφρενικής Συμφωνίας των Πρεσπών, η διαφθορά των κότερων, όλα αυτά μαζί, προσέφεραν στον Κυριάκο Μητσοτάκη στο πιάτο το έδαφος της ηγεμονίας.

Οι προσπάθειες του ΣΥΡΙΖΑ της τελευταίας περιόδου να συγκροτήσει ένα τεχνοκρατικό αντίστοιχο της μητσοτακικής ομάδας (με την άνοδο της νεότερης γενιάς των γιάπηδων του ΣΥΡΙΖΑ: Χαρίτσης, Αχτσιόγλου, Ηλιόπουλος κ.λπ.) ήρθαν ιδιαίτερα καθυστερημένα και παρέμειναν μειοψηφικές. Διότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα με προφίλ και πρακτικές Μαυρογιαλούρου της δικαιωματιστικής Αριστεράς , οι οποίες αντανακλούν το ίδιο το προφίλ του αρχηγού του, του Τσίπρα.

Ο Τσίπρας αποτελεί ένα σώμα με τον Παπά, τον Πολάκη, τη Νοτοπούλου τον Καρανίκα και τον Φλαμπουράρη και είναι αδύνατον να εκφράσει οργανικά κάτι που δεν είναι. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα, άμεσα, ο Μητσοτάκης δεν απειλείται σοβαρά στο εσωτερικό πολιτικό επίπεδο.

Μέσα στο κόμμα

Και το ίδιο συμβαίνει και στο ενδοκομματικό πεδίο. Πράγματι, όπως προαναφέραμε, η επικράτηση του Μητσοτάκη στο εσωτερικό της ΝΔ ήταν εκείνη ενός «αουτσάιντερ», απέναντι στις παραδοσιακές ηγετικές δυνάμεις του κόμματος, κυρίως εκείνες των «Καραμανλικών», αλλά και των ιδιαίτερα αποδυναμωμένων, μετά την ήττα του 2015, Σαμαρικών. Και εν πολλοίς επετεύχθη, διότι ο εσωτερικός καβγάς μεταξύ των δύο «καραμανλικής» προέλευσης υποψηφίων, έδωσε τη δυνατότητα στο «αουτσάιντερ» να επιβληθεί. Διότι η Νέα Δημοκρατία βάδιζε προς μια ιστορική ενδόρρηξη εξ αιτίας των αλλεπάλληλων εκλογικών πληγμάτων αλλά και διότι είχε πληγεί καίρια από την παρασπονδία των «καραμανλικών», αυθεντικών ή θρυλούμενων τέτοιων, οι οποίοι, στον ένα ή άλλο βαθμό, τορπίλισαν την κυβέρνηση Σαμαρά και συνέβαλαν αποφασιστικά στην άνοδο του Τσίπρα στην εξουσία: Η δημιουργία του κόμματος Καμμένου –που αποτέλεσε τον βασικό δίαυλο της παροχέτευσης δυνάμεων της «λαϊκής δεξιάς» στο νέο κυβερνητικό σχήμα– ήταν μόνο μία παράμετρος αυτής της πολύπλευρης συμπόρευσης, αν όχι και ανοικτής στήριξης. Η εκλογή του Προκόπη Παυλόπουλου στην προεδρία της Δημοκρατίας, η επιλογή Παπαγγελόπουλου στο υπουργείο Δικαιοσύνης και η συμπαράταξη των «καραμανλικών» ανώτερων δικαστικών με τη νέα κυβέρνηση, ακόμα και η παρουσία προσωπικοτήτων ήσσονος σημασίας, όπως η Παπακώστα, εντάσσονται σε αυτή τη στρατηγική. Μια στρατηγική που συμπεριλάμβανε σημαντικό αριθμό από δημοσιογράφους, εφημερίδες, ηλεκτρονικές ειδησεογραφικές σελίδες, κ.λπ. Στην πραγματικότητα, όπως έχουμε επισημάνει και σε άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εκτός από την ανοικτή δημόσια στελέχωσή της από τα δύο κυβερνητικά κόμματα, είχε εξασφαλίσει την αρωγή και τη συμπαράσταση, όχι πάντα τόσο αθέατη, μιας πασοκικής και μιας νεοδημοκρατικής πτέρυγας. Και αυτό το έκαναν με το έωλο επιχείρημα ότι έτσι εξασφάλιζαν τον έλεγχο του ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να μην… εκτραπεί. Χωρίς βέβαια να τους περάσει από το μυαλό ότι έτσι στην πραγματικότητα διασφάλισαν την άνοδο και τη διατήρηση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία!

[Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ:]

* O Γιώργος Καραμπελιάς είναι επικεφαλής του «Κινήματος Άρδην» και συγγραφέας.

[ΠΗΓΗ: https://www.liberal.gr/, του Γιώργου Καραμπελιά*, 25/7/2019]